Στις 18 Οκτωβρίου συμπληρώνονται 40 χρόνια από την απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας στον Οδύσσέα Ελύτη. Ηταν ο δεύτερος Ελληνας που έπαιρνε το βραβείο -μετά τον Γιώργο Σεφέρη το 1963- και στο πρόσωπό του η Σουηδική Ακαδημία αναγνώριζε μια ποίηση «που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα τού σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία». Στις τέσσερις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει έως σήμερα το έργο του ποιητή έχει μελετηθεί και επανεκτιμηθεί ως ένας από τους «πόλους» της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Αναπόφευκτα δημιούργησε τη δική του «μυθολογία», αρκετές φορές ερήμην, έτσι ώστε συχνά να εγκλωβίζεται σε μια άκυρη εικονοποιία, που οριζόταν από τη συμπύκνωση «ποιητής του Αιγαίου» με όλες τις συμπαραδηλώσεις. Τα «Πρόσωπα» απευθύνθηκαν συνειδητά σε ποιήτριες και ποιητές που μεγάλωσαν είτε την περίοδο της απονομής είτε αργότερα. Εζησαν δηλαδή «υπό την επήρεια» του κορυφαίου γεγονότος ανακαλύπτοντας κάποια στιγμή τη «μυθολογία» που προαναφέραμε. Δεκατέσσερις από αυτούς απαντούν υπό μορφή σημειώματος ή στα εξής ερωτήματα:

1. Αν έπρεπε να κρατήσετε ένα βιβλίο του Ελύτη στη βιβλιοθήκη σας, ποιο θα ήταν αυτό, και γιατί;

2. Ποια από τις ιδέες και τις αντιλήψεις περί ποίησης του Ελύτη σας ενδιαφέρει ή/και σας συγκινεί περισσότερο;

3. Τι σας βοηθά, από το έργο του, στο δικό σας έργο ως ποιητ(ρι)ών;

Βασίλης Αμανατίδης

Πάλι για τον Ελύτη

Δυσκολεύομαι να μιλήσω για έναν «πατέρα» που – έστω χωρίς να το ξέρει – με μεγάλωσε, μου έδειξε τον κόσμο (του), τον θαύμασα εξαντλητικά, αλλά ο ίδιος μου ο θαυμασμός κάποτε με εξάντλησε, αποστάτησα, τον αρνήθηκα, μα ούτε καν συμβολικά δεν επιχείρησα ποτέ να τον «σκοτώσω», είτε γιατί – θύμα ο ίδιος της γοητείας του – ο «πατέρας» αυτός δεν μου έμαθε να βρίσκω μόνος μου «τροφή» είτε πάλι γιατί – θύμα της γοητείας του εγώ – δεν διανοήθηκα ποτέ ούτε πως θέλω ούτε πως είμαι ικανός να πληγώσω αυτόν τον άτρωτο.

Νομίζω πως το πρόβλημα με τον Ελύτη – μα και με τους περισσότερους σπουδαίους της γενιάς του – είναι λοιπόν αυτό, το παραπάνω. Και είναι πρόβλημα, γιατί η ευθύνη δεν γίνεται να είναι μόνο δική μας, των «ανενεργών» τέκνων, αλλά και δική τους, των γονέων – αυτοδιορισμένων μάγων.

Ετσι, κρατώ από τον Ελύτη κυρίως αυτό που με ταλαιπωρεί, γιατί δεν το διαθέτω στην αφθονία και στην ποιότητα που ο ίδιος και η εποχή του το διέθεταν: τη μυθοποιητική, μυθογόνο, διαρκώς επανορθωτική και ενοποιητική του διάθεση. Τη φυσική του ροπή να συνενώσει σε ενιαίο όλον αυτό που σήμερα μοιάζει σε μας ασύνδετο ρημαδιό και σκορποχώρι. Και επομένως, την αδυναμία του να έχει δει εκείνο που εμείς συνεχώς βλέπουμε στον κόσμο: ρήξεις και ασυνέχειες. Συχνά του το προσάπτω αυτό, μα και τον κρυφοζηλεύω για την τόση σιγουριά του. Και πού και πού μεταγγίζω ακόμη από το φωτεινό του κοίτασμα υλικά που σε εμάς είναι εν ανεπαρκεία.

Ο Ελύτης στόχευσε σε ένα ενιαίο αλλά πολυπρισματικό Κοσμοείδωλο, μέσα από την αντίληψη της ποίησης ως συναισθησιακής εμπειρίας και αμετάδοτου χρησμού. Με ποιον ακριβώς τρόπο όμως να λειτουργήσει μέσα μου σήμερα η μοντερνιστικά ελληνοκεντρική ουτοπία του Ελύτη – αλλά και του μεγαλύτερου τμήματος της γενιάς του 1930; Πώς να αντιμετωπίσω, φέρ’ ειπείν, την αίσθηση πως ο Vermeer, αλλά και π.χ. ο Braque, είναι για τον Ελύτη «ελληνικοί», επειδή διέπονται από καθαρότητα, σαφήνεια, αυστηρότητα («αφανή γεωμετρία», αλλά και «αίσθημα θεϊκής τάξης και θεϊκού μυστηρίου»); Πώς να μη με αποξενώσει αυτή η διαισθητική αποφασιστικότητα, που κινείται μεταξύ αντιφατικότητας και ξεροκεφαλιάς, μα και πώς να μη με συγκινήσει η αμετανόητη πίστη σε μια κάποια ουσία (ή έστω στη φαντασίωσή της);

Μα ωστόσο, από την άλλη… Γιατί να μην επιλέξουμε να δούμε σήμερα, σε αυτό το – με εύθρυπτα νήματα ενοποιημένο, μα στην ουσία κατακερματισμένο – «Φανταστικό Μουσείο», μια σχεδόν μεταμοντερνικότητα: ένα ευφάνταστο τσιμπολόγημα ιδεών, φιλοσοφικών συστημάτων, τρόπων οράσεως, έργων και δημιουργών από πλείστες στοιβάδες της ιστορίας των στυλ, ανά τις εποχές; Με τα λόγια του ίδιου (απ’ το «Εν λευκώ»): «Αυτό που ονομάζουμε «ποιητική αλήθεια» είναι αυτοδύναμο. Εκδηλώνεται το ίδιο αποτελεσματικά στα χαρακτικά των σπηλαίων ή στα ξόρκια των αγρίων, στις κραυγές των μπήτνικς ή στις ταινίες του Fellini». Kαι: «Μορφές όπως του Πλωτίνου, του Ρωμανού του Μελωδού, του Fra Angelico, του Blake, του Vermeer, του Hölderlin, του Novalis, του Mozart, του Rimbaud, του Shelley, του Θεόφιλου, του Παπαδιαμάντη, διαφορετικές στο έπακρο, μ’ ελκύσανε ανέκαθεν – ανεξάρτητα εντελώς από τη ζωή τους – γι’ αυτό το λευκό σημάδι, που διασώζουνε στο έργο τους, τη λάμψη που έφερναν είτε με τρόπο ήπιο είτε με αγριότητα».

Παρομοίως, η ποίηση του Ελύτη δεν είναι ευτυχώς ποτέ μόνο ένα πράγμα. Είναι πολύπλευρη, συχνά αναπάντεχη. Ετσι, συχνά παραβλέπεται η βαθιά καταγωγή της από τη μεταρομαντική και συμβολιστική αισθητική, αλλά και η εξής κεντρική – κατά τη γνώμη μου, ευεργετική για την επιβίωση του έργου του – αντίφαση: ο απεριόριστα γλωσσοπλαστικός Ελύτης εννοούσε έως τέλους να θεωρεί τη γλώσσα ατελή έναντι της Εικόνας και των οπτικών δυνατοτήτων της φαντασίας και του ασυνειδήτου, αλλά και να αγωνίζεται να μορφοποιήσει το μη λεκτικό («λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει»). Πώς να μην κρατήσω αυτή την υψηλή ακροβασία του σαν οδηγό;

Οσο για τη βιβλιοθήκη μου, μέσα της κυρίως κρατώ εξαρχής «Τα ελεγεία της οξώπετρας», δηλαδή το ελυτικό όψιμο σκοτάδι, που εκ των υστέρων φωτίζει διαφορετικά το all time classic αιγαιοπελαγίτικό του φως. Εκεί, στο γνωστό ποίημα «Ρήμα το Σκοτεινόν», ο Ελύτης αναζητά να συνθέσει ένα ρήμα που μέχρι τώρα δεν υπάρχει: «Ετσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να μεγεθύνω τα όμικρον / Ενα ρήμα τώρα μηχανεύομαι όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του / Ενα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω / Κάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά έως ότου / Η άλλη σου φανεί. Ενα ρήμα μ’ ελάχιστα φωνήεντα και / Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάπα ή θήτα ή ταυ / Αγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Αδη […]».

Ωσπου: «Εδώ βαρειά μουσική ας ακούγεται. Κι ανάλαφρα τα όρη ας / Μετατοπίζονται. Ωρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω: / κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω / Εμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα […]».

Μέσα σε αυτήν τη φαντασμαγορία του Τέλους, με τη σκοτεινή «συμφωνικότητα» των πολλών συμφώνων, μέσα σε εκείνο το σχεδόν οπτικοποιήσιμο σύμπλεγμα του «ρκυθ» στο κέντρο του τρομακτικού ανύπαρκτου ρήματος, νιώθω να συναντώ επιτέλους καλύτερα τον Ελύτη: στη μαύρη τρύπα που απορροφά κάθε επιβαρυμένο σημαινόμενο, στη «μεταγλωσσικότητα» του αλφάβητου, στο θρίλερ της κοινής μας καταγωγής. Στις οριστικότητες τέτοιων αναλαμπών, μπορώ κάπως να ελπίζω πως δεν μας ενώνει μόνο μια ουτοπία και πως αυτό το «τέλος» μπορεί να γίνει – κατά παράδοξο τρόπο – κοινή μας αρχή.

g

Ορφέας Απέργης

Οδυσσέα Ελύτη δισταγμός

και δέος1

«Στο σπίτι μου, οδός Ιθάκης 31 [Κυψέλη], στην κάμαρά μου, που μοιάζει εγκαταλειμμένη από καιρό… Σκόνη παντού, στις γωνιές αράχνες, ακαταστασία, […] στέκομαι μπροστά στο κρεβάτι μου κι έχω το συναίσθημα -που μεγαλώνει ολοένα και γίνεται αγωνία- ότι πρέπει να ντυθώ γρήγορα γιατί έφτασαν οι «άλλοι». Οι «άλλοι» είναι πέντε-έξι άνθρωποι -ανάμεσα σ’ αυτούς κι ένας αδερφός μου- που προβάλλουν κάθε τόσο το κεφάλι τους από τη μισάνοιχτη πόρτα κι εξετάζουν ερευνητικά το δωμάτιο, σα να το πρωτοβλέπουν. Είναι ένα είδος επιτροπής, που τη φοβάμαι, μολονότι δε δείχνει ούτε ανυπομονησία ούτε κακές διαθέσεις. Εκείνο που δείχνει, και το θεωρώ απαράδεχτο, είναι μια έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπό μου. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν, κατά βάθος, καμιάν εκτίμηση στις ικανότητές μου. Θέλουν να με κηδεμονεύουν, ποιος ξέρει, μπορεί μεθαύριο να με υποβάλουν και σε εξετάσεις!».

Η επιτροπή είμαστε εμείς και χτυπάμε, χρόνια τώρα, την πόρτα της κυψέλης του Ελύτη. Είμαστε «οι άλλοι» που αδιάκριτα αλλά πάντοτε ερευνητικά χώνουμε το κεφάλι μας, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, μες απ’ το άνοιγμα της μισάνοιχτης πόρτας και πολεμάμε να δούμε τι περιέχει το μέσα του δωμάτιο. Είμαστε ανυπόμονοι, κάποιοι και με κακές διαθέσεις, καθώς μας χαλάει τη διάθεση και την καλή μας προαίρεση ο διαγκωνισμός μας στο χολ, όπου όλοι συνωθούνται και σπρώχνονται, ποιος ή ποια θα πρωτοϊδεί.

Η επιτροπή είμαστε εμείς που ήρθαμε μετά. Οι μετα-ποιητές, όταν πια η γοητεία είχε χαθεί. Κι αυτό που ονειρεύτηκε και κατέγραψε ο νεαρός Οδυσσέας για να το πρωτοδημοσιεύσει χρόνια αργότερα, ως μέρος των «Ονείρων» στ’ «Ανοιχτά χαρτιά» του (Σεπτέμβριος 1974), κατά ένα περίεργο καθ’ ότι σημαδιακό τρόπο κοίταζε πιο πολύ μπροστά παρά πίσω. Κι αν πίσω ήταν η παιδική ηλικία της νεώτερης ποίησης, με τους ενθουσιώδεις μοντερνισμούς και τις εκκωφαντικές πρωτοπορίες της, αν πίσω ήταν η ανέφελη αφέλεια που ήταν όμως και βαθιά σαν το βλέμμα ενός παιδιού στα χρόνια της αθωότητάς του -η αφέλεια της καθαρής ποίησης- τότε μπροστά ήτανε οι σκληρές δεκαετίες, οι δεκαετίες μετά, όταν η ποίηση ελαττώθηκε και σχεδόν μας απόλειψε. Το ένιωθε και στα ποιήματά του την ίδια περίπου εποχή ο πιο ώριμος πλέον Ελύτης, «…τώρα […] που πια κανένας δεν πενθεί τ’ αηδόνια κι όλοι γράφουν ποιήματα» («Το Φωτόδεντρο», 1971).

Και το έργο μας ως μεταποιητών ήτανε, στα χρόνια που ήρθανε, η βρώμικη ποίηση, η ποίηση που συγχρονίζεται όχι με το ελυτικό άχρονο αλλά με το χρόνιο. Γίναμε ποιητικά σύγχρονοι με το χρόνιο, με την επίμονη πληγή και τα τρία κακά της μοίρας μας, όπως το οσμιζότανε και ο γηραιός πια Οδυσσέας που είχε καταλάβει οι Ιθάκες τι σημαίνουν, μονολογώντας «Εκ του πλησίον» (μετά θάνατον, το 1998) «Ευοί ο διάττων άνθρωπος ευάν ο νιόνυμφος της Μοίρας».

Μ’ αρέσει η βρώμικη ποίηση, η ποίηση που κυλιέται στα βαλτόνερα ψάχνοντας για βαλτογλάρονα, και σολωμικά στρειδόφλουντζα και σαλιγκοκαύκια. Είμαι παιδί της και χαίρομαι να πετροβολάω τον Ελύτη ως πατέρα που επέμενε να μιλάει «στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας», όπως όταν παραλάμβανε το μεγάλο βραβείο στη Βασιλική Ακαδημία της Στοκχόλμης – που επέμενε να μιλάει για την Ομορφιά ως «τη μόνη ίσως οδό προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει». Ποιος μπορεί ν’ αντιμιλήσει στις υψηλές πτήσεις της καθαρής ποίησης του Ελύτη, που μπόλιασε τον υψηλό τόνο του οραματικού ρομαντισμού του Χέλντερλιν και της πιο νηφάλιας αλλά εξίσου υψηλής poésie pure του Βαλερί με τον διαρκή μορφικό πειραματισμό (ακολουθώντας εδώ τον Πικάσο, που τόσο θαύμαζε) και την εκρηκτική φαντασία και τη γλωσσική ελευθεριότητα (ου μην και αθυρογλωσσία) του Υπερρεαλισμού; Ποιος και πώς μπορεί ν’ αντιμιλήσει, και στο όνομα ποιας εξεταστικής κι αδιάκριτης επιτροπής που του χτυπάει την πόρτα – αυτή και όχι κάποιος «μικρός βοριάς» του Αιγαίου;

Ο τρόπος που αισθάνομαι ότι μπορώ ν’ αντιμιλήσω είναι ο τρόπος του dürftiger Zeit, ο τρόπος «του μικρόψυχου καιρού», στον οποίο «τι χρειάζονται οι ποιητές;», όπως μεταφράζει τον Χέλντερλιν ο Σεφέρης (Ημερολόγιο Καταστρώματος Α’) και τον αναπαράγει στην ομιλία της Στοκχόλμης και ο Ελύτης, χωρίς, όμως, να παρακολουθεί τον τρόπο αυτόν, χωρίς να ψηλαφίζει τα σημάδια του. Είμαστε εμείς οι μεταποιητές παιδιά πενιχρών, ανεπαρκών, γλίσχρων, λιγοστών, άπορων καιρών και άρα όπλο μας είναι αυτή ακριβώς η απορία, η έλλειψη πόρων – η Ελλειψη. Οπότε εκεί που ο Ελύτης αντιπροσωπεύει και μετονομάζει τη βεβαιότητα και την πλησμονή, όπου «η συνείδηση καθαίρεται και πληρούται με φως» και «τα μελανά σημεία υποχωρούν και σβήνουν», ώστε η Ποίηση (sic, με κεφαλαίο Π) να «μας επιτρέπει αυτή την αναπνοή της αθανασίας» – εκεί ακριβώς όπου «αυτό που σε καθιστά ανίσχυρο δεν είναι για να το τραγουδήσεις», εκεί όπου η Ποίηση υψώνεται με τα ελυτικά φτερά της, διδάσκοντας τα «άξια εστί», εκεί έρχομαι ως μεταποιητής να της κόψω τα φτερά αυτά, δηλαδή να παρατηρήσω και να καταγράψω με, ει δυνατόν, εξονυχιστικά ανατομική ακρίβεια, πώς τα φτερά ξεκολλήσανε από την υψηλή πτήση και πώς και πόσο γρήγορα ο άνθρωπος πέφτει, χωρίς σταματημό, ως κάποια συντριβή. Και η συντριβή αυτή δεν είναι παρά η τριβή με τον «αιώνιο νεκρό» του ανθρώπου, η πλήρης και αμείλικτη αίσθηση της τραγικής ειρωνείας του «νιόνυμφου της Μοίρας», όπως την αισθάνθηκε μεγαλώνοντας και ο Ελύτης. Αλλά είναι και το bathos, η ξαφνική πτώση από το υψηλό στο γελοίο – η πτώση που γεννάει το χιούμορ, αυτό που τόσο λείπει από τις υψηλές πτήσεις του Οδυσσέα.

Εχει πολλούς ποιητικούς τρόπους να τραγωδηθεί και να τραγουδηθεί η καταστατική αυτή μας Ελλειψη, πιο έντονη τώρα που έχουμε θεοποιήσει την πληρότητα. Η έλλειψη πόρων είναι έλλειψη μεταφυσική και άρα η απορία αυτή, ως μεταφυσική, δεν πάσχει από ένδεια εκφραστικών τρόπων, μέσων, ρητορικής. Νομίζω ότι ανήκουμε τώρα, και για πολύ χρόνο ακόμα θα ανήκουμε, στη μομφή ως ποιητική μορφή – τη μομφή του Καβάφη, του Σεφέρη, του Αναγνωστάκη. Αλλά η μομφή η δική μας θα μπορεί να είναι πάντα κι ετερογλωσσικό, πλούσιο, πολυφωνικό πανηγύρι όπως μια κηδεία στη Νέα Ορλεάνη που πάντα βγάζει γλώσσα του Χάρου – παραμένοντας βέβαια πάντα του Χάρου.

Πάντα θα με συγκινεί το υπερβατικό αλλά και τρυφερό Φωτόδεντρο του Ελύτη, παραφυάδα απ’ το «μεγάλο» σολωμικό «πολυκάντηλο», «το ψηλό δέντρ’ ολόκληρο [που] ηχολογά κι αστράφτει  / μ’ όλους της τέχνης τους ηχούς, με τ’ ουρανού τα φώτα». Κι εκεί μέσα ιδιαίτερα οι «intimations of mortality» (οι φανερώσεις της μη αθανασίας) που τον στοιχειώνουν καθώς μεγαληγορεί, ας πούμε στο μεταφυσικό του «Παλίντροπον»: «Αλλά ποιος είναι αυτός που περπατάει στον ήλιο / Μαύρος      όσο το φως πιο δυνατό; Θάρρος: ο άνθρωπος αυτός είναι / ο Κύων που λένε αλλ’ / ο παραλίγο Αρχαλκυών».

Πάντα θα με συγκινεί το μεταφυσικό τάνυσμα του Ελύτη – πώς καταπιάνεται με τη συλλογική μοίρα και τα «μεγάλα θέματα», πώς πιστεύει σχεδόν τυφλά στη σωτήρια μεταφυσική ισχύ της γλώσσας που μας δόθηκε. Και πάντα θα επιλέγω να κάνω -όσο μπορώ- τα στραβά μάτια στην τυφλή πίστη του, όταν αυτή αποθρασύνεται μετατρεπόμενη σε μια ουσιοκρατική πατριδολατρία που με απωθεί: «… στη θέση μας εκείνοι [οι ξένοι, οι Δυτικοί] μπορεί και να ‘χαν εξαφανιστεί για πάντα από το προσκήνιο της ιστορίας», ενώ «ύστερα από μια χιλιετηρίδα ζωής στην περιοχή αυτή [σ.σ. τη δική μας, την Ελλάδα], κι η πιο θολή ξένη γλώσσα [τους] θα ‘βλεπε τις λέξεις της να ξεπλένονται στο φως […] και την ουσία τους να καθαρίζει». Ouch! (τα αποσπάσματα είναι από το δοκίμιο «Πρώτα-πρώτα», που περιλαμβάνεται στα «Ανοιχτά χαρτιά» του 1974).

Πάντα θα με συγκινεί η Πληρότητα του Ελύτη και η πίστη του στην Κατάφαση, αλλά πάντα (ή έστω προς το παρόν – κι αισθάνομαι ότι διαρκεί πολύ αυτό το παρόν) θα την αντιστρατεύομαι, επιστρατεύοντας, ακόμα και «στη ράχη της Σέριφος με τον ήλιο ν’ ανεβαίνει» («Εν λευκώ», 1992), πληθώρα ενεργών κοσμοθεωριών περί την Ελλειψη και την Αντίφαση και την τραγωδία (αλλά και την κωμωδία) της Πίστης. Και μαζί, επιστρατεύοντας όλη εκείνη την τόλμη της ποιητικής μορφής, τον διαρκή μορφικό πειραματισμό που ο υπερρεαλιστικός του εαυτός μού δίδαξε.

«Τρέχω κι ανοίγω την πόρτα. Η Επιτροπή είναι πάντα εκεί, μόνο που έχει πληθύνει, πρόκειται πια για ένα σωστό συλλαλητήριο από χιλιάδες ανθρώπους που με κοιτάζουν απειλητικά και σηκώνουν ταμπέλες με μεγάλα κεφαλαία γράμματα: LA RIVE EST FLEURIE [Η όχθη είν’ ανθισμένη]». Κάπως έτσι τελειώνει το όνειρο του Ελύτη. Ας συμπληρώσουμε κατά βούληση τις ταμπέλες που κρατάμε, εμείς οι χιλιάδες μεταποιητικοί, κομματιασμένοι, κατάκοποι άνθρωποι. Η δικιά μου λέει «La rive est où? [Η όχθη, πού είναι;]». Μένω στην Κυψέλη, οδός Ιθάκης 29.

1. Βλέπε κατ’ αντιστοιχία το ποίημα του Ελύτη «Σολωμού συντριβή και δέος», από τα «Ελεγεία της οξώπετρας», 1991

***

Φοίβη Γιαννίση

Αιγαίο Πέλαγος και Ιαπωνία

«Αυτός ο αγέρας που χαζεύει μες στις κυδωνιές».

Οδυσσέας Ελύτης

«Σιγή-

διαπερνά τον βράχο

του τζίτζικα η φωνή».

Ματσούο Μπασό (μετάφραση Μαρία Αρώνη)

«Τότε όμως η ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση… Για τον ποιητή, η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει είναι οι αισθήσεις».

Οδυσσέας Ελύτης, Ομιλία στην απονομή του Νομπέλ

Τι να ‘ναι η ποιητική στιγμή; Λέω, μία εκδοχή: το έξω, σε μία πνοή όπως ο άνεμος, την ώρα που χτυπάει κατάστηθα ένα σώμα, το διαπερνά και το μεταμορφώνει. Εισπνοή και εκπνοή. Ενα σωματικό φαινόμενο σε λέξεις. Είναι άραγε λοιπόν το αποτέλεσμα της ποίησης, η μεταμορφωτική της δύναμη, μια μίμηση της συγκίνησης; Σίγουρα μπορεί να είναι η μίμηση της ομορφιάς.

Τώρα που τελειώνει το καλοκαίρι γνωρίζουμε καλά στο σώμα μας τι είναι η ενθουσιαστική σωματική ένωση με τον τόπο. Αυτή είναι η ποίηση του Ελύτη, και η περιγραφή της ποιητικής στιγμής προέρχεται από την εμπειρία της δικής μου πρώτης συνάντησης με τη συγκίνηση της ποίησης: τότε στην εφηβεία, όταν πρωτοδιάβασα μαζί με μία επιστήθια φίλη Ελύτη, τον «Ηλιο τον Πρώτο». Ο Ελύτης με ξύπνησε ποιητικά όπως η εφηβεία ξυπνάει ερωτικά. Ηταν για μένα όμως (όπως πιστεύω και για πολλές και πολλούς άλλους που έκλαψαν ίσως όπως εγώ από χαρά όταν του απονεμήθηκε το Νομπέλ) μαζί και ο «Στενός Δρόμος προς τα βάθη του Αιγαίου», για να παραποιήσω με πρόθεση τον τίτλο του βιβλίου του Ιάπωνα Ματσούο Μπασό που μιλάει για το ταξίδι του στον Βορρά της Ιαπωνίας.

«Ω αμάραντο πέλαγο τι ψιθυρίζεις πες μου

Από νωρίς είμαι στο πρωινό σου στόμα»

Εξηγούμαι πάνω σε αυτό, ξεκινώντας από τη διαπίστωση πως ο Ελύτης άνοιξε έναν τρόπο να πάρουμε ενσυνείδητα τον δρόμο της χαράς, άνοιξε την πόρτα να δούμε το Αιγαίο τον 20ό αιώνα. Αν και ολόκληρη η Γενιά του ’30, όπως πολύ σωστά γράφει ο Τζιόβας, εποίησε (ξανά) τον μύθο του Αιγαίου, ο Ελύτης τον αποκάλυψε μέσα από το πρίσμα της ομορφιάς ως σωματικής χαράς και αισθητικής απόλαυσης, φωτίζοντας αυτό που ο ίδιος θεωρούσε αναλλοίωτη ουσία του από την εποχή του Ομήρου, δηλαδή το ζήτημα του ελάχιστου. Μιλώντας για τον Παπαδιαμάντη, έναν δάσκαλό του στην αισθητική συγκίνηση, ο Ελύτης γράφει πως «χωρίς υλικά αγαθά, ο χώρος ο ανθρώπινος ήταν τόσο αδειανός που το θαύμα χωρούσε πιο εύκολα».

Εκεί που η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση, μένει η ασκητική ηδονική ύπαρξη, σε έναν τόπο απογυμνωμένο από υλικά αγαθά, αλλά σε μια παραδειγματική συμβιωτική συνθήκη, εκεί όπου ο σπάρος και ο βράχος και η βάρκα έχουν την ίδια αξία με τον άνθρωπο, εκεί όπου αρκεί ένα φτωχό κελί. Αυτός ο τρόπος ύπαρξης είναι που καθιστά τον Ελύτη επίκαιρο και σήμερα νοηματικά, γιατί ο Ελύτης υπήρξε μάρτυρας μιας εποχής, και τα μαρτύριά του δίνουν ένα άλλο μέτρο συμβίωσης με τον τόπο, που έρχεται από πολύ παλιά.

Γιατί η χαρά να πρέπει να εξοστρακιστεί από την ποίηση; Δεν μπορούμε να είμαστε ενοχικοί με την ομορφιά, δίνει το μέτρο για τη ζωή. Η σημασία της είναι ίσως ακόμα πιο μεγάλη τώρα που το Αιγαίο καταβροχθίζεται από την αναπτυξιακή εκμετάλλευσή του, από περιβαλλοντικά προβλήματα, από την κατανάλωσή του διά του τουρισμού, την ώρα που η συμβιωτική συνθήκη της κατοίκησης και του βίου στα νησιά εξαφανίζεται διά παντός. Στέκομαι στη χαρά του Ελύτη, όπως θα στεκόμουν στην γκρίνια του Σεφέρη με το βάρος πάνω του της ιστορίας και του μύθου, θεωρώντας και τις δύο μέρος της ποιητικής κατασκευής του Αιγαίου, σημαντικές εξίσου. Βιάζομαι όμως να προσθέσω σε αυτή την αστική πατριαρχική γενεαλογική γραμμή, την παράλληλη και εξίσου σημαντική, που χαράσσεται από τη Μάτση Χατζηλαζάρου, με τον ανιμιστικό ερωτισμό της, και τη Μέλπω Αξιώτη, με την αίσθηση της ανθρώπινης τραγικότητας και την ταξική διάστασή της  – χωρίς βραβεύσεις αυτές οι δύο.

«Η πέτρα που ο σκορπιός φοράει κατάσαρκα»

Οσο για το πώς της ελυτικής ποίησης, είναι το πώς για το οποίο γράφει, πάλι στο δοκίμιό του για τον Παπαδιαμάντη:

«Τ’ αμπέλια και τα κύματα, οι άνεμοι και τα πλεούμενα […] δεν χρησιμεύουν σαν απλό φόντο στους ήρωές του. Είναι τα συγκεκριμένα ανάλογα των αισθημάτων του. […] Ακριβώς όπως οι [άνθρωποι] γίνονται κι εκείνοι στα χέρια του άλλες τόσες καθαρές μονάδες που αστράφτουν σαν ασημένια κέρματα και βγάζουν, αν τα χτυπήσεις, τον ίδιον καθαρόν ήχο με τις ανθρώπινες ψυχές».

Φυσικά στοιχεία, άνθρωποι, αισθήματα: Για να δώσω μια αντιστοιχία, θα πάρω το παράδειγμα των ιαπωνικών χάι-κου. Οπως αυτά μεταφέρουν σε μια καθαρή στιγμή την ιαπωνική αίσθηση του τόπου σε τρίστιχες παραδειγματικές στιγμές έκλαμψης, τη σωματική συναισθησία μαζί με το πνευματικό της βάρος στη συν-ύπαρξη κάποιων όντων σε ένα απόλυτα συγκεκριμένο εκεί και τότε, έτσι και ο Ελύτης συλλέγει σχεδόν σε λίστες λέξεων ή μεταφορών με συνειρμική δύναμη, αποσπάσματα της ομορφιάς του αιγαιακού τόπου ως εμπειρία. Και στις δύο περιπτώσεις ο τόπος εννοείται ως φυσικοπολιτισμικός, όχι μόνο γιατί η ποιητική γλώσσα καθεαυτή είναι προσδιορισμένη χωρικά και ιστορικά με όλο της το βάθος, αλλά και γιατί ο τόπος και ο τρόπος να τον δούμε έχουν πλαστεί από την ιστορία.

 

«Τρι και τρι και τρι και τρι.

Τι γλυκιά που είν’ η ζωή.

Τι γλυκιά και τι πικρή.

Τρι και τρι και τρι και τρι».

Ο Ελύτης ήταν τυχερός: μπόρεσε να μεταφέρει το μοναδικό τώρα της εποχής που έγραφε, όταν ήταν ακόμα δυνατή η σύλληψη των αιγαιακών τόπων μέσα στη σχεδόν αδιάσπαστη συνέχεια της ζωής πολλών αιώνων. Παρόλον τούτο, αυτή η δοξαστική του απόδοση θεωρείται από πολλούς σήμερα ευτελής και κατηγορείται για ένα είδος εθνικιστικής ταύτισης του ελληνικού χώρου με τις στερεοτυπικές εικόνες του ΕΟΤ. Μέρος της ευθύνης για αυτές τις αντιλήψεις φέρει πιστεύω η από μέρους του δημιουργία και κυκλοφορία, στα ύστερα χρόνια της ζωής του, εύπεπτων κολλάζ που εικονοποίησαν ευτελώς την ποίησή του, όπως και οι λογής πολιτικές εμπλοκές του (που είναι τόσο προβληματικές όσο οι πολιτικές εμπλοκές του Θεοδωράκη αρκετά χρόνια πλέον). Μπορώ όμως να διαβάσω τον Ελύτη και να ακούσω τον Θεοδωράκη (που ανέδειξε μουσικά σε αριστουργήματα μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα του πρώτου, όπως στον δίσκο «Μικρές Κυκλάδες») ξεχνώντας όλα αυτά και μένοντας στη μουσική των ίδιων των στίχων που πέφτουν λαμπροί σα νομίσματα.

***

Λένια Ζαφειροπούλου

Σκέψεις για έναν απολογητή του φωτός

«Η ομορφιά και το φως», λέει ο Ελύτης στην ομιλία του κατά την απονομή του βραβείου Νομπέλ, «συνέβη να εκληφθούν άκαιρα ή ανώδυνα. Και όμως. Η διεργασία που απαιτείται για να φτάσει κανείς στο σχήμα του Αγγέλου είναι, πιστεύω, πολύ πιο επώδυνη από την άλλη που εκμαιεύει όλων των λογιών τους Δαιμόνους».

Ο ποιητής δεν έχει άδικο. Η δραματουργία της δυτικής τέχνης, η ίδια της η ρίζα και η πηγή βασίζονται συχνά στην αφηγηματική συνθήκη «όλα πήγαιναν καλά μέχρι που…». Πρόκειται για τέχνη δυναμική που εξιστορεί τη διαταραχή μιας ισορροπίας και διαγράφει μια πορεία μέχρι την τέλεια καταστροφή ή την αποκατάσταση της τάξης. Ο Ελύτης φαίνεται να θεωρεί υπερβολικά εύκολη τη δραματουργία που γεννιέται από τη σκιά, την ατέλεια, το κακό. Ποιος όμως μπορεί να καυχηθεί ότι δεν αντλεί από αυτή την πηγή το υλικό για τη δραματουργία του; Και μήπως υπάρχει κάτι νομοτελειακό σε αυτό; Πάντα θυμάμαι με εξέπληττε και ακόμα με εκπλήσσει πόσο πιο εύκολο είναι να παραστήσεις μια αρνητική απ’ ό,τι μια θετική συνθήκη, ένα ψήγμα τραγωδίας απ’ ό,τι ένα ψήγμα χαράς ή θριάμβου. Εύκολα θα φανείς βαθύς και πειστικός στον πόνο. Δύσκολα όμως θα αποτυπώσεις μια χαρά που δεν θα μοιάζει προκατασκευασμένη ή αφελής ή δισδιάστατη. Ισως γιατί η συλλογική μας πολιτιστική συνείδηση, αιώνες τώρα, θεωρεί το κακό πανταχού παρόν, περιπετειώδες και ελκυστικό, ενώ το καλό δυσδιάκριτο, ακύμαντο και συχνά πληκτικό. Πολλοί θα σας πουν ότι βρήκαν συναρπαστική την Κόλαση του Δάντη και ότι εγκατέλειψαν την ανάγνωση στον όχι πλέον ενδιαφέροντα Παράδεισο. Η διεργασία που οδηγεί στο σχήμα του Αγγέλου είναι επώδυνη. Και η επιτυχία της αμφίβολη, θα πρόσθετα εγώ. Η θλίψη και η οδύνη είναι πανανθρώπινες. Η χαρά, παρά τις διαβεβαιώσεις του Σίλερ και του Μπετόβεν, δεν μοιάζει ένα φαΐ εξίσου κατάλληλο για μοιρασιά. Επιπλέον, όσο έντονο κι αν είναι το πρώτο της λεπτό, η χαρά ξεθωριάζει γρήγορα και η ουσία της ανακαλείται και ανασυντίθεται δύσκολα. Το αποτέλεσμα συχνά είναι ότι αν μπεις στη διαδικασία της αναπαράστασης και ανασύνθεσής της, προκειμένου να αναπληρώσεις τη χαμένη διάρκεια και τη χαμένη ισχύ της, εύκολα πέφτεις στην παγίδα να την εξιδανικεύσεις και το χειρότερο να τη διακοσμήσεις. Αισθάνομαι ότι η τέχνη του Ελύτη έχει τη χαρά και το φως ως πρόγραμμα. Και αυτό κάνει τον ποιητή να υπερχρησιμοποιεί διακοσμητικά σχήματα, σκοπεύοντας να πλάσει ένα διαρκές, ακέραιο σύμπαν από κάτι που στην πραγματικότητα το ζούμε όλοι ως φευγαλέα θραύσματα.

«Βέβαια» συνεχίζει ο ποιητής την ομιλία του, «υπάρχει το αίνιγμα. Βέβαια υπάρχει το μυστήριο. Αλλά το μυστήριο δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιχνίδια της σκιάς και του σκότους για να μας εντυπωσιάσει απλώς. Είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως».

Ενδιαφέρουσα αυτή η ιδέα από οντολογική άποψη. Είναι βέβαια λίγο άδικο να κατηγορούνται οι καλοί σκηνοθέτες του σκότους για εντυπωσιασμό, ο Χόφμαν ή ο Πόου, ο Μποντλέρ, ο Βάγκνερ, ο Ντοστογέφσκι ή ο Τόμας Μαν. Η θανατερή τέχνη είναι μια ενήλικη εκδοχή ενός παιδικού παιχνιδιού: να πέφτεις κάτω και να παίζεις τον νεκρό ξέροντας ότι μπορείς να αναστηθείς όποτε θέλεις. Και ύστερα ποιος έχει εμπειρία απόλυτου φωτός μέσα στη ροή του χρόνου; Η φωτοσκίαση πιστεύω χρειάζεται όχι τόσο γιατί το μυστήριο βρίσκεται στο σκότος. Το μυστήριο είναι η ίδια η μελαγχολική φύση της ζωής που ενώ τάχα αποσκοπεί στο φως και στη χαρά, περνά τελικά τον λιγότερο χρόνο της μέσα σε αυτά. Η τέχνη του σκότους, λέει ο Ελύτης, είναι σκηνοθεσία. Η τέχνη του απόλυτου φωτός δεν θα χρειαστεί άραγε θεατρικούς προβολείς για να φωτίσει απ’ όλες τις πλευρές τα αντικείμενά της και να απαλείψει τις σκιές του τρισδιάστατου κόσμου;

Ο Ελύτης συνεχίζει: «Από τον Ηράκλειτο έως τον Πλάτωνα και από τον Πλάτωνα έως τον Ιησού διακρίνουμε αυτό το δέσιμο που φτάνει κάτω από διάφορες μορφές ως τις ημέρες μας και που μας λέει περίπου το ίδιο: ότι εντός του κόσμου τούτου εμπεριέχεται και με τα στοιχεία του κόσμου τούτου ανασυντίθεται ο άλλος κόσμος, ο «πέραν», η δεύτερη πραγματικότητα η υπερτοποθετημένη επάνω σ’ αυτήν όπου παρά φύσιν ζούμε. Είναι μια πραγματικότητα που τη δικαιούμαστε και που από δική μας ανικανότητα δεν αξιωνόμαστε».

Αυτές οι φράσεις μού φέρνουν στον νου τον Σαίξπηρ που στα σονέτα του ψάχνει πικρά αντίδοτα για να μην μπουκώσει και λιγώσει από την υπερβολική ηδονή ή λέει πως την ευτυχία πρέπει να τη γεύεσαι σπάνια: όσο σπάνιες είναι οι μέρες γιορτής μέσα στον χρόνο. Δεν θέλω με αυτό να δηλώσω θιασώτης του δυϊσμού, να πω ότι ο άνθρωπος δεν έχει τρόπο να γευθεί και να εκτιμήσει το καλό παρά με εμπειρία του αντιθέτου. Με ελκύει και εμένα η ανατολικοχριστιανική άποψη ότι το κακό στον κόσμο είναι παρά φύσιν· ότι τα υλικά για το χτίσιμο της Εδέμ βρίσκονται γύρω μας. Αν όμως αισθάνομαι σωστά τούτη την ιδέα, τότε θα ευχόμουν η ποίηση του Ελύτη να ήταν φτιαγμένη από λιγότερο πολυτελή και ουτοπικά υλικά. Βαριά από σύμβολα, κάλλος και συλλογικούς συνειρμούς, τα υλικά αυτά μου κλείνουν υπερβολικά συχνά το μάτι και δεν με μπάζουν σε έναν εκ του μηδενός δημιουργημένο κόσμο. Αν η τέχνη του Ελύτη ήταν κήπος, σκέφτομαι, θα ήταν κήπος γαλλικός: με άπλετο φως, ελεγχόμενα σχήματα, αγάλματα, παιχνίδια του νερού, όπως λένε οι Γάλλοι και ηδονικούς λαβυρίνθους. Είναι θέμα γούστου, αλλά εγώ προτιμώ τους κήπους αγγλικού τύπου: με ψηλά δέντρα, αμφιθυμία, λίγη ατημελησία, μπόλικη λάσπη και την πιθανότητα να συναντήσω και κανένα αγρίμι μες στους θάμνους.

***

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Το ανεπίδοτο μήνυμα

Το περατωμένο, αναγνωρισμένο και σχολιασμένο έργο ενός βραβευμένου με Νομπέλ εθνικού ποιητή μπορεί να μοιάζει για πολλούς με έναν λαμπερό πύργο που οφείλεις λαχανιάζοντας να ανέβεις για να ατενίσεις από ψηλά το μεγαλείο του. Προτείνω να το δούμε και να το διασχίσουμε σαν μία μήτρα, να σκάψουμε και να ανακατέψουμε τα υλικά του όχι στην τελική τους μορφή αλλά στην πρωτογενή τους κατάσταση, να αφουγκραστούμε κάτι από τη δόνηση του ασυντέλεστου ακόμη ποιήματος, να βυθιστούμε στον ρυθμό του με τη φυσικότητα της γέννησης όχι σε έναν γνώριμο κόσμο αλλά σε έναν κόσμο καθ’ οδόν. Οπως λέει ο Ελύτης «αναζητώντας εκεί όχι έναν δάσκαλο, αλλά έναν συνένοχο στην αθωότητά μας».

Σε αυτό το πολύ σύντομο σημείωμα προτείνω τρία σημεία εισόδου στην ποίηση του Ελύτη και ας μην ξεχνάμε πως κάθε είσοδος είναι και έξοδος, κάθε άφιξη είναι αναχώρηση. Μέσα στο κείμενο υπάρχει ο πατέρας αλλά και η κόρη. Αυτόν τον πατέρα για να τον συναντήσω θα πρέπει πρώτα να τον αποχωριστώ.

Το πρώτο σημείο εισόδου το ονομάζω βεβήλωση και ως βεβήλωση εννοώ, παρόλο που είναι σχήμα οξύμωρο, μια διαδικασία αποκάθαρσης. Η διαμεσολάβηση, ο εκτεταμένος σχολιασμός, τα ποικίλα στερεότυπα που στενεύουν σκόπιμα ή ακούσια τον πολύπλευρο, σύνθετο κόσμο του ποιητή, δημιουργούν αδιαφανή φίλτρα στην πρόσληψη του έργου, ενώ ταυτόχρονα ορίζουν χιλιοπατημένες διαδρομές. Οποτε διαβάζουμε ποιήματα ως αναγνώστες ή ποιητές αναδιαμορφώνουμε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του ποιήματος. Είναι ανάγκη να δούμε τα έργα των προγόνων μας στο φως της δικής μας εποχής χωρίς προκαταλήψεις, έτσι τουλάχιστον κρατάμε την ελπίδα της συνέχειας μέσα στη γλώσσα μας.

«Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει» αυτή είναι η πρώτη μεταφορά που θυμάμαι στη ζωή μου. Πρώτη φορά κατάλαβα πως οι λέξεις μπορούν να κάνουν το σώμα να σπαρταρίσει με την ανάγνωση. Αυτό το ρίγος της ποιητικής γλώσσας του Ελύτη είναι το δεύτερο σημείο. Ο ριζοσπαστικός μοντερνισμός του Ελύτη δομείται πάνω στην άρθρωση μιας προσωπικής θρησκείας των αισθήσεων, οικοδομεί ένα σύμπαν όπου το σύστημα των μεταφορών του, δηλαδή της διαχείρισης του γλωσσικού υλικού, είτε αυτό αφορά τις μεγάλες συνθέσεις είτε τα αυτόνομα ποιήματά του, θέτει σε λειτουργία έναν λυρικό επαναστατικό μηχανισμό. Η πολυσυζητημένη υλικότητα του Ελύτη μας λέει αυτό ακριβώς: ότι δηλαδή η ύλη μολύνει την ποίηση αλλά και η ποίηση μολύνει την ύλη με τη μεταμορφωτική της ιδιότητα. Ο Ελύτης που εγώ αγαπώ, κρατάει μέσα στο εκτυφλωτικό του φως το χέρι του θανάτου γιατί ξέρει πως ο θάνατος γεννάει τη μοναδικότητα. Δεν υπάρχει κάποια αισιοδοξία στον Ελύτη αλλά μια ειδικού τύπου γλωσσική προσήλωση που επιμένει με χίλιους τρόπους να μιλήσει για την άρρητη  εμπειρία. Η γλωσσική μέθοδος του Ελύτη αντλεί με μια πρωτόφαντη οίηση από ποικίλες περιοχές της ελληνικής γλώσσας, φέρνει τη διαφάνεια στα γεωλογικά στρώματα της γλώσσας, διαυγάζει το χώμα για να μας προσφέρει μια βουτιά ολόσωμη χωρίς αναστολές, με πίστη, φαντασία και τόλμη. Το κράμα που προκύπτει είναι η μοναδικότητα του Ελύτη, τα συστατικά όμως πιστεύω πως μπορούν να είναι πολύτιμα αφού αποτελούν την ποιητική ταξινόμηση ενός σύνθετου γλωσσικού υλικού, προς πάσα χρήση.

Η πολυμορφία και η πειραματική διάσταση του έργου του που δεν σταμάτησε ποτέ να εξελίσσεται και να μεταλλάσσεται είναι μια ακόμα σημαντική παράμετρος για τη δημιουργική σύγχρονη πρόσληψή του. Δεν επαναπαύθηκε ποτέ. Ακόμα και ως υπέργηρος έσπρωξε την ποιητική του σε νέους χώρους και εκφραστικά μέσα, απαγκιστρώθηκε από οικεία σχήματα, ανασκευάζοντας ακόμη και το ιδεολογικό πεδίο του. Πειραματίστηκε με τη μορφή, περνώντας από τον έμμετρο στον πεζόμορφο ρυθμό, από τον μονόλογο στον δραματοποιημένο διάλογο, από το σύντομο λυρικό ποίημα στη μεγάλη σύνθεση. Δοκιμάστηκε αποτολμώντας μια σειρά συνθετικών έργων. Οποια κι αν είναι η σχέση μας και η αποτίμηση που κάνουμε σήμερα, κυρίως στο ιδεολόγημα που αυτά τα έργα συστηματοποιούν, αποτελούν παράδειγμα αρχιτεκτονικής οργάνωσης του ποιητικού υλικού.

Η ποίηση δεν μας ζητάει να είμαστε καλοί μαθητές, αλλά να είμαστε σε ετοιμότητα, ανοίγει χώρο μέσα στην πραγματικότητα, συγχρονίζει το παρελθόν με το παρόν. Οποιος περιμένει ένα μήνυμα δεν θα το λάβει ποτέ. Το έργο δεν μπορεί να μας το δώσει αν δεν έχουμε επιχειρήσει, με ρίσκο, τη δική μας διαδρομή. Κάθε ποιητής αλλά και αναγνώστης της ποίησης ξέρει ότι η αμφιβολία είναι το στοίχημα που βάζει το έργο, η άρση των βεβαιοτήτων και των καθιερωμένων ερμηνειών είναι η αφετηρία για τη σκέψη και ο όρος για τη δημιουργία, αλλά και για τη συμμετοχή σε αυτήν.

***

Παναγιώτης Ιωαννίδης

Εικονοπλασία δίχως φραγμούς

Διατρέχω πάλι το σύνολο του ποιητικού έργου του Οδυσσέα Ελύτη, διαβασμένου κάμποσες φορές μέσα στα χρόνια. Η νέα επανεπίσκεψη δεν ανατρέπει τη σαφή μου προτίμηση σε τρία βιβλία ως σύνολα: Εξι και μία τύψεις για τον ουρανό (1960), Το μονόγραμμα (1971), Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (1984). Μα αν είναι να κρατήσω ένα, διαλέγω, χωρίς δισταγμό, το τρίτο. Σε αυτό εξόχως, συναντώ τον Ελύτη ώριμο και γυμνό ποιητή: αυτές είναι οι δύο προϋποθέσεις για τη δημιουργία μείζονος έργου, και όχι οι προθέσεις του, η πρόσληψή του, ή οι ιδεολογικές χρήσεις του. (Σπεύδω σε αυτή την επισήμανση για να προλάβω την πιθανή έκπληξη για τα τρία αυτά έργα, που επιπόλαια κάποιοι θα ονόμαζαν «ελάσσονα».) Στο Ημερολόγιο, ο Ελύτης έχει απομακρυνθεί, αφενός, από «Αιγαία», «ήλιους», «μεταφυσικές του φωτός», και άλλα σχήματα που έγιναν γραφικά και ήσαν εξαρχής περισσότερο ιδεολογήματα «φορεμένα από πάνω», παρά ανακαλύψεις που συνέβαιναν διά, και εντός της ποίησης· περισσότερο προαποφασισμένες στάσεις, παρά θέσεις εξαγόμενες από το ποίημα. Είναι, δηλαδή, εδώ, ώριμος ποιητής, στην ακμή του. Αφετέρου, το ποιητικό εγώ (το «εγώ» που συναντάμε μέσα στο ποίημα) δεν προφητεύει πια ούτε θριαμβολογεί, δεν οικτίρει ούτε αυτο-οικτίρεται (κ.ο.κ.) με στόχο να δικαιώσει το συγγραφικό εγώ – δηλαδή ο ποιητής, έχοντας «απεκδυθεί» το άτομό του, έχει μείνει «γυμνός».

Ετσι, το Ημερολόγιο συγκεντρώνει, αρτιώνει και αναδεικνύει και τις τρεις κύριες αρετές που συναντάμε διάσπαρτες, αραιότερες, ή λιγότερο κατορθωμένες, σε όλα τα ποιητικά βιβλία του Ελύτη. Την ασύλληπτης ελευθερίας εικονοπλασία (που, μεταξύ των άλλων, χώνεψε και «εξημέρωσε» θαυμαστά στην ελληνική ποίηση τις κατακτήσεις του υπερρεαλισμού)· την ακρίβεια μιας γλώσσας που δεν διστάζει να χρησιμοποιεί λέξεις οιασδήποτε προέλευσης (εδώ, χωρίς ακρότητες)· την ιδιοφυή χρήση της δομής στο ποιητικό έργο. Η δομή εδώ είναι εμπνευσμένα απλή: το ημερολόγιο ενός μηνός (συν μιας εβδομάδας από τον επόμενο), με «καταχωρήσεις» σε πεζό ή στίχους, κάποτε παραπάνω από μία ανά ημέρα, και όχι κατ’ ανάγκην κάθε μέρα. Ετσι, σε αντίθεση με το Αξιον εστί, φερειπείν, τη Μαρία Νεφέλη, ή τον Μικρό ναυτίλο, η δομή δεν αποτελεί ανοίκεια κατασκευή· το σχέδιό της δεν προβάλλεται εις βάρος του περιεχομένου· και δεν φαίνονται οι «ραφές». (Φυσικά, ακόμα και μια «ανοίκεια κατασκευή» μπορεί να «νομιμοποιηθεί», εφόσον καταφέρει να συνδέσει οργανικά, και όχι «εξωτερικά», τα υλικά της, και εφόσον υπηρετηθεί από αυτά – πράγμα που δεν βρίσκω να συμβαίνει ολοκληρωτικά στα τρία μόλις αναφερθέντα έργα, τα οποία επιπλέουν υποφέρουν από τις αδυναμίες που ήδη υπαινίχθηκα).

Η εναρκτήρια φράση του βιβλίου δίνει και τον τόνο του: Ολοένα τ’ άλογα μασούν λευκά σεντόνια κι ολοένα εισχωρούν θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή. Μοιάζει σαν σύνθεση ενυπνίων (συχνά εφιαλτικών ή πάντως ανησυχαστικών) και λογισμών θανάτου. Διαβάζουμε στην «Μ. Τετάρτη, 2»: Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σαν να ‘ταν αιώνιοι. Ομως το μέσα μέρος του Υπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει // Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός // Και τώρα μαύρος αιώνας. Επανέρχεται συχνά η μητρική μορφή: της νεκρής μητέρας, της Παναγίας, πιθανώς και της γης ως Μητέρας (μια κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα). Τα Πάθη και η Ανάσταση που ο μήνας περιέχει, ορίζουν όσα συμβαίνουν: η άνοιξη δεν είναι παρά χορός για, και προς τον Αδη («Παρασκευή, 1 Μ»). Το χρώμα είναι, σπάνια για τον Ελύτη, «μαύρο», ανυπόκριτα μα και χωρίς αυτολύπηση∙ το συνολικό αίσθημα είναι αποδοχής και κατάφασης του θανάτου, τόσο του προηγηθέντος των αγαπημένων προσώπων, όσο και του επερχόμενου ατομικού: Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται / φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιές.

Αν η ποίηση του Ελύτη έχει, παρά τις όποιες επιμέρους ενστάσεις, πολλά να (μου) προσφέρει, δυσκολεύομαι να πω το ίδιο και για την ποιητική του, δηλαδή τις διατυπωμένες απόψεις του για την ποίηση. Η εμμονή στη «φετιχοποίηση» της ελληνικής γλώσσας, η «μεταφυσική του φωτός», η αντιδιαστολή «πρισματικής» και «επίπεδης έκφρασης», τα παρεπόμενα και τα παρόμοια αυτών, μου προξενούν, ομολογώ, το λιγότερο, αμηχανία.

Ας είναι. Πέρα από την απόλαυση που μου προσφέρουν πολλά ποιήματά του, το παράδειγμα του Ελύτη με βοηθά με δύο, κυρίως τρόπους. Πρώτον, προτρέποντας σε μια δίχως φραγμούς τόλμη όσον αφορά τη δημιουργία εικόνων, συγχρόνως αποδεικνύοντας τι λαμπρά αποτελέσματα μπορούν να προκύψουν από μια τέτοια ελευθερία (όταν ακολουθείται, προφανώς, από μαστορική επεξεργασία). Δεύτερον, με τη μορφική του ευελιξία και διαρκή ανανέωση. Ως προς τούτο, δευτερεύουσα σημασία έχει αν (ως προείπα) το ποιητικό αποτέλεσμα δεν είναι πάντα ικανοποιητικό. Κατανοώ τη σημασία του Αξιον εστί στην προσωπική πορεία του ποιητή, όσο σέβομαι και την αξία του έργου ως, όπως λένε στις θετικές επιστήμες, «πειράματος επίδειξης» για τις δυνατότητες κάποιων κατευθύνσεων· θαυμάζω επίσης το θάρρος του Ελύτη στο επιχείρημα «συγχρονισμού» και «παιγνίου» που είναι η Μαρία Νεφέλη. Ωστόσο, η οργανικότερη, σύμφυτη, δηλαδή, με το περιεχόμενο, σύνθεση του Μονογράμματος, ή, βεβαίως, του Ημερολογίου, είναι ένας από τους λόγους που καθιστούν αυτά τα έργα -πέρα από προσωπικώς αγαπητά – ποιητικώς μείζονα, όσο και αν εξω-ποιητικώς αξιολογούνται ενίοτε ως λιγότερο «μεγαλόπνοα».

***

ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΩΤΟΥΛΑ

Ενας ιδιώτης απαρηγόρητος

«Ανύποπτη μοιάζει να είναι αν και δεν είναι

Η γη. Χορτάτη από διαμάντια κι άνθρακες

Ομως ξέρει να ομιλεί και από εκεί που η αλήθεια εκβάλλει

Με κρουστά υποχθόνια ή πηγές μεγάλη καθαρότητας

Ερχεται να στο επιβεβαιώσει. Ποιο; Τι;

Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο θεός δεν μεταβάλλει

Κείνο το κάτι το ανεξακρίβωτο που υπάρχει

Παρ’ όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα»

Τα Ελεγεία της Οξώπετρας (1991), Ερως και Ψυχή

«Εβγα έβγα Μαγισσάκι

χτύπα χτύπα το ραβδάκι

Ντο και ρε και μι και φα

μες τα ροζ τα σύννεφα»

Τα Ρω του Ερωτα (1972), Το Μαγισσάκι

Συζητούσα πρόσφατα, αρχές Σεπτέμβρη, με συνάδελφο ποιητή, συνοδοιπόρο στα δύσκολα της γραφής, τον Αλέξιο Μάινα, για τις κορυφαίες στιγμές της νεότερης, σχετικά, ποιητικής μας παράδοσης. Αφού δώσαμε, περνώντας από τον Σολωμό, τον Παλαμά και τον Καρυωτάκη, ομόφωνα την πρώτη θέση στον Καβάφη, κυρίως για την παγκοσμιοποίηση που εξασφάλισε στη σύγχρονη ελληνική ποίηση με το έργο του, και τη δεύτερη στον Σεφέρη, ακούγοντας ξανά όλο το «Μυθιστόρημα» από παλιά ηχογράφηση που απαγγέλλει ο ίδιος ο ποιητής, κομπιάσαμε στην τρίτη θέση. Επειτα από αρκετή σκέψη, μικρές διαφωνίες, χαριτωμένους διαπληκτισμούς και τουλάχιστον 3 ή 4 επιλογές ο καθένας μας, που υπερασπίστηκε σθεναρά και με συγκινητικό πάθος κάτω από τον ακόμη καλοκαιρινό, καυτό ήλιο, ξαφνικά, σχεδόν ταυτόχρονα, τέθηκε κι απ’ τους δύο το ερώτημα: «Και το δεύτερο Νομπέλ; Ο Ελύτης;».

Ο Ελύτης, ποιος; Χρειάζεται να το διευκρινίσω. Για μένα ο Ελύτης είναι, πρωτίστως, ομολογώ, ο Ελύτης των Ελεγείων της οξώπετρας. Αν μου ζητούσαν να κρατήσω ένα βιβλίο του, αυτό θα κράταγα. Ωστόσο, με την ίδια ειλικρίνεια, ομολογώ ότι στο εργαστήρι της σκέψης και στη δυναμική της γραφής μου συναντώ, ανακαλώ και, σε δύσκολες στιγμές, προστρέχω και στον «άλλο», για μένα, Ελύτη. Οχι τόσο για τις ιδέες που αναπτύσσονται στην ομιλία του στη Σουηδική Ακαδημία με αφορμή τη βράβευσή του, περί της διαχρονικότητας της ελληνικής γλώσσας, τον συγκερασμό χριστιανισμού και παγανισμού, την κριτική του στον ορθολογισμό ή την έμφασή του στην κυριαρχία των αισθήσεων ως τη μόνη κοινή μας γλώσσα που απαιτεί μέτρο, αγαθή διάθεση και ηθικό μεγαλείο, αλλά για τον τρόπο που υπήρξε, εν τέλει, συνολικά ως ποιητής. Και διευκρινίζω πάλι.

«Τα τεκμήρια κακού ύφους που είναι απαγορευμένα σε έναν πεζογράφο ή δοκιμιογράφο μπορούν να συγχωρεθούν σε έναν ποιητή και ίσως να προσγραφούν στο ενεργητικό του» (Ανοιχτά χαρτιά, σελ. 13). Μπορούν; «Να είσαι ελεύθερος σκοπευτής στην έκφραση», να εμπιστεύεσαι «την ομορφιά της αφροσύνης» (Α.Χ., σελ. 331) και «η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν νιόκοπο άγαλμα» (Α.Χ., σελ. 24). Αραγε έτσι είναι; Πήρε πολύ καιρό στη νεαρή ποιήτρια που ήμουν όταν πρωτοδιάβασα τον Ελύτη να συνειδητοποιήσει – και ομολογώ ότι ακόμη, στιγμές, αμφιβάλλω – ότι η ποίηση για να λειτουργήσει συνολικά και να ισορροπήσει χρειάζεται εξίσου το ποσοστό της γλώσσας μέσα της που αποτυγχάνει όσο και εκείνο που επιτυγχάνει. Οτι το φιλότιμο έργο έχει τον δικό του θεό (και τον θεό δικό του). Οτι η γλώσσα δεν χρειάζεται πάντα να κερδίζεται, μπορεί, κάποιες ευλογημένες στιγμές που πληρώνονται βέβαια «χύνοντας αίμα», να προσφέρεται, και ότι αληθινός ποιητής είναι εκείνος που ξέρει ν’ αναγνωρίζει αυτές ακριβώς τις στιγμές. Ηταν δύσκολο στην ποιήτρια που, φοβισμένη απ’ το σκοτάδι των λέξεων και αναθρεμμένη απ’ τον Σεφέρη, σκάρωνε «χίλιους στίχους για να κρατήσει τον έναν», ν’ αποδεχθεί στο φως της ελληνικής γλώσσας, που τόσο αγάπησε ο Ελύτης, ότι το νόημα μπορεί και να συνιστά μια μορφή παράδοσης, μια απιστία, τελικά, του νου στη σκέψη. Ωσπου, έφτασα κι εγώ στο σημείο, ωριμότερη πια, παρατηρώντας κάποτε τις λέξεις μου να μπαίνουν στη σωστή τους θέση με αβίαστες κινήσεις, η ίδια η ποίησή μου να με εκπλήσσει.

Poets leave their poem behind the way bees leave their sting (οι ποιητές αφήνουν το ποίημα πίσω τους με τον τρόπο που οι μέλισσες αφήνουν το κεντρί τους), είχα διαβάσει, στα φοιτητικά μου χρόνια, στο Λονδίνο, δεν θυμάμαι πια πού. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι κακοί στίχοι γράφονται όταν η αντοχή μας στην ένταση της δημιουργικής στιγμής (και τον υπαρξιακό πόνο που, συνήθως, προηγείται) μοιάζει να μειώνεται. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι όσο περισσότερους στίχους έχει στοιχίσει μια ποίηση στη γλώσσα (δημοσιευμένους τουλάχιστον), τόσο λιγότερο, με ελάχιστες εξαιρέσεις ποιητών-φυσικών φαινομένων όπως ο Παλαμάς, είναι πιθανό η γλώσσα αυτή να την ανταμείψει. Εξακολουθώ να είμαι ζηλωτής της εξαντλητικής επιμέλειας ενός έργου, προτού κατατεθεί στο κοινό. Εξακολουθώ να απολαμβάνω και να προτιμώ το οξύ αλλά ιαματικό κεντρί των Ελεγείων της οξώπετρας από το χαρωπό ευφάνταστο τσίμπημα στη σκέψη στίχων σαν αυτούς στα Ρω του έρωτα. Αλλά κατανοώ πια την αναγκαιότητα, στη νεοελληνική ποιητική μας γεωγραφία, και των δύο.

Ο «τεχνίτης που ξεπέρασε την τεχνική» (Εν λευκώ, σελ. 176) έχοντας πετύχει την «ελαχιστοποίηση των χρηστικών οργάνων της δουλειάς του» (Ε.Λ., σελ. 413), εξακολουθεί να μη με πείθει. Είναι μια κατάκτηση που, ομολογώ, ότι μένει στ’ αλήθεια να την κερδίσω και ίσως και να μην την κερδίσω ποτέ. Συντάσσομαι, ωστόσο, με τον Ελύτη τόσο των Ελεγείων όσο και του Ερωτα και πολιτογραφούμαι μαζί του ως «ένας ιδιώτης απαρηγόρητος που δεν καταφέρνει να ανήκει πουθενά, σε καμιά κοινότητα, ούτε καν των ποιητών» (Ε.Λ., σελ. 353) ή, μάλλον στην κοινότητα, όχι αποκλειστικά των δημιουργών, όπου το έργο, όπως και η ζωή, φιλοδοξεί να αποτελέσει μια πρωτίστως ηθική στάση, ταυτίζοντας το κάλλος με το μέτρο και το «αγαθόν», σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Ελύτη στην ομιλία του στη Στοκχόλμη.

Φαίνεται πως, αναπόφευκτα τελικά, ο λόγος για τον Ελύτη, όπως και για τον Σεφέρη, μας φέρνει στο Νόμπελ. Ειδικότεροι και αξιότεροι από μένα, ιστορικοί της λογοτεχνίας, φιλόλογοι, συγγραφείς, έχουν ήδη αποτιμήσει ή καλούνται τώρα και στο μέλλον να αποτιμήσουν τη σημασία αυτής της βράβευσης για την ελληνική μας γλώσσα. Προσωπικά θεωρώ ότι πραγματικός ποιητής, δημιουργός γενικότερα, είναι αυτός που πρωτίστως χρωστάει, οφείλει στον συν-άνθρωπο και τον κόσμο, αυτός που θα στρέψει στο ράπισμα και την άλλη παρειά. Στον βαθμό που είναι αληθινός, δεν του οφείλεται καμία βράβευση, γιατί, πολύ απλά, κανένα βραβείο δεν τον τιμά επαρκώς. Σε καιρούς που οι εγχώριες, αλλά και οι διεθνείς βραβεύσεις μάλλον με αποθαρρύνουν ως ποιήτρια, παρά με στηρίζουν στο έργο μου, κρατώ, εν τέλει, το Νομπέλ του Ελύτη σαν μια κατάφαση, μια αναγνώριση στις αντοχές αυτής της γλώσσας που αποτελείται από λέξεις που έχουν τη δύναμη, αιώνες τώρα, «να γεννούν τα πράγματα που κατονομάζουν» (Ε.Λ., σελ. 177), να ορίζουν, με σκανδαλώδη κάποτε ακρίβεια, ίσως αδύνατη σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, την ανθρώπινη συνθήκη, στην εκάστοτε εποχή, το ανθρώπινο σε σχέση με τον εαυτό του, τον (όποιο) θεό και τον κόσμο. Αυτό, λίγο να πονέσουμε, λίγο να ξύσουμε τον εγωισμό και το ατομικό μας συμφέρον (Ε.Λ., σελ. 304) το βλέπουμε όλοι μας. Ποιητές όπως ο Ελύτης φροντίζουν να το καθιστούν αμεσότερα αντιληπτό, με τις μεθυστικές αποχρώσεις ενός έργου που κινείται από τα Ελεγεία της οξώπετρας, ναι, μέχρι και Τα ρω του έρωτα.

***

ΠΑΥΛΙΝΑ ΜΑΡΒΙΝ

Χαρτογράφος της γυναικείας δύναμης

Ο Ελύτης, αναφερόμενος στη νεωτεριστική ποίηση της δεκαετίας του ’30, γράφει στα «Ανοιχτά χαρτιά»: «Το μεγαλύτερο κατόρθωμα, για μένα τουλάχιστον, ήτανε ότι είχε δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα ώστε το ήθος της γλώσσας μας ν’ ανακτήσει τα δικαιώματά του επάνω στην έκφραση. Κάτι το αρρενωπό στα αισθήματα και το υψηλό στις επιδιώξεις, που το ημίφως και το σκιώφος της Δυτικής τέχνης δεν ευνοούσαν βέβαια»1. Αυτή η ανάγκη για αρρενωπότητα, που την καταλαβαίνω ως αναπαλαιωμένο σχήμα για τη γυναικεία και την ανδρική λογοτεχνία, και για τις έμφυλες ταυτότητες εν γένει, λειτουργεί στη δική μου εργασία ως ωφέλιμο αντιπαράδειγμα. Οταν ήμουν δεκαπέντε ετών, είχα τη χαρά της συμμετοχής στη Βουλή των Εφήβων, όπου, ως παιδί μεγαλωμένο σε νησί, συνάντησα για πρώτη φορά ανθρώπους της ηλικίας μου από κάθε γωνιά της Ελλάδας, μαζί με τις ανάγκες και τις ιδέες τους. Μόλις ήρθε η σειρά μου να διαβάσω την εισήγησή μου, δεν κατευθύνθηκα προς το βήμα, αλλά περπατώντας στους διαδρόμους της αίθουσας των συνεδριάσεων και ανάμεσα στα έδρανα, απήγγειλα από στήθους, εξαιρετικά αργά, δυνατά και σεβαστικά τους αγαπημένους μου στίχους από τη «Μαρία Νεφέλη»: Περπατώ μες στ’ αγκάθια μες στα σκοτεινά / σ’ αυτά που ‘ναι να γίνουν και στ’ αλλοτινά / κι έχω για μόνο μου όπλο, μόνη μου άμυνα / τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα. Με άφησαν να ολοκληρώσω το τετράστιχο και έπειτα ακούστηκε από το μεγάφωνο: «Η κυρία περιπατητική παρακαλείται να καθίσει ή να προσέλθει στο βήμα. Ο Πρόεδρος της Βουλής επισημαίνει πως δεν επιτρέπονται απαγγελίες εν κινήσει εντός της αίθουσας». «Ο Νόμος που δεν είμαι, θα με υποτάξει» σκέφτηκα. Αγνοώντας το καταστατικό, δεν κατάφερα να απαγγείλω όλους τους στίχους που είχα προεπιλέξει για την περίσταση, όμως ο Ελύτης τα είχε καταφέρει: είχε χαρτογραφήσει μαγικά τη γυναικεία δύναμη, όπως τη χρειαζόμουν σε μία από τις πιο βαρετές και σκοτεινές στιγμές της εφηβείας μου, υποδεικνύοντάς μου μιαν αφετηρία από την οποία θα μπορούσα να ξεκινήσω με μονόροδο για να χαθώ θαρρετά στα δάση όπου αναζήτησα, στον αμέσως επόμενο καιρό, μια κάποια ταυτότητα. Κι ενώ έχω την πεποίθηση πως το συγκινητικότερο βιβλίο του είναι το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απρίλη» και πως, φτάνοντας κοντά στο τέλος της ζωής του, φωτίστηκε μ’ έναν καινούργιο τρόπο, φιλοσοφικά και ποιητικά, έχω τη «Μαρία Νεφέλη» πιο κοντά μου, γιατί η Μαρία Νεφέλη ξέρει να γελάει τρυφερά με την αχρείαστη αρρενωπότητα, «να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο κενό, ν’ ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου», και γιατί αγαπάμε καλύτερα τους ποιητές μας, και ιδιαίτερα τον Ελύτη, μέσα απ’ τις νεφεληγερτικές αντιφάσεις τους.

1. Ελύτης Οδυσσέας, «Ανοιχτά χαρτιά», εκδ. Ικαρος, Αθήνα 1982, σ. 307

***

ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΜΗΤΑΣ

Αναζητώντας τον «Ελύτη των ποιητών»

Συχνά γίνεται αναφορά στα δύο άνισα διανύσματα που έχει ανοίξει το έργο του Ελύτη: την πρόσληψη που ορίζει, στο ένα σκέλος του διαβήτη, η ευρεία δημοφιλία της ποίησής του – ή έστω κάποιων αναλώσιμων όψεων και στιγμών της (:«Ελύτης του κοινού»). Και την πρόσληψη, στο άλλο σκέλος, που έχει ως άξονα την κριτική-ερμηνευτική δεξίωση του έργου: τις χρόνιες πια διαμάχες για το αν ο «ποιητής του μυστηριακού ξημερώματος στο Αιγαίο» είναι, μαζί ή κάποτε, και «ποιητής της πολιτείας»· για το πότε άρχισε να είναι (εκτός από;) «ηλιολάτρης» και (;) «θανατογράφος»· για το τι σημαίνει, εάν τέλος πάντων σημαίνει κάτι, για την ποίησή του η ξιφομαχία του με τη «Δύση και τον ορθολογισμό»· έως τις πιο ευαίσθητες ή ενήμερες σκέψεις για τον συνεπή – και ιδιόφωνο – λυρισμό του ποιητή, την εμμονή του με τη γλώσσα κ.ά. Ολα αυτά που συνθέτουν, όπως λέγεται, τον «Ελύτη της κριτικής». Στη γεωμετρία αυτή, του αποτυπώματος-Ελύτη, ανύπαρκτη είναι εντούτοις η περιοχή που θα όριζε ένας κάποιος «Ελύτης των ποιητών». Εχει ειπωθεί ότι ο Ελύτης, κατά βάση, δεν έχει μαθητές ή επιγόνους. Σπάνια, όμως, επιχειρείται να θιγεί ή να αναπτυχθεί το γιατί. Θα τολμήσω στις λίγες αράδες που έπονται, όχι βέβαια μια απάντηση, μα ορισμένες σκέψεις.

Ο Ελύτης είναι, στις καλύτερες εν πάση περιπτώσει στιγμές του, ένας δυσπρόσιτος ποιητής: ακριβώς χάρη, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, στη φωτεινότητα και τη διαφάνειά του. Είναι η «αρχή της διαφάνειας» (ο Δ. Καψάλης, μεταξύ άλλων, προτείνει να τη δούμε ως υπόθεση εργασίας για την ανάγνωση εν όλω της δουλειάς του Ελύτη), που μας δίνει ένα κλειδί για να ξεδιαλύνουμε αρκετές από τις σταθερές τού ποιητή. Μπορούμε να συζητήσουμε, σχετικώς, εδώ την υπερβατική, «στοιχειακή» του ανθρωπογεωγραφία (βλ. την εξάχνωση του χρόνου, των προσώπων, έως και του ίδιου του τοπίου, μες στην «τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος»)· την ηδονοβλεπτική νόρμα του ερωτισμού του (που προϋποθέτει την ομορφιά ως λεία διαπερατή στην τέλεια παράδοσή της – και όχι απτή)· τους περί δικαιοσύνης χρησμούς του (όπου το μεσημέρι ή ο ασβέστης ή το λείο στήθος της νέας γυναίκας σημαίνουν συνάμα το «δίκαιο») κ.ά. Η διαφάνεια είναι εξάλλου που συνέχει την ποιητική του σε σύστημα: μας βοηθάει να συσχετίσουμε τον αισθαντικό ή προφήτη Ελύτη με τον ποιητή ποιητικής και του θανάτου (βλ. εδώ τον θάνατο πότε ως άρνηση και πότε ως επίταση της «πρώτης ουσίας των πραγμάτων»· ή το ποίημα ως ξόρκι για να ξαναειπωθεί με διαύγεια ο κόσμος). Εξίσου, τέλος, η διαφάνεια παρέχει και το μέτρο αποτίμησης της επιτυχίας της ποίησής του: Οταν δηλαδή κλειδώνει μια ορισμένη ακρίβεια («η δικαιοσύνη είναι η ακριβής στιγμή», που λέει ο ίδιος) στη σχέση «μορφής» και «νοήματος». Αλλιώς, το ποίημα φεγγρίζει, ανθίσταται στην τέλεια παράδοσή του στο βλέμμα λόγω των θαμπών σημείων (βλ. π.χ. τον ανυποστήρικτο, κάποτε, υψηλό του τόνο ή τα ευθέως φιλοσοφούντα ποιήματά του).

Για αυτό και ένας που, ίσως, αντλεί και εντάσσει στη γραφή του μοτίβα ή τρόπους του Ελύτη, έξω από αυτήν την καταστατική αρχή της διαφάνειας, δεν είναι απαραίτητα και συνεχιστής ή συνομιλητής του. Τι σημαίνει όμως ετούτο; Η ελυτική ποιητική τάχα δεν μας αφορά, γιατί έχει ένα δικό της, κλειστό ίσως σύστημα; Οπωσδήποτε όχι· ίσα-ίσα. Η ηθική αρχή που κινεί την εργασία του – μπορούμε πλέον, πηδώντας έξω απ’ το σύστημά του, να την πούμε και με άλλα ονόματα: πέραν από διαφάνεια – είναι κάτι που αφορά καθέναν που αποζητάει «να πει στους άλλους και να δώσει μια αλήθεια», κρατώντας ένα ποίημα. Και όχι βέβαια μόνο όσους θητεύουν στη λυρική ποίηση, ό,τι και να σημαίνει αυτό σήμερα. Χάριν παραδείγματος: Μας ενδιαφέρει η αριθμομανία του Ελύτη (βλ. τριαδικό σχήμα, 6 + 1 κ.λπ.) ως στοιχείο ακριβώς μορφοπλασίας, όποιες κι αν είναι οι σημάνσεις ή πηγές των αριθμών της. Μας ενδιαφέρει η σκηνική οργάνωση ενός ποιήματος προκειμένου να «ακουστούν οι φωνές» του, ακόμη κι αν θεωρούμε ξεπερασμένους τους «ρόλους». Μοιραζόμαστε την αγωνία και τον αγώνα για το «ρήμα το σκοτεινό» (είτε το βρούμε είτε όχι τελικώς στις «αμμουδιές του Ομήρου»). Μας αφορούν εν ολίγοις (και) από τον Ελύτη εκείνα που πρέπει να μας αφορούν και γενικότερα: η σύντηξη μορφής-περιεχομένου και η πάλη, προς τούτο, με τη γλώσσα.

***

ΓΙΑΝΝΑ ΜΠΟΥΚΟΒΑ

Η ποιητική τόλμη

1. Εχω µια ιδιαίτερη αδυναµία στο «Εξι και µία τύψεις για τον ουρανό», είναι κείµενα που έχω µεταφράσει και έχω συνδεθεί πολύ µαζί τους. Οµως αυτή είναι πολύ προσωπική επιλογή και ως τέτοια κάπως τυχαία και λίγο αυθαίρετη. Βρίσκω πάντως κάπως τροµακτική την προτροπή να διαλέξει κανείς ένα και µόνο βιβλίο ενός συγγραφέα. Ειδικά στην περίπτωση του Ελύτη οποιαδήποτε εστίαση αποκλειστικά σε µία από τις συλλογές του µπορεί να γίνει πολύ παραπλανητική. Το ποιητικό του ύφος είναι τόσο έντονο και άµεσα αναγνωρίσιµο που θα µπορούσε κανείς να εξαπατηθεί θεωρώντας ότι µε ένα δείγµα της δουλειάς του µπορεί να σχηµατίσει την εικόνα της ποιητικής του αντίληψης. Οµως ο Ελύτης είναι από τους ποιητές που οπωσδήποτε πρέπει να διαβάζονται στο σύνολο του έργου τους. Η δύναµη, το εύρος, η ανθεκτική στον χρόνο γοητεία της ποίησής του – πιστεύω – δεν είναι τόσο σ’ αυτόν τον γλωσσικό και µεταφορικό, διακριτά δικό του, τρόπο γραφής που όλοι αναγνωρίζουµε, όσο στον πλούτο και την ευρηµατικότητα µε τους οποίους αυτός ο τρόπος πλαισιώνεται και γίνεται κάθε φορά εκ νέου και υπό διαφορετικές συνθήκες λειτουργικός σε κάθε ένα από τα βιβλία του. Η εικόνα της ποίησης του Ελύτη θα ήταν ελλιπής, θα έλεγα ακόµα και διαστρεβλωτική εάν δεν έχουµε την εποπτεία αυτής της ικανότητάς του για συνεχή ανανέωση.

2. Με ελκύει η άποψή του περί ποιητικής τόλµης. Επειτα από όλα αυτά τα χρόνια αναγνώρισης, το περίφηµο Νοµπέλ, τη θέση τού «εθνικού ποιητή» που του έχει αποδοθεί, τείνουµε να ξεχνάµε πόσο ριζοσπαστική ήταν η ποίησή του τη στιγµή της δηµιουργίας της, πόσο µεγάλο υπαρξιακό ρίσκο ήταν να ανήκει κανείς σε µια περιθωριοποιηµένη οµάδα ανατρεπτικών ποιητών. Ο Ελύτης και οι άλλοι της γενιάς του πάλεψαν σκληρά για την αισθητική τους, την υπερασπίστηκαν γενναία υπό πολύ δύσκολες συνθήκες. Η ποιητική τόλµη δεν ήταν απλά µια ιδέα, αλλά στάση ζωής, κάτι υπαρκτό και βιωµένο. Τελικά πιθανόν και η πιο ουσιαστική προϋπόθεση ποιότητας στη σύγχρονη ποίηση.

Κάτι άλλο που αγαπάω είναι η αχρονικότητα του Ελύτη, η – µερικές φορές υπερβολική, αλλά πάντα αποδοτική στο έργο του – πίστη, ότι ο ποιητής είναι πολίτης κάθε εποχής τού παρόντος και του παρελθόντος, ότι κατοικεί κάθε ιστορική στιγµή ισότιµα µε τους σύγχρονούς της και διαλέγει ελεύθερα τους ποιητικούς συµµάχους του από όλο το εύρος της ιστορίας και της γλώσσας. Το ότι ανέλαβε το ποιητικό ρίσκο αυτής της στάσης και την υπερασπίστηκε µε οµορφιά, το ότι δεν φοβήθηκε τα µεγάλα θέµατα και δούλεψε σε επική κλίµακα είναι επίσης µια έκφανση της ποιητικής τόλµης που σέβοµαι.

3. Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση για µένα προέρχεται άµεσα από την απάντηση της προηγούµενης. Ο χώρος απέραντης και άνευ όρων ελευθερίας που κατοικεί η σύγχρονη ποίηση, ο χώρος που ανήκω δηλαδή, κατακτήθηκε από τη γενιά του. Νιώθω να οφείλω πολλά στην ανθεκτικότητα και στην επιµονή τους. Βλέπω τη στάση του Ελύτη ως αισθητικά συνειδητοποιηµένου και θεωρητικά µάχιµου ποιητή, ο οποίος νιώθει ανάγκη και καθήκον να υπερασπίζεται την ποιητική του µέσω του δοκιµιακού λόγου, ως ένα παράδειγµα µονίµως επίκαιρο. Ειδικά σήµερα, στους παράξενους αυτούς καιρούς που τίποτα κεκτηµένο δεν θεωρείται πια σίγουρο.

***

ΟΛΓΑ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ

Ερωτισμός, όχι έρωτας

Στην ποίηση, όπως και στον έρωτα, δεν διαλέγει κανείς ποιον θα αγαπήσει, ας πω λοιπόν εξ αρχής πως τον Ελύτη δεν τον ερωτεύτηκα ποτέ, κι ας αναγνώριζα το υπερφυσικό του τάλαντο, ανέκαθεν ξεμυαλιζόμουν από κάτι ελάσσονες, κάτι αυτόχειρες, κάτι άδοξους, δεν άντεχα τις μεγαλοστομίες και την αιολική του ενέργεια, με κούραζαν οι φωταψίες των στίχων του και το ευφορικό του σύμπαν το οποίο ενίοτε μου έδινε την αίσθηση ότι οφείλεται σε υπερέκκριση σεροτονίνης και τεστοστερόνης, ούτε το μείγμα υπερρεαλισμού και εθνικής ιδεολογίας με παρέσυρε, γεννήθηκα κάπως αργά για να συμβεί αυτό, στα δεκατέσσερά μου είχα μπει σε ένα βιβλιοπωλείο μαζί με τον πατέρα μου, τράβηξα από το ράφι τη Μαρία Νεφέλη, «αυτό δεν είναι για την ηλικία της», έσπευσε να διευκρινίσει ο βιβλιοπώλης, αλλά ο μπαμπάς δε μάσησε, το πήρα το βιβλίο, στην τρίτη γυμνασίου κέρδισα τους Προσανατολισμούς, πρώτο βραβείο σε σχολικό διαγωνισμό, μετά εθνικές εορτές κι ένα το χελιδόνι, εννοείται, όμως ο έρωτας δεν ήρθε ούτε τότε ούτε με το Μονόγραμμα, δώρο κι αυτό από τον πρώτο αγαπημένο μου, λυπάμαι αλλά δεν βλέπω έρωτα στην ποίηση του Ελύτη, μπορεί να φταιν τα μάτια μου, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων  δεν βλέπω έρωτα, μόνον ερωτισμό, κι ούτε έναν στίχο σαν τον αλησμόνητο του Αναγνωστάκη «αγαπούσε ακόμη και τον αριθμό του τηλεφώνου της», αυτόν θα τον αντάλλαζα ευχαρίστως με όλα τα σ’ αγαπώ, μ’ ακούς, μπορεί να φταίει και που είμαι Θεσσαλονικιά, με συγκινούν κυρίως οι χαμηλές φωνές, η ομίχλη και το μισοσκόταδο, πρώτη φορά που με συγκίνησε αληθινά ο Ελύτης ήταν στο Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, εγώ κόντευα να τελειώσω το σχολείο κι ο νομπελίστας μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει,  πρώτη φορά με ανάγκασε να τον προσέξω και σα νεότερος μου φάνηκε, σα να μιλούσε επιτέλους στη γλώσσα μου, αυτό το αισθάνθηκα κι αργότερα, με το Μικρό Ναυτίλο, εκεί τον θαύμασα πολύ για τα παιχνίδια του με τη μορφή, και γενικώς για τα πειράματα τα μορφικά τον παραδέχομαι, όπως και για τη γλώσσα του, ο Ελύτης ήταν ένας εκατομμυριούχος των λέξεων, δεν δίστασε να γράψει ποιήματα με γαβ, με πιτ-πιτ και πλιτ-πλιτ, δεν δίστασε να πει τα μάτια όκια, ήξερε γαλλικά, γερμανικά, διάβαζε και τα αρχαία απ’ το πρωτότυπο, γλωσσοπλημμύρα, δεν το συζητώ και σοβαρότατα υποκλίνομαι, απ’ τους νεότερους, κατά τη γνώμη μου, μόνον ο Χειμωνάς συγκρίνεται μαζί του, όταν διαβάζω τα αναγνώσματα του Αξιον Εστί παίρνω μια πρόγευση από Χειμωνά και ο τόνος ο υψηλός δεν με ενοχλεί καθόλου, εν πάση περιπτώσει ο Ελύτης ήταν μέγα ποιητικό δαιμόνιο, δικαίως βραβεύτηκε με Νόμπελ, δικαίως μπήκε στον κανόνα, δικαίως έγινε φέρι μπόουτ και κεντρικός δρόμος στη Μυτιλήνη, μπορεί να μην τον ερωτεύτηκα ποτέ, όμως τον συμπαθώ, εκτός από τον έρωτα υπάρχει και η συμπάθεια, ο Ελύτης πίστευε ότι από το τίποτα μπορεί να υπάρξει κάτι, πίστευε, επίσης, ότι η ποίηση και η φαντασία μεταμορφώνουν τον κόσμο, και μόνο που το πίστευε αυτό μου αρκεί για να τον συμπαθώ απεριόριστα, θα έχω πάντα τη Μαρία Νεφέλη στη βιβλιοθήκη μου, νομίζω πως απάντησα σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις, αλλά όχι και με τη σωστή σειρά.

***

Θοδωρής Ρακόπουλος

Το τοπίο που αλλάζει

Οταν ο Οδυσσέας Ελύτης έγραφε «για το Αιγαίο», όπως έχει μείνει στη συλλογική μνήμη, εστίαζε το ποιητικό του όραμα σε μια συγκεκριμένη γεωγραφία με την οποία υπήρξε, όπως όλοι οι συγγραφείς, πολύ επιλεκτικός. Εχει συζητηθεί αρκετά εκτενώς, εξάλλου, η περιγραφική του οραματική, και μάλιστα πολύ κριτικά. Του καταλογίζεται, όχι άδικα, ότι επέδειξε μυωπία σε στοιχεία της ζωής του Αιγαίου, που τόσο αγάπησε, στην ίδια του την εποχή. Κατά πρώτον, «το Αιγαίο» στον ελυτικό κόσμο είναι γεωγραφικά αρκετά περιορισμένο: τον απασχόλησαν κυρίως οι Κυκλάδες, ο δημοφιλέστερος εξάλλου νησιωτικός χώρος για τους Ελληνες της ενδοχώρας, αλλά και ένα βασικό πεδίο αναφοράς για τη διεθνή εικόνα της χώρας.

Επειτα, η ιστορική διάσταση του πελάγους κατατίθεται σχετικά κολοβή: δεν υπάρχουν αναφορές, για παράδειγμα, στο γεγονός ότι η θάλασσα εκείνης της ιδιωτικής χαράς έβριθε συλλογικού πόνου και δυστυχίας, καθότι πολλά νησιά (και στις Κυκλάδες) ήταν γεμάτα πολιτικούς εξόριστους. Αν όμως η κριτική αυτή είναι εύκολη, αναρωτιέται κανείς και για τη συζήτηση του ποιητή για το ανθρωπογενές Αιγαίο, των ιθαγενών του κατοίκων: δεν υπάρχουν αναφορές, από όσο θυμάμαι, στο γεγονός ότι οι νησιώτες έφευγαν καραβιές μετανάστες στην Αυστραλία, ότι οι αυλές των αθηναίων αστών «φιλοξενούσαν» ψυχοκόρες από τα πάμφτωχα κυκλαδίτικα χωριά, ότι το έμψυχο δυναμικό των νησιών μεταφερόταν στην πρωτεύουσα, ότι ο τρόπος ζωής των Κυκλαδιτών διερχόταν δραματικές μεταμορφώσεις. Είναι γνωστό ότι η αφήγηση της «ελληνικότητας», που τόσο υπηρέτησε ο ποιητής, δεν μπορούσε να χωρέσει τέτοιες γκρίζες ζώνες στο εκτυφλωτικό φως του ποιητικού ήλιου. Εξάλλου, η δραματική δημογραφική συρρίκνωση και ο μετασχηματισμός της πολιτικής οικονομίας των Κυκλάδων από οικονομίες παραγωγικές σε χώρους θερινής κατανάλωσης είναι ενδεικτικά σημεία, που δεν δικαιώνουν τον μάλλον στατικό χρόνο της ελυτικής ματιάς.

Προσωπικά αγαπώ τον Ελύτη για ορισμένες του στιγμές όπου αναγνωρίζει το περιορισμένο και περιοριστικό μοτίβο της ελληνικότητας και την υπονομεύει, όπως στο υπέροχο «Δώρο ασημένιο ποίημα» και εν γένει στο βιβλίο «Εξι και μία τύψεις για τον ουρανό». Η ανάγκη να τον διαβάσουμε σήμερα κριτικά προκύπτει και από τη δική του ικανότητα να διαβάζει πτυχές της ελληνικής ιστορίας που δεν ταίριαζαν στην ατζέντα του. Αντιγράφω από το ποίημα που ανέφερα: «Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδο-/χικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και/ βαλθείς να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή/ και δίνεις λόγο». Η κριτική σήμερα χρειάζεται λόγω της κατοχύρωσης των επιστρώσεων αυτών: αλλιώς, απομένει η κοινή πρόσληψη του ποιητή μια καρτ-ποστάλ δημοφιλίας.

Σε πολλά ζητήματα ανάγνωσης του Αιγαίου, ο Ελύτης παραμένει εντυπωσιακά σύγχρονος, ακόμα και προφητικός. Μολονότι η ανάγνωσή του στον ιστορικό χρόνο είναι κάποτε συντηρητική (βλ. τον μοραλισμό του «Μαρία Νεφέλη»), ο ποιητής παραμένει εναργής στους τρόπους του να διαβάζει το πελαγικό τοπίο, το οποίο πλέον θυμόμαστε οι περισσότεροι μόνο τα καλοκαίρια.

Τι ρόλο έχουν στην ελληνική κοινωνία το όραμα και η κοινωνική πραγματικότητα των Κυκλάδων τότε και σήμερα; Παραμένει το τοπίο ίδιο και η κοινωνική δομή αλλαγμένη; Γνώμη μου είναι πως αναφερόμαστε σε δύο διαφορετικές χώρες, όχι απλά εποχές. «Το παρελθόν είναι μια άλλη χώρα», όπως ξεκινά κι ένα γνωστό μυθιστόρημα. Η άποψη που αναφέρεται στην οιονεί αιωνιότητα του αιγαιακού τοπίου, που η ποιητική του Ελύτη απαθανάτισε, είναι μάλλον προβληματική. Η κοινωνική και πολιτισμική τριβή με το γεωγραφικό και ιστορικό ανάγλυφο του «ελληνικού» τοπίου είναι πολυδαίδαλη και διάφοροι και διαφορετικοί ποιητές έχουν ασχοληθεί με την εν λόγω προβληματική (ο Γκάτσος στο τραγούδι «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης», ο Καρυωτάκης, βέβαια, στο «Δελφική εορτή» και τόσοι άλλοι.)

Στην πραγματικότητα, στη συγκρότηση της πολιτισμικής οικολογίας του αιγαιακού χώρου η ίδια η φωνή του Ελύτη είχε καταλυτική θέση. Θα αναφερθώ σε δύο παραδείγματα: πρώτον, ο ποιητής δόμησε τον μύθο της ελληνικότητας πάνω σε μια δραματικά περιορισμένη αρχιτεκτονική και γεωγραφική βάση (τα κυκλαδόσπιτα, το άγριο τοπίο που ενέπνευσε φανατικούς της ελληνικότητας διαχρονικά, έως και τον Λιαντίνη). Δεύτερον, η δόμηση αυτή, στην οποία βέβαια συνέβαλε και σειρά άλλων – κυρίως ποιητών και ζωγράφων -, είχε διεθνή αντίκτυπο: οι Κυκλάδες έγιναν συνεκδοχή της Ελλάδας εν όλω, και βεβαίως a fortiori του Αιγαίου, στο παγκόσμιο τουριστικό φαντασιακό. Το σκεπτικό της απονομής του Νομπέλ το 1979 ξεκινά με αναφορά σε μια ποίηση «με φόντο την ελληνική παράδοση».

Η κριτική στον Ελύτη για την επιλεκτική του χαρτογράφηση του «ελληνικού κόσμου» ήταν και συγχρονική, δεν γίνεται μόνο σήμερα: ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τον νεαρό Αναγνωστάκη («η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές // η Ελλάς των Ελλήνων»), που σημείωνε μια άλλη ανάγνωση της τότε πραγματικότητας, πιο κοντινή στη βιωμένη Ελλάδα παρά στην ιδεατή, τη φαντασιακή χώρα του Ελύτη, την «άνω Ελλάδα» όπως ο ίδιος σημειώνει σε δοκίμιό του.

Δεν είναι ότι δεν αγαπάμε τον Ελύτη σήμερα, ή και αύριο, αν και η επιρροή του στους νέους έλληνες ποιητές είναι περιορισμένη σε σχέση με ποιητές επόμενων γενεών. Αυτό ισχύει αν για παράδειγμα συγκρίνουμε το αποτύπωμα του Ελύτη με ποιητές της προηγούμενης γενιάς του (σκέφτομαι προφανώς τον Καρυωτάκη εδώ και την ανυπολόγιστη επιρροή του σήμερα), της ίδιας της δικής του γενιάς «του ’30» (ας δούμε τον τότε παραγκωνισμένο Εγγονόπουλο, που τόσοι ποιητές σήμερα αναφέρουν ως επιρροή) και με την ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (ας θυμηθούμε τον Χριστιανόπουλο, ο οποίος, σημειωτέον, είχε δημοσιεύσει Ελύτη στη «Διαγώνιο», αν και μιλούσε με φαρμάκι για τον ποιητή «που δε δούλεψε ούτε μια μέρα στη ζωή του»). Υπάρχει, θα μου πείτε, και το κοινό – κι αυτό αγαπάει διαχρονικά τον Ελύτη. Πράγματι. Ωστόσο, το κοινό ζει συντριπτικά στο άστυ ή σε αυτό που ο Δάλλας περιγράφει ως «μέσα Ελλάδα». Τις ονειρικές Κυκλάδες τις επισκέπτεται με δόσεις.

***

ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ

Δραστικά ξόρκια για μια ευτυχία από λέξεις

Μαθήτρια στο Λύκειο, ένα αγόρι με είχε κάνει να ζηλέψω αφόρητα: μετέφρασε, βλέπετε, φωναχτά (διαβάζοντας ταυτόχρονα από μέσα του), για χάρη μιας άλλης, τη «Μαρία Νεφέλη» (εκδ. 1978) σε μια ξένη γλώσσα. Ηταν (ακόμα) η εποχή που κάποιος θα σου χάριζε βιβλία με λίγους χειρόγραφους στίχους για αφιέρωση, δονούμενους από έρωτα, καμιά φορά μάλιστα από έρωτα και επανάσταση. Αν, όμως, εξαιρέσουμε τη ζήλεια (αλλά και τη γοητεία) που η «Μαρία Νεφέλη» μού άσκησε έκτοτε (ήμουν η Μαρία και όχι, με τίποτα η Νεφέλη, ήμουν το κρυμμένο πρόσωπο και όχι η γυμνή πλάτη του εξωφύλλου), ο Ελύτης δεν ήταν ο ποιητής μου. Στράφηκα νωρίς και με αρκετό φανατισμό στον Σεφέρη. Ενιωθα τον Ελύτη να έρχεται καταπάνω μου σαν μια μεγάλη, εντυπωσιακή φασαρία, ένα πυροτέχνημα, ένας γοητευτικός θόρυβος από λέξεις που είχε σκοπό να με καθυποτάξει, όχι να συνομιλήσει μαζί μου. Η ποιητική του χειρονομία με καλούσε να γονατίσω μαγεμένη, λουσμένη στο φως των λέξεών του. Κι εγώ δεν είχα την παραμικρή διάθεση να γονατίσω. Σαν το κορίτσι του εξωφύλλου στη «Μαρία Νεφέλη», άρχισα να του γυρνώ σιγά σιγά την πλάτη, κρυφοκοιτάζοντας όμως προς τη μεριά του. Στο «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (εκδ. 1984) στράφηκα ολόκληρη προς τις τυπωμένες σελίδες. Και στα «Ελεγεία της Οξώπετρας» (εκδ. 1991) έσκυψα, ασφαλώς, και βυθίστηκα. Η χροιά είχε πια σκουρύνει κι ο τόνος είχε ισορροπήσει, με την απαραίτητη (για μένα) μελαγχολική γλυκύτητα, επιτρέποντάς μου να συντονίζομαι με το ποίημα χωρίς κάθε τόσο να τινάζομαι από την οξύτητα του πληθωρικού. Αλλωστε, το έργο συνομιλεί βαθιά με τους Γερμανούς (Νοβάλις και Χέλντερλιν) και με τον γερμανόφωνο (Ρίλκε) – αλλά και με τα τοπία τους. Το ένστικτο του μεγάλου ποιητή, που είναι ο Ελύτης, τον οδήγησε, εν τέλει, σε μια τοπιογραφία πολύ πιο σύνθετη από το αγαπημένο του Αιγαίο. Μεγάλη συζήτηση σηκώνουν όλα αυτά, πάντως ξαναγυρνώ, συμφιλιωμένη, χάρη στα «Ελεγεία», στο σύνολο του έργου του: αποτελούν μιαν άριστη πύλη για να κοιτάξεις μέσα από αυτήν προς τα πίσω.

Αν, τώρα, μπορεί κάτι να ειπωθεί εδώ συνοπτικά για το ποιητικό του πρόγραμμα, για τη μέθοδο και τα ζητούμενα, όπως τα αποτυπώνει στα θεωρητικά του κείμενα, θα σταθώ στο σημείο εκείνο που εξηγεί καλύτερα αυτό που νομίζω ότι μου αρέσει όταν τον διαβάζω: «μια μικρή ευτυχία λέξεων» («Ο κήπος με τις αυταπάτες», Εν λευκώ, σελ. 448). Ο ποιητής ομολογεί εδώ την ταπεινότερη, τάχα, από τις επιδιώξεις του, που είναι όμως στην πραγματικότητα σπουδαίο δώρο για τον αναγνώστη. Την υπηρετεί με τον τρόπο που θαυμάσια εξηγεί στο δοκίμιό του «Ρωμανός ο Μελωδός» (Εν λευκώ, σελ. 49-50): με λόγια που «κυματούνται», με γλωσσικούς «πυρήνες που προεξέχουν», με «φραστικές μονάδες αυτοδύναμης ακτινοβολίας», όπου κάθε τυχαίο θραύσμα θα δικαιώνει το όλον, όπως συμβαίνει στη Σαπφώ και δεν συμβαίνει (κατά τον Ελύτη) στον Καβάφη, που «εάν υποθέσουμε ότι επάθαινε τη συντριβή της Σαπφώς» θα μας έμεναν από αυτόν «σκέτες κουβέντες» (σελ. 51).

Μια παρέκβαση: είναι πολύ γοητευτικός – ίσως, λιγάκι, στερεοτυπικά ελληνικός – ο τρόπος που ο ποιητής αντιφάσκει και αυτοαναιρείται κάπου κάπου: εκεί που, όπως είδαμε, απαξιώνει γλωσσικοποιητικά τον Καβάφη, λίγες μόλις αράδες πιο κάτω, στο ίδιο δοκίμιο, την ίδια σελίδα (!), αποκαλεί τον Ρωμανό «Ελληνοσύρο μάγο», τιμώντας και γιορτάζοντας έμπρακτα τον Αλεξανδρινό. Εκεί που, σε άλλο σημείο, στην ομιλία κατά την απονομή του Νομπέλ, καταφέρεται εναντίον του σύγχρονου πολιτισμού εξιδανικεύοντας τον αρχαίο κόσμο («σε εποχές υγιείς», «Λόγος στην Ακαδημία της Στοκχόλμης», Εν λευκώ, σελ. 347), δαιμονοποιώντας τους μοντέρνους καιρούς («μόλις ακόμη άρχιζε το κακό που σήμερα μας πλήττει», σελ. 349), βιάζεται να αποποιηθεί και κάθε πρόθεση αναχρονισμού («Δεν έρχομαι μ’ αυτά που λέω να προστεθώ στη μακρά σειρά των επικριτών του τεχνικού μας πολιτισμού. Μια σοφία παλαιή όσο και η χώρα που μ’ εξέθρεψε με δίδαξε να δέχομαι την εξέλιξη, να χωνεύω την πρόοδο μαζί με όλα της τα παρεπόμενα, όσο δυσάρεστα και αν μπορεί να είναι αυτά», σελ. 351). Μέσα στην αειθαλή εφηβικότητα που διεκδικεί, επιδίδεται σε ό,τι μοιάζει εμπεδωμένη αντιφατική πρακτική μιας ολόκληρης χώρας. Τέλος της παρέκβασης.

Πολλά μεγαλεπήβολα και φιλοσοφικά επιδιώκει ο Ελύτης, ιδίως την ανάδειξη μιας δεύτερης, αθέατης πραγματικότητας, μιας «τάξης» (λέξη που εμφατικά επανέρχεται στα δοκίμιά του) που κωδικοποιείται στο φυσικό και πολιτισμικό τοπίο του Αιγαίου. Δεν πείθομαι. Δεν με συμπαρασύρει (την ώρα που γράφω αυτά, βλέπω μέσα από το φθινοπωρινό παράθυρο έναν άντρα, κοντά στα ογδόντα, με γαλάζιο πουκάμισο να μαζεύει σύκα, στην άκρη μιας αλάνας που χρησιμεύει ως ελεύθερο πάρκινγκ, κάπου στο Μαρούσι). Ομως η «ευτυχία λέξεων» δεν είναι μικρή και είναι πέρα για πέρα βιωμένη υπόθεση. Ο άνθρωπος που γέμισε με καταλόγους μαγικών λέξεων τα ποιήματα, εξίσου όπως και τα δοκίμιά του, ήξερε τι έκανε. Μας παρέδωσε ένα αιώνιο λουτρό γλωσσικής ομορφιάς, διαθέσιμο κάθε στιγμή, προσβάσιμο στην καθεμιά και στον καθένα. Ξαναγυρνώ εκεί όπου δεν το περίμενα, στο «Αξιον Εστί», βαριά αδικημένο από την αφόρητη μελοποίηση που σβήνει, ευτυχώς, με τον καιρό από την ακουστική μου μνήμη. Προσεγγίζω τους στίχους ξανά: «Θυμήσου: τον αγχέμαχο Ζέφυρο, το ερεβοκτόνο ρόδι, τα φλογερά ωκύποδα φιλιά» («Το Αξιον Εστί», 1959).

Απομνημονεύω διαβάζοντας φωναχτά το πρώτο από τα «Ελεγεία της Οξώπετρας», με τη βοήθεια, πλέον, του παιδιού (κοντά στην ηλικία της Μαρίας, που ζήλευε άλλοτε τη Νεφέλη): «Τι ωραία λόγια!» μου λέει. «Σαν… ρητά»; Οχι σαν ρητά, σκέφτομαι, και της λέω αυτό που ήθελε να ακούσει: «Σαν ξόρκια».

***

Μάριος Χατζηπροκοπίου

Και με φως και με θάνατον1 (Για τον Ελύτη)2

Στην ευνή των βοτάνων βύζαινα τη λουίζα

Η ιδέα, ή μάλλον η αίσθηση του Ε. που περισσότερο με συγκινεί είναι αυτή της φυσικής ροπής προς τον παράδεισο. Παράδεισος κι αυτός από υλικά της κόλασης φτιαγμένος. Ούτε νοσταλγία, ούτε ανταμοιβή. Δικαίωμα. Η δεύτερη πραγματικότητα που δικαιούμαστε. Το σχήμα του σταυρού που λύνεται: τρίαινα με δελφίνι. Το ξύλο που επιστρέφει στα δέντρα. Μια αθωότητα που με την ομορφιά της καταργεί την έννοια του βιβλίου. Ενώ κάθε είδους γνώση φλέγεται. Που δε σκαμπάζει από προπατορικά αμαρτήματα και άλλα εφευρήματα των Δυτικών. Καιρός πολύ πριν την ανάγκη. Πριν την ενοχή. Η απόλαυση της σάρκας. Το εδώ και τώρα των αισθήσεων. Η άνοιξη που αν δεν την βρεις τη φτιάχνεις. Χωρίς ευθύνες για το δάκρυ που δεν είχα. Και ο χρόνος να δίνεται δωρεάν. Πριν το δέντρο της γνώσης, το μεγάλο ψέμα τους. Πριν την παράβαση, την τιμωρία, την έξωση – ένα κεράσι. Πριν να ακουστεί ο πρώτος λυγμός – άλμα. Πιο γρήγορο από τη φθορά. Πήδημα τίγρισσας μες στις ιδέες. Με αγάπη θηριώδη. Λεμόνι στη συνείδηση. Χρυσέ ζωής αέρα3 γιατί δε φτάνεις ως εμάς; Νικά τον Αδη, τον έρωτα σώζει. Και ο θάνατος, πόντος γλαυκός. Θάνατος – Ηλιος χωρίς βασιλέματα.

Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Αλλ’.

Αν κάτι με βοηθά από το έργο και τις αντιλήψεις του Ε. στη δική μου δουλειά είναι το πώς προσέγγισε τη γλώσσα: όχι απλώς ως μέσο επικοινωνίας, αλλά ως εργαλείο μαγείας. Την ποίηση όχι ως αφηρημένο στοχασμό ή εξομολόγηση, αλλά ως τέχνη. Τους ποιητές και τις ποιήτριες ως κατεξοχήν τεχνίτες – ούτε ομιλητές, ούτε πολιτικούς, ούτε δασκάλους. Το ίδιο το ποιητικό βιβλίο όχι ως «συλλογή ποιημάτων», αλλά ως σύνθεση. Και καλλιτεχνικό αντικείμενο απτό – τουλάχιστον πριν τα άπαντα που χωρούν στο σακίδιο της φοιτήτριας. Το ποίημα ως συνδυασμό συμφώνων και φωνηέντων, ήχων και εικόνων – ως επινόηση καινούργιας γλώσσας, ενδογλωσσική ανατροπή. Και την ίδια στιγμή: ως σεισμογράφο μιας γλώσσας ανείπωτης, όταν δεν. Δεν. Υπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Για μυστικά σήματα, για το πώς αρθρώνονται σε λέξεις που σωματώνουν το πράγμα και επιστρέφουν ως δονήσεις της ψυχής κάνει λόγο ο Ελύτης. Και – σε μια ίσως παράδοξη αντήχηση – διά στόματος της Α. Γ., η Λισπέκτορ: «να μεταφράσω το άγνωστο σε μια γλώσσα που αγνοώ, χωρίς καν να καταλαβαίνω τι σημαίνουν τα σήματα». Λισπέκτορ: «όταν η τέχνη είναι καλή είναι επειδή άγγιξε το ανέκφραστο, η χειρότερη τέχνη είναι η εκφραστική». Ελύτης: μια τέχνη που δεν επαναλαμβάνει δυο φορές την αθλιότητα της ζωής, αλλά τη μεταβάλλει σε πραγματικότητα άλλη, πλάθοντας από δύο σίγουρες φθορές μια ενδεχόμενη διάρκεια. Μετατοπίζεται και μας μετατοπίζει από το «είναι» στο «μπορεί να είναι», από το «νυν έχον», στο «δυνατόν γενέσθαι». Το ποίημα ως γίγνεσθαι και ως δυνατότητα. Το ποίημα ως ξόρκι.

Tra un fiore colto e l’ altro donato/ l’ inesprimibile nulla4

Αν έπρεπε να κρατήσω ένα βιβλίο του Ελύτη στη βιβλιοθήκη μου… Ο νους υπαγορεύει Τα Ελεγεία της Οξώπετρας – ίσως το πιο ώριμο και βαθύ έργο του. Μα το συναίσθημα επικαλείται αμέσως τη Μαρία Νεφέλη γιατί, σε πολύ νεαρή ηλικία, με έκανε να αναρωτηθώ: τουλάχιστοναν ζούσαμεαπό την ανάποδη; Και να κρατώ μια φτώχεια που δεν έχει άλλος κανείς. Να φορτίζω την ερημιά έχοντας ακόμη ανθρώπους μέσα μου. Να ιδρύω, χωρίς λεφτά, μια δική μου λευκή παραλία. Le meilleur, c’est un sommeil bien ivre, sur la grève5. Διάβασα τον Rimbaud σχεδόν ταυτόχρονα με τη Μ. Ν. και μαζί συντέλεσαν μέσα μου μια ριζική ανατροπή, που δεν μπορώ ακριβώς να περιγράψω. Je ne sais plus parler!6 Παράδειγμα: εκείνοι οι εμβόλιμοι στίχοι σε ισπανικά, ιταλικά, ή γαλλικά, αλλά και στα γερμανικά, τα ακατανόητα σε μένα, αμετάφραστοι – στίχοι στις γλώσσες τους, από τον ποιητή τον ταυτισμένο με τη μονάχη έγνοια της γλώσσας του! – αναγγελία πως η ποίηση της γενιάς μου επρόκειτο να γεννηθεί και από τα σπαράγματα της γλώσσας, από τις αμετάφραστες ψηφίδες ξένων λέξεων. Και ακόμη: η σκηνική δομή αυτού του ποιήματος, με τις παράλληλες φωνές Μαρίας Νεφέλης και Αντιφωνητή, που με οδήγησε να του βρω φωνή και μελωδία και σώμα, να αυτοσχεδιάσω με τις λέξεις του άπειρες φορές, χαρτογραφώντας διαισθητικά ένα πεδίο που αργότερα θα καλλιεργούσα: το ποίημα ως προφορικό συμβάν του σώματος και της φωνής7.

Νυν το λεπιδοπτέρων το νέφος το κινούμενο

Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική

Πολύ μετά το πρώτο μάγεμα άρχισα να συνειδητοποιώ τις ιδεολογικές προεκτάσεις του έργου του Ε. – τόσο απεχθείς, τόσο ασύμβατες με αυτόν που θεωρούσα αναρχικό, της γλώσσας έστω. Πιστεύω όμως πως στον Ε. το μάγεμα της γλώσσας υπερβαίνει την ιδεολογία, ή μάλλον γίνεται ιδεολογία άλλης τάξεως. Και εννοώ, πεισματικά, να χαίρομαι το μάγεμα. Δεν το χαρίζω. Αναρωτιέμαι: μπορούμε να διαβάσουμε το Αξιον Εστί, σήμερα, πέρα από τους χιλιοτραγουδισμένους στίχους στο ρυθμό του εθνικού συνθέτη; Πέρα από τις σχολικές γιορτές και τα εγχειρίδια; Πέρα απ’ το βάθρο του αρρενωπού ποιητή – προφήτη που υμνεί τα κορίτσια και τη μνήμη του λαού του; Πέρα και από αυτά ακόμη τα πεζά κείμενα των Παθών, που ενώ αντλούν από τη ρηγματώδη γλώσσα – κοίτασμα του Ιερομόναχου Διονυσίου, τη λειαίνουν τεχνητά και την απονευρώνουν; Πέρα από το αφήγημα της τρισχιλιετούς συνέχειας και την «καθαρότητα» του έθνους; Πέρα από την ελληνοχριστιανική του πρόσληψη;

Παρά τις όποιες ιδεολογικές ενστάσεις, παραδέχομαι το έργο αυτό, ιδίως το Δοξαστικόν, ως σύνθεση πλήρως αρτιωμένη, ως αλχημεία συμφώνων και φωνηέντων όπου η γλώσσα γίνεται ο τόπος, τόσο οριζοντίως – τόπος που απλώνεται ως τοπίο – , όσο και καθέτως – τόπος που πυκνώνει ως μνήμη. Εάν όμως ο Ε. συνθέτει τόσο αποτελεσματικά ένα ποίημα – τόπο, θα μπορούσε άραγε να εμπνεύσει ποιήματα – τόπους του σήμερα, που αντί για τη συνέχεια και την καθαρότητα να εμπεριέχουν τις ρήξεις, τις επιμολύνσεις, τις προσμείξεις, τις μεταμορφώσεις, τα ετερόκλητα στρώματα που αναπόφευκτα κάθε τόπο συνιστούν; Να εμπνεύσει ένα ποίημα – τόπο με επίκεντρο τα μεταμορφωσιγενή πετρώματα – και τις κοινωνικές τους προεκτάσεις; Θα μπορούσε το νησί με τους κόλπους των ελαιώνων να τραγουδηθεί εκ νέου, λαμβάνοντας υπόψιν τα αλλεπάλληλα ναυάγια, τα απομεινάρια από τις λαστιχένιες βάρκες, τα κουφάρια των πνιγμένων, αλλά και τα καινούρια ονόματα και τις καινούργιες γλώσσες, τα καινούργια υποκείμενα που το μεταμορφώνουν, κρατώντας το εν ζωή;

Το ερώτημα μένει ανοιχτό – και ίσως η σκιά του Ε. να είναι τόσο βαριά, τόσο συγκεκριμένη στο δικό μας φαντασιακό, που μοιάζει άκυρο. Ισως γι’ αυτό και οι μιμητές του να αποτυγχάνουν. Θέλω όμως να κλείσω με μια αναφορά στο πώς, κατά τη γνώμη μου, η ποίησή του αντηχεί – με τρόπο χωνεμένο, επεξεργασμένο, ανεξάρτητο – σε δύο από τις πιο σημαντικές σύγχρονες ελληνίδες ποιήτριες: την Κατερίνα Ηλιοπούλου (κυρίως στο Βιβλίο του Χώματος) και τη Φοίβη Γιαννίση (κυρίως στα βιβλία Τέττιξ και Χίμαιρα). Εκεί το χώμα, το τοπίο, η θάλασσα, το σώμα και, ναι, η χαρά, βιώνονται με τρόπο εμμενή, απαλλαγμένα από τη μεταφυσική του έθνους, της φυλής, του φύλου. Το βάθρο του άνδρα ποιητή – προφήτη καταβαραθρώνεται. Μόνη της η σταγόνα σθεναρή πάνω απ’ τα βάραθρα. Πέρα και πάνω από τη μελαγχολία της κριτικής, αυτές οι δύο ξεχωριστές γυναίκες ποιήτριες καθιστούν επιτρεπτό το μάγεμα της γλώσσας – και του τόπου. Απενοχοποιούν τη φυσική ροπή προς τον παράδεισο. Με τρόπο όμως πολυφωνικό, πληθυντικό, ευάλωτο. Χιμαιρικό. Προς έναν μεταμορφωσιγενή παράδεισο, που δεν προϋποθέτει την έξωση των Αλλων και μας χωρά Ολες.

1. Ο στίχος είναι του Ανδρέα Κάλβου, παρατίθεται από τον ίδιο τον Ελύτη στον «Μικρό Ναυτίλο»

2. Το κείμενο χρησιμοποιεί εκτεταμένα αποσπάσματα από ποιήματα και δοκίμια του Ελύτη – άλλοτε αυτούσια και άλλοτε ελαφρώς παραφρασμένα

3. Ο στίχος είναι του Διονύσιου Σολωμού, παρατίθεται από τον ίδιο τον Ελύτη στον «Μικρό Ναυτίλο»

4. O στίχος είναι του Giuseppe Ungaretti, παρατίθεται από τον Ελύτη στη «Μαρία Νεφέλη»

5. Ο στίχος είναι του Arthur Rimbaud

6. Ο στίχος είναι του Arthur Rimbaud

7. Πριν από λίγα χρόνια, δουλεύοντας με μια ομάδα περφόρμερ στο όρος της Αίγινας, αρχές Μαρτίου, μετά την ανατολή, βρήκαμε έκπληκτοι στίχους από τη «Μαρία Νεφέλη» γραμμένους με κιμωλία στο έδαφος. Τους εντάξαμε στον αυτοσχεδιασμό