Ο φόνος στο μυθιστόρημα «Εγκλημα στο Κολωνάκι» που ο Γιάννης Μαρής έγραψε το 1953, γίνεται σε διαμέρισμα επί της οδού Σκουφά 10Ε. Ακριβώς τέτοια διεύθυνση βέβαια δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο Σκουφά 10, η πολυκατοικία όπου σήμερα στεγάζεται στο ισόγειό της η Εθνική Τράπεζα και της οποίας η πρόσοψη μένει ίδια και απαράλλαχτη. Κατά τα άλλα, όλα σχεδόν έχουν αλλάξει σε αυτόν τον δρόμο που αρχίζει από την Πλατεία Κολωνακίου, για να εκβάλει στα Εξάρχεια, παρ’ όλο που εδώ διατηρούνται σε άριστη κατάσταση οι παλαιότερες πολυκατοικίες από τη δεκαετία του 1930. Ενώ πριν από πολύ λίγα χρόνια υπήρχε ολόιδιο και το καφενεδάκι-γαλακτοπωλείο απ’ όπου ο αστυνόμος Μπέκας συνέλεγε πληροφορίες για την υπόθεση.

Η Σκουφά, όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του ο Οδυσσέας Ελύτης, εκείνη την εποχή ήταν ένας μεγαλοαστικός δρόμος με τα χαρακτηριστικά εμπορικά της γειτονιάς. Για παράδειγμα, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπήρχαν στις δύο γωνίες της με την πλατεία ένα χασάπικο και ένα ψαράδικο. Τότε είναι όμως που άρχισε σιγά σιγά να αλλάζει μορφή αφού εδώ αποτυπώθηκε η μεγάλη αλλαγή στα καταναλωτικά ήθη που έκανε, τότε, το Κολωνάκι εμπορικό κέντρο. Στη Σκουφά πρωτοάνοιξε ένα εμβληματικό μαγαζί με είδη σπιτιού, το MELI της Μαίρης Μητσοπούλου, που έφερε νέους κανόνες αισθητικής. Αλλά και το περίφημο ημιυπόγειο Marabou που είχε τις ωραιότερες καλαθούνες – τσάντες και έβαλε τις βάσεις αυτού που σήμερα λέμε boho chic. Στη Σκουφά κατηφόρισε, γύρω στο 1980 αφού πρώτα ανεξαρτητοποιήθηκε από το συστεγαζόμενο δισκάδικο Pop Eleven, και το περίφημο Free Shop, ναός της αλτέρνατιβ πολυτέλειας και κομψότητας. Εδώ και το εκκεντρικό Acrobat αλλά και το πρώτο Benetton που μας έμαθε το μάρκετινγκ με ιδεολογία, ενώ εκεί που ήταν παλαιότερα το ψαράδικο λειτουργούσε για πολλά χρόνια ο Αεράκης με τα ακριβά εσώρουχα και τα καλσόν που δεν σκίζονταν ποτέ.

Το reloading στην κατανάλωση που άρχισε να διαμορφώνεται προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έφερε και τον σχετικό εμπορικό μαρασμό της Σκουφά. Μαγαζιά έκλειναν και άνοιγαν ανάλογα με τις τάσεις που άλλαζαν ανά εξάμηνο. Ακόμη και το «στοίχημα Zara» φαίνεται ότι εδώ δεν κερδήθηκε. Αντίθετα, το τμήμα της από τον Αγιο Διονύσιο και κάτω, προς τα Εξάρχεια, κρατάει σταθερά εδώ και μια δεκαπενταετία περίπου, ως μία χαραμάδα τύπου Καρτιέ Λατέν. Εστιατόρια, καφέ, βιβλιοπωλεία που κρατάνε την περιοχή ζωντανή όλο σχεδόν το 24ωρο, χωρίς ωστόσο να έχουν δημιουργήσει ταυτότητα. Ορόσημο πάντα το Φίλιον, κέντρο ζυμώσεων της ανανεωτικής Αριστεράς, που ακόμη κάποιοι επιμένουν να το λένε Dolce, όπως το έλεγαν παλαιότερα, και να το θυμούνται για τις μπαβαρουάζ του.

Με τα χρώματα της Βένιας

Μια και, πιο πάνω, έγινε λόγος για boho style, είναι ομολογουμένως μια από τις πιο κακοποιημένες τάσεις της μόδας. Το ελεύθερο στυλ του δίνει «ελευθέρας» σε διάφορα αξεσουάρ και χρωματικούς συνδυασμούς ώστε πολύ συχνά να καταλήγει σε «καλώς ήρθες και πάλι τρελό καρναβάλι». Το σωστό δουλεμένο boho όμως παραμένει μια από τις πιο εντυπωσιακές αλλά και συγχρόνως κομψές εκφάνσεις της μόδας. Αυτό δηλαδή που πρόσεξα στα κοσμήματα, τις τσάντες και τα μαντίλια της Βένιας Μητροπάνου. Δουλεμένα με φαντασία, που όμως δεν γίνεται άλλοθι για να υποτιμηθούν ούτε οι αρχές της αισθητικής ούτε η ποιότητα της κατασκευής. Εντυπωσιακά χωρίς να είναι κραυγαλέα. Μοντέρνα μεν αλλά με τη διαχρονικότητα του κλασικού. Νεανικά, που όμως μπορούν να προσδώσουν νεανικότητα σε γυναίκες όλων των ηλικιών χωρίς να τις γελοιοποιούν. Και με υλικά που δεν αφήνουν «περιτρίμματα» σε κάθε κίνηση. Είναι από αυτά τα κομμάτια «παντός καιρού» που μπαινοβγαίνουν για πολλά χρόνια στις γυναικείες ντουλάπες και, πλην της διάθεσης, φτιάχνουν αλλά και υπογραμμίζουν τη διάθεση. (Ναι, η Βένια είναι η σύζυγος του αξέχαστου Δημήτρη Μητροπάνου).

Στα καταφύγια

Ηταν μόλις δυο-τρία χρόνια πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν θεσπίσθηκε νόμος σύμφωνα με τον οποίον όλες οι καινούργιες πολυκατοικίες της Αθήνας θα έπρεπε να έχουν καταφύγιο. Φαντάζομαι άκρως δυσοίωνο για εκείνη την εποχή. Που ευτυχώς, για την Αθήνα τουλάχιστον, αποδείχθηκε και αχρείαστο αφού η πρωτεύουσα δεν βομβαρδίστηκε (μόνο στα Δεκεμβριανά έγιναν ανατινάξεις κτιρίων). Τα καταφύγια ωστόσο παρέμειναν. Και ένα από αυτά, στα υπόγεια ενός μοντερνιστικού οικοδομήματος του τέλους της δεκαετίας του 1930 επί της οδού Πραξιτέλους 33, γίνεται (με πρωτοβουλία του Athens Trigono, του Προγράμματος Πιλοτικής Αναβάθμισης του Εμπορικού Τριγώνου του Δήμου Αθηναίων, που υλοποιείται με αποκλειστική δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος) από καταφύγιο ζωής, καταφύγιο ιδεών και δημιουργίας. Εκεί λοιπόν εγκαινιάστηκε χθες η έκθεση Bunker με τη συμμετοχή 17 νέων καλλιτεχνών, επιμέλεια του Γιώργου Γεωργακόπουλου και συντονισμό από τη Φωτεινή Καπίρη. Θα διαρκέσει μέχρι και τις 28 Νοεμβρίου.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΛΑΜΠΡΙΑ

εκδότρια

Τι μου αρέσει στην Αθήνα

Με συγκινεί, με ταράζει, τη λατρεύω. Να ζούσα, λέει, σε μια ταράτσα να βλέπω συνέχεια τον ουρανό της και μετά σαν Σούπερμαν να κατεβαίνω φρρρρ και να χώνομαι στις στοές και τα στενά της. Καρφωμένο στη σκέψη μου το κομμάτι του ουρανού πίσω από την Αγία Ειρήνη, νωρίς το πρωί ανάμεσα στις τζακαράντες και τις νεραντζιές. Παραδίπλα τα παλιά μαγαζιά που σβήνουν με το καλημέρα όλες τις ψηλομύτες φίρμες. Κανένα δεν θα μπορέσει να αντικαταστήσει τον Ελμάλογλου είτε ψάχνεις πανί για αιώρα είτε για μπροκάρ. Στα κουμπιά και στις πασμαντερί υστερούμε όπως και στα ωραία, πλούσια, αληθινά βιβλιοπωλεία. Αλλά έχουμε τη Στοά της Οπερας στην καραβοτσακισμένη Ακαδημίας κι εκεί είναι ο Τάσος που σου μαθαίνει μουσική κι έχουμε και την Αρχελάου που ανθίζει όλο φρεσκάδα κι εκεί στη Σάντα Λουτσία χαίρομαι ένα πιάτο μακαρόνια λες και με φλερτάρει ο Ούγκο Τονιάτσι.