Ο Γιούργκεν Κλοπ δεν είναι ένας οποιοσδήποτε προπονητής. Για την ακρίβεια, δεν είναι απλά ένας υπέροχος προπονητής. Είναι ένας υπέροχος άνθρωπος. Η ιστορία που δημοσίευσε η Λίβερπουλ με την επικοινωνία που είχε με τον Κώστα Τσιμίκα αποτελεί ένα ακόμα δείγμα για το πόσο πολύ ο Γερμανός σέβεται πάνω απ’ όλα τον άνθρωπο και μετά τον ποδοσφαιριστή. Για το πώς κερδίζει τους παίκτες του με το καλημέρα στην – οποιαδήποτε – ομάδα του. Το έκανε στη Μάιντζ. Το έκανε στην Ντόρτμουντ. Το κάνει και πια το μαθαίνουμε κι εμείς καλύτερα λόγω του ονόματος του συλλόγου, στη Λίβερπουλ.

 Ο Κλοπ δεν έχει παιδιά και αποπαίδια. Δεν ξεχωρίζει τη βεντέτα από τον πρωτάρη. Δεν θέλει να έχει ικανοποιημένο τον Σαλάχ, χωρίς να τον ενδιαφέρει ο Τσιμίκας. Οταν η πόρτα των αποδυτηρίων κλείνει, όλοι όσοι βρίσκονται μέσα σ’ αυτά είναι ίσοι. Μια οικογένεια. Οτιδήποτε λιγότερο είναι για τον Κλοπ αποτυχία. Και αυτό ακριβώς είναι το στοιχείο που είναι τόσο πετυχημένος.

 Ο Τσιμίκας μπορεί να παίξει πολύ, μπορεί λιγότερο. Μπορεί να αναδειχθεί σε ένα από τα κορυφαία μπακ στον πλανήτη. Μπορεί να φύγει στον χρόνο. Ομως έχει την ευκαιρία να ζήσει ένα παραμύθι που θα το διηγείται σε όλη του τη ζωή. Από τους φίλους του, την κοπέλα του και τα περιβόητα σκυλιά του, για τα οποία του μίλησε ο Κλοπ, μέχρι αύριο – μεθαύριο τα παιδιά του και τα εγγόνια του.

 Η προσωπική επαφή, η καθημερινή συναναστροφή και η δουλειά με έναν από τους κορυφαίους προπονητές στον κόσμο, θα διατηρήσει τον Τσιμίκα σε υψηλό ποδοσφαιρικό επίπεδο για πολλά χρόνια ακόμα. Οι κουβέντες, τα γέλια, το χτύπημα στην πλάτη από έναν υπέροχο άνθρωπο όπως ο Κλοπ είναι το μεγαλύτερο κέρδος που θα μπορούσε να έχει ένα παιδί 24 χρόνων.