Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Απίστευτο κι όμως αληθινό, γράφει ο κριτικός βιβλίου Κώστας Σταματίου το 1985 διαπιστώνοντας ότι «γιορτάσαμε τα 150 χρόνια ελεύθερου νεοελληνικού Βίου και δεν είχαμε έως τώρα μίαν Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού!». Με αφορμή την κριτική παρουσίαση του πρώτου τόμου της «Ιστορίας του Ελληνικού Τραγουδιού, 1824-1960» του Κώστα Μυλωνά, ο ίδιος συνεχίζει σημειώνοντας:
«Σε ένα ευνομούμενο και πολιτισμένο Κράτος, η Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο, ένα Ιδρυμα, κάποιο Ινστιτούτο θα είχε αναθέσει σε ομάδα ερευνητών, ιστορικών, φιλολόγων, μουσικολόγων κ.λπ. τη συγγραφή μίας ιστορίας του πρωτογενούς αυτού στοιχείου αισθητικής έκφρασης και ψυχαγωγίας. Εδώ οι αρμόδιοι "παίζουσι και χορεύουσι και πως γλεντούν νομίζουν" - που λέει και η λαϊκή εικόνα του Μουσείου Μπενάκη - με τις "πολιτιστικές πρωτεύουσες" και τις άλλες αηδίες και γελοιότητες, κι αφήνουν την ουσία, τα σοβαρά, την έρευνα προς εθνική αυτογνωσία στο... ό,τι προαιρείσθε. Ξένοι μάς πρωτοσύναξαν τα δημοτικά μας τραγούδια, λίγο πριν ξεχαστούνε και χαθούν. Και έπρεπε να πεθάνει το ρεμπέτικο για να βρεθούν, εθελονταί και πάλι, οι διάφοροι Πετρόπουλοι για να το καταγράψουν "στο αμήν" και να το περισώσουν!
Κι είναι τόσο εγκληματικά αδιάφορη για κάθε τι που δεν είναι χρήμα η εγχώρια αστική τάξη, που ούτε το τραγούδι της, το "γέννημα και θρέμμα" της, αυτό που νανούρισε έναν σχεδόν αιώνα ανόδου της, δε νοιάστηκε να περιμαζέψει. Τώρα, την παραμονή του θανάτου του, με τη βίαιη εισβολή πανταχόθεν του ξένου ηλεκτρονικού ήχου, βρέθηκε ευτυχώς και πάλι εθελοντής πατριώτης, που έκανε το μόχθο, τον τεράστιο μόχθο, να συγκεντρώσει και να διαφυλάξει, έστω και σαν ονόματα και τίτλους μονάχα, χιλιάδες τραγούδια, εκατοντάδες δημιουργούς και εκτελεστές τους. Γι' αυτήν την πρώτη συστηματική προσέγγιση σε ένα τόσο σημαντικό πολιτιστικό και κοινωνικό φαινόμενο θα μιλήσουμε σήμερα...
Ο Κώστας Μυλωνάς είναι συνθέτης. Εχει ήδη ηχογραφήσει 42 τραγούδια κι έχει γράψει μουσική για θέατρο και κινηματογράφο. Ομολογώ δεν έχω γνώση της συνθετικής του δουλειάς. Εντυπωσιάστηκα όμως από τον μόχθο που ολοφάνερα κατέβαλε για να συγκεντρώσει το υλικό και να γράψει αυτήν την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού - που έχει ατέλειες, το ξέρω, όλα τα πράγματα έτσι είναι - εντυπωσιάστηκα και σπεύδω να το πω. Και πιο πολύ, που έμαθα - από τον ίδιο, στο τηλέφωνο, δεν τον ξέρω, δεν τον έχω δει ποτέ μου - ότι ετοιμάζει και δεύτερο τόμο (1960-1984), πάνω δηλαδή στην πιο συνταρακτική και πιο ταραγμένη περίοδο του έντεχνου τραγουδιού...
Εχουμε λοιπόν ένα βιβλίο "αγαπητικό" που θα έλεγε και ο Κωστής Μοσκώφ, γραμμένο επιπλέον για τη "νέα γενιά, τη γενιά του ροκ και της ρεμπετοπληξίας" που πρέπει "να πληροφορηθεί, να ενημερωθεί ουσιαστικά πάνω στο ελληνικό έντεχνο τραγούδι, για να κάνει τις σωστές δικές της εκτιμήσεις", όπως εξομολογείται ο Κώστας Μυλωνάς. Την "Ιστορία" του ο κ. Μ. τη χωρίζει σε τρεις περιόδους: 1824-1870, ανυπαρξία, αφασία. 1870-1930, αθηναϊκό τραγούδι, επιθεώρηση, οπερέτα. 1930-1960, ο δίσκος, το γραμμόφωνο, οι συνθέτες, οι στιχουργοί, οι εκτελεστές, το τραγούδι για το τραγούδι. Ας πούμε η εποχή πριν από τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη.
Με τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, μπορούμε να φανταστούμε τη μουσική ανυπαρξία. Οι κλέφτες και οι αρματωλοί, οι αγωνιστές του '21 είχανε τα δικά τους "λαλούμενα", που δεν εφτούρισαν στις νέες πόλεις. Τότε το σύνθημα των Φαναριωτών και υποψηφίων αστών ήταν "κρύβε λόγια", "μη μας περάσουνε για βλάχους", τέτοια. Είχαν πλακώσει κι οι ξένοι, κυρίως οι Βαυαροί. Οι Βαυαροί έπαιζαν φυσικά εμβατήρια, που μεταγλωττίζονταν ως "θούρια" - Ω λυγερόν και κοπτερόν σπαθί μου! - κι οι Ιταλοί έρχονταν με θιάσους όπερας β' διαλογής, που οι πριμαντόνες τους ξεμυάλιζαν τους γερο-οπλαρχηγούς (βλέπε μαρτυρία Μακρυγιάννη για τον Αντρέα Λόντο, που "τον παλάβωσε η Ρίτα Βάσσω και του αφάνισε τόσα τάλιρα δίνοντας και άλλα πεσκέσια").
Είναι διεθνώς η βασιλεία του ρομαντισμού, πέφτει και το ιταλικό μελόδραμα, "όλοι είναι ερωτευμένοι, όλοι κλαίνε και στενάζουν". Τα παιδιά των ηρωικών αγωνιστών του Καραϊσκάκη, Αθηναίοι πλέον, άδουν απελπισμένα: "Οποία μαύρη άβυσσος ενώπιον μου χαίνει, / οποίον μέλλον σκοτεινόν εις το εξής μοι μένει / πάσα ελπίς μ' αφήνει / Δε μ' αγαπά εκείνη"».