Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Δεν πρόκειται για υπερρεαλιστικό στιχούργημα, να αναρωτιέσαι τι εννοεί ο ποιητής. Είναι η καθημερινότητά μας σε πέντε λέξεις. Περιμένοντας τους τουρίστες - όπως περίμεναν οι ήρωες του Μπέκετ τον Γκοντό -, τρέμοντας το δεύτερο κύμα του κορωνοϊού, η καρδιά της Ελλάδας το καλοκαίρι του 2020 χτυπά στην ουρά. Ή μάλλον στις ουρές.
Ουρές μέρα - νύχτα παντού. Εξω από καταστήματα και δημόσιες υπηρεσίες, στα εκδοτήρια εισιτηρίων και στα πορνεία ακόμα, υποθέτω. Ο νόμος είναι αυστηρός και γενικά τηρείται. Απαγορεύεται ο συνωστισμός σε εσωτερικούς χώρους. Τρία, άντε πέντε άτομα μπορούν να εξυπηρετούνται ταυτοχρόνως. Οι υπόλοιποι αραία-αραία προαυλίζονται. Τα εμπορικά που σέβονται τον εαυτό τους έχουν βάλει θυρωρούς εν στολή - πας στην Ερμού και θυμάσαι τα νιάτα σου στο κατώφλι των κλαμπ. «Εχει σκληρή πόρτα η "Αυτοκίνηση";» «Στο "Rock 'n' Roll" να δεις! Με τίποτα δεν μπαίνεις ασυνόδευτος…». Να που ο χρόνος, ο μεγάλος φαρσέρ, σου το επεφύλασσε κι αυτό: να ξεροσταλιάζεις για να ψωνίσεις ένα σώβρακο!
Οι τράπεζες και προ της πανδημίας λειτουργούσαν σαν εντευκτήρια συνταξιούχων. Συνωθούνταν η τρίτη ηλικία γύρω από τα γκισέ με τα νουμεράκια στο χέρι και τα βιβλιάρια στην τσέπη. Οι κύριοι αντήλλασσαν τερατολογίες - «το έλεγε ένας στο ραδιόφωνο: ραβίνοι κάνουν σε πεπόνια ενέσεις με ναρκωτικά και τα εισάγουν από το Ισραήλ στην Ελλάδα για να μας κάμψουν το εθνικό φρόνημα!». Οι κυρίες συνταγές μαγειρικής. Κάποιος ταμίας εκνευριζόταν κάθε τόσο, «μας έχετε πάρει τ' αυτιά!» «Για αυτό σε πληρώνουμε, νεαρέ!» τον αποστόμωνε δήθεν ο θαλερός απόστρατος. Τώρα οι ταμίες έχουν ηρεμήσει. Τα γερόντια τιτιβίζουν στο πεζοδρόμιο.
Υπερβάλλω. Στην είσοδο της τράπεζας στην Πατησίων, συναγελάζονται αι γενεαί πάσαι. Μπροστά μου, μία κοπέλα με τα πιτσιρίκια της, το ένα στο καρότσι, το άλλο στα κάγκελα. Ξεχειλίζει από ενέργεια ο μικρός Ανδρέας, «τις προάλλες» μας πληροφορεί η μάνα του απηυδισμένη «δάγκωσε τη ζάντα μιας μοτοσυκλέτας!». Πίσω μου, ένας ολοστρόγγυλος, κάθιδρος παπάς - «δεν σκάτε με τα ράσα;» τον ρωτάω, «αποτελεί μέρος της πνευματικής μου άσκησης» μου αποκρίνεται σοβαρότατα. Και παραπίσω ο φυσικός ηγέτης της ουράς.
Το πιστεύω ακράδαντα. Οπου συνυπάρχουν πάνω από δύο άνθρωποι - θες σε εφηβική τσακαλοπαρέα, θες σε σωσίβια λέμβο ως ναυαγοί - κάποιος αυθόρμητα αναδεικνύεται σε εμψυχωτή και σε κουμανταδόρο. Το παίρνει επάνω του. Και οι υπόλοιποι υποτάσσονται στη βούλησή του για το καλύτερο ή το χειρότερο.
Ο φυσικός ηγέτης της ουράς μας είναι εύρωστος, προγάστωρ και ολοφάλακρος, με τσαντάκι-μπανάνα γύρω από τη μέση του, παντελόνι κοστουμιού και σανδάλια. Το βλέμμα μου κολλάει στα τριχωτά αυτιά του, αυτιά αρκούδου. «Τι με κοιτάς, παλικάρι;» μου απευθύνεται σαρκαστικά. «Εκεί που ήσουν, ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις! Δεν μας χωρίζει δα κάνας αιώνας… Ιορδάνης Λαζίδης, κλάση του 1960» μου συστήνεται και μου απλώνει το χέρι. Εχει δάκτυλα-τανάλιες, φοράει στον παράμεσο ένα χρυσό δακτυλίδι με κόκκινη πέτρα, «δεν αποκλείεται» σκέφτομαι «να το έφερε ο παππούς του από τον Πόντο…». «Με τι ασχολείσθε, κύριε Λαζίδη;» γίνομαι αδιάκριτος. «Οχι "κύριε Λαζίδη"! Ιορδάνη ή Ντάνι αν προτιμάς! Ημουν και στο Αμέρικα… Οδηγός πούλμαν! Μας τους έδιωξε φέτος ο σκατοκόβιντ τους τουρίστες και με ανάγκασε να τρώω τις σάρκες μου. Από τα έτοιμα…». «Γιατί δεν κάνετε ανάληψη από το ΑΤΜ;». «Πολλά ρωτάς, αγόρι μου, πολλά ρωτάς…» παίρνει ύφος παλιού μάγκα.
Αρχίζει έπειτα τις διευθετήσεις. «Η μανούλα με τον Αντρίκο και το βυζανιάρικο να περάσει πρώτη στην ουρά, έχουμε στην Ελλάδα υπογεννητικότητα, το 2050 θα 'χουμε μείνει οι μισοί! Ο πάτερ δεύτερος - την ευλογία σας! Οι τρεις τελευταίοι φύγετε, δεν θα προφτάσετε να εξυπηρετηθείτε κι αύριο μέρα είναι…». Τον υπακούνε όλοι, εκτός από έναν χολερικό διοπτροφόρο, που κάτι μουρμουρίζει ενοχλημένος μα δεν τολμά να τον αμφισβητήσει ευθέως.
Κι ο Ιορδάνης-Ντάνι όμως στέκεται στο ύψος του ρόλου του. Κάθε που η πόρτα της τράπεζας - μετά την έξοδο του προηγούμενου πελάτη - καθυστερεί να ανοίξει, βαράει με το δαχτυλίδι του το τζάμι, χειρονομεί απειλητικά στον αρμόδιο υπάλληλο, γίνεται πολιορκητής σωστός.
«Βρες το τηλέφωνο του διευθυντή!» με διατάζει. «Τι το 'χεις το υπερμοντέρνο κινητό;». Το γκουγκλάρω, το καλώ, «δως το μου!» μου το αρπάζει. «Να στείλετε ασθενοφόρο!» γαβγίζει. «Από στιγμή σε στιγμή, πέφτουμε όλοι ξεροί από ηλίαση! Ή βάλτε μία τέντα και μερικά σκαμνιά να ξαποσταίνουμε!»… «Πώς;»… «Καλό είναι αυτό!» το κλείνει. «Από Δευτέρα» μας ενημερώνει «θα βγάλουν το μηχάνημα εδώ. Θα παίρνουμε αριθμό προτεραιότητας και θα αράζουμε στο καφενείο!».
Ικανοποιημένος με τον εαυτό του, ο φυσικός ηγέτης μας αρχίζει να τραγουδάει. «Τι τα θέλεις τα λεφτά, να τα κάψεις τι τα θες;». Λίγη ώρα ακόμα να 'χε στη διάθεσή του, θα μεταμόρφωνε την ουρά σε χορωδία.