Αυτή τη φορά το πείραμα πέτυχε. Και όχι μόνο πέτυχε, ενθουσίασε κιόλας. Το να κάνει η εθνική ομάδα 25 τελικές στη Βοσνία, η οποία καιγόταν για τη νίκη (όσο κι αν εμφάνισε μια ομάδα που είχε κακή απόδοση στο Ολυμπιακό Στάδιο), είναι από μόνο του ένα γεγονός που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Ακόμα και αν δεν έμπαινε το αυτογκόλ στο φινάλε, η Ελλάδα θα είχε αποδείξει πως μπορεί να περάσει ομαλά, επιτυχημένα και φιλόδοξα στην εποχή που πάει να τη βάλει ο Τζον Φαν ‘τ Σιπ. Το περιβόητο «πλάνο Κατάρ» δείχνει να χτίζεται σε βάσεις στέρεες. Τα ρίσκα του προπονητή βγήκαν. Με τρόπο εντυπωσιακό. Ο Παυλίδης. Ο Χατζηδιάκος. Ο Λημνιός. Ο Γιαννούλης. Ο – στόπερ – Σταφυλίδης. Ο αναγεννημένος Κουρμπέλης, ο καταπληκτικός Μασούρας, ο καθοριστικός Φετφατζίδης. Παιδιά που μπήκαν και έπαιξαν πραγματικά… για τη φανέλα.

Χρειάζεται αυτό, κυρίως στις εθνικές ομάδες. Υπάρχει ακόμα. Η αυταπάρνηση, το πάθος, η θέληση να πετύχεις όχι για τον εαυτό σου, αλλά για το έμβλημα που φοράς. Η εθνική ομάδα πρέπει να είναι τιμή για τον ποδοσφαιριστή που φοράει τη φανέλα της και όχι σκαλοπάτι για να τον δουν οι σκάουτερς και οι ατζέντηδες. Και αυτή η εικόνα που είδαμε το βράδυ της Τρίτης ήρθε κυρίως απ’ αυτό. Απ’ το γεγονός πως έπαιξαν όλοι για έναν και ένας για όλους.

Ο καθένας για τον διπλανό του και την ομάδα και όχι για την πάρτη του. Ο Φαν ‘τ Σιπ κέρδισε το πρώτο στοίχημα, που ήταν και μεγάλο και δύσκολο. Να φέρει και πάλι στα αποδυτήρια βλέμματα στήριξης του ενός προς τον άλλον και κυρίως προς τον ίδιο τον ολλανδό τεχνικό. Κέρδισε και χρόνο. Μπόλικο. Στο χέρι του – μοιάζει να – είναι η εκμετάλλευσή του και το χτίσιμο μιας ομάδας που θα επαναφέρει το χαμόγελο στα χείλη των Ελλήνων. Δίχως όλα αυτά να αναιρούν πως οι καθυστερήσεις και οι άστοχες επιλογές των διοικητικών της ΕΠΟ, έφεραν την ομάδα να τρέχει και να μη φτάνει…