Το νουάρ έχει χαρακτηριστεί, εδώ και πολλά χρόνια, ως το «σκοτεινό έπος των μεγαλουπόλεων». Από την εποχή ήδη των Χάμετ και Τσάντλερ, η πλοκή εκτυλισσόταν μέσα στα όρια της πόλης. Σκληροί κακοποιοί, παράνομοι επιχειρηματίες, διεφθαρμένοι πολιτικοί και αστυνομικοί βίωναν προσωπικά δράματα και περιπέτειες μέσα σε κακόφημες συνοικίες με μισοφωτισμένους έρημους δρόμους, εκεί όπου παραμόνευε το έγκλημα. Στην επανάσταση του neopolar, οι ήρωες του Μανσέτ, του Φαζαρντί και των συντρόφων τους ταξιδεύουν την πλοκή πέρα από τα στενά όρια της πόλης . Οι δρόμοι των συνοικιών δίνουν τη θέση τους στα έρημα αγροκτήματα, μακριά από τον αστικό ιστό. Πρακτική – πρέπει να σημειωθεί – που έχουν ακολουθήσει και πολλοί εκπρόσωποι της σύγχρονης σκανδιναβικής σχολής.

Στη σκηνή της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, εν αρχή ην ο Μαρής. Πρωτοπόρος. Ακολουθεί ο Μάρκαρης, εξελίσσοντας ιδιαίτερα την κοινωνική πλευρά του αστυνομικού μυθιστορήματος. Αρκετοί άλλοι βέβαια συγγραφείς έχουν συμβάλει στην εξέλιξή του, γράφοντας πολύ αξιόλογα μυθιστορήματα την ίδια εποχή: Φιλίππου, Αποστολίδης, Γκάκας μερικοί από αυτούς. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έχουν κάνει την εμφάνισή τους πολλοί και καλοί αστυνομικοί συγγραφείς. Νέοι, μεσήλικοι, γυναίκες και άντρες έχουν ανεβάσει αρκετά ψηλά τον πήχη. Θεωρώ ότι η πλειονότητα ανήκει «συγγραφικά» στους επιγόνους της γενιάς του Μάρκαρη και των συνοδοιπόρων του. Κινούνται στον χώρο που προσωπικά θεωρώ ως «νέο αστικό ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα», λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις κοινωνικές παραμέτρους και συνιστώσες.

Ας ξεκινήσουμε χωροταξικά. Η υπόθεση των μυθιστορημάτων εκτυλίσσεται στον αστικό ιστό.  Περισσότερο στην Αθήνα, λιγότερο στη Θεσσαλονίκη και άλλες επαρχιακές πόλεις. Η πλοκή συνήθως επικεντρώνεται στην εξιχνίαση κάποιου εγκλήματος ή μιας σειράς εγκλημάτων, που υπονοούν την παρουσία ενός serial killer, άσχετα αν ο συγγραφέας αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τον σχετικό όρο, θεωρώντας (άστοχα, κατά την άποψή μου) ότι παραπέμπει στη σύγχρονη σκανδιναβική σχολή. Το πρώτο σημείο ενδιαφέροντος είναι το πορτρέτο του κατ’ εξακολούθηση δολοφόνου. Ο τύπος του διαταραγμένου ψυχωσικού, ο ψυχρός, τρομακτικός κι αποστασιοποιημένος δολοφόνος, που αναλύεται μέσω της σκιαγράφησης προφίλ (επιστημονικά profiling) στα ξένα αστυνομικά μυθιστορήματα, στα αντίστοιχα δικά μας παρουσιάζεται σαν τον «άνθρωπο της διπλανής πόρτας». Η προσπάθεια ανάλυσης των πράξεων και των κινήτρων του εστιάζεται κυρίως σε συναισθηματικά και όχι ψυχολογικά αίτια.

Ενα δεύτερο σημείο είναι η κοινωνική προέλευση των θυμάτων. Τα περισσότερα ανήκουν στη μεσοαστική ή τη μεγαλοαστική τάξη. Αρκετά λιγότερα είναι τα θύματα, τα οποία οι οικονομικές συνθήκες έχουν εξοστρακίσει στο κοινωνικό περιθώριο. Τρίτο πολύ ενδιαφέρον σημείο, οι αστυνομικοί. Συνήθως μιλάμε για αστυνόμους της ΕΛ.ΑΣ., οι οποίοι παρουσιάζονται ως «καθώς πρέπει» δημόσιοι λειτουργοί. Καλοντυμένοι, με σωστή συμπεριφορά, υπέρμαχοι της ομαδικής δουλειάς, δουλεύουν μεθοδικά για να επιλύσουν τις υποθέσεις. Δεν είναι μεγαλοφυείς, σύγχρονοι Αϊνστάιν, αλλά επίμονοι κι εργατικοί, ακολουθώντας πιστά τα βήματα των προτύπων Μπέκα και Χαρίτου. Σπάνια παρεκκλίνουν των «νομίμων διαδικασιών» κι αν γίνει κάτι τέτοιο αφορά γραφειοκρατικές διαδικασίες. Και προς Θεού, μακριά από την καυτή λέξη «διαφθορά».

Στην προσωπική τους ζωή, μία από τα ίδια. Κάποιοι είναι σωστοί οικογενειάρχες. Αλλοι έχουν τα προσωπικά τους. Είτε ένα υπό εξέλιξη διαζύγιο, είτε κάποιον γιο ή θυγατέρα με προβλήματα της ηλικίας. Αλλά, μη φανταστείτε κάτι ιδιαίτερα σκληρό και συνεπώς ανεπανόρθωτο. Οποιαδήποτε σχέση με «κατεστραμμένους» ή «καταραμένους» αντίστοιχους ευρωπαίους ήρωες αποκλείεται. Σπανιότατα, θα συναντήσουμε αστυνομικούς εθισμένους σε αλκοόλ ή ουσίες. Ή άλλους με σεξουαλική δραστηριότητα στα επίπεδα του φυσιολογικού. Για παραπάνω ούτε συζήτηση. Το ίδιο σπάνια είναι η ύπαρξη κεντρικής ηρωίδας στον χώρο. Η γυναικεία παρουσία κατά μέγιστο ποσοστό περιορίζεται σε βοηθητικό, υποστηρικτικό ρόλο. Εκείνοι που παρεκκλίνουν σε κάποιο βαθμό είναι λίγοι συγγραφείς  που χρησιμοποιούν στον ρόλο του κεντρικού ήρωα ιδιωτικό ερευνητή ή και… κανένα ερευνητή.

Το πλαίσιο του «νέου αστικού ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος» υπαγορεύει σε μεγάλο βαθμό και τη γλώσσα: απλή, καθαρή, αποδεκτή στην καθημερινότητα… Μια γλώσσα «καθώς πρέπει», που δεν απειλεί τις κοινωνικές συμβάσεις κι αποφεύγει σκληρές εκφράσεις, αργκό και σεξιστικά σχόλια. Ακόμη και στην περίπτωση που πρέπει να γίνει αναπαράσταση σκηνών με υπόκοσμο και κακοποιούς, εκεί όπου η αργκό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αναγκαία ρεαλιστική, γίνεται χρήση «ευπρεπών και εντός ορίων» διαλόγων.

Θετικά στοιχεία

Η συμμόρφωση με το συγκεκριμένο στυλ γραφής αντανακλάται και στις περιγραφές των φόνων καθώς και των σκηνών εγκλημάτων. Η συνήθης απεικόνιση είναι καθαροί, «καθώς πρέπει» φόνοι. Μια βολίδα στην καρδιά ή στο κεφάλι. Μια μικρή αγχόνη. Ή ένα καθ’ όλα «αξιοπρεπές» δηλητήριο. Στη χειρότερη περίπτωση, ίσως ένα μαχαίρι. Η υπερβολική ποσότητα αίματος των Σκανδιναβών αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή. Κι αυτό ίσως αποτελεί ένα από τα θετικά στοιχεία του «νέου αστικού ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος».

Οσον αφορά την πλοκή, θα παρατηρήσουμε μια συνήθως γραμμική ανάπτυξη. Λίγες μόνο εξαιρέσεις, που κι αυτές συνήθως περιορίζονται σε απλά, συγκεκριμένα φλας μπακ. Απλή, καθαρή πλοκή. Τακτοποιημένη. Ακολουθούμε ένα συγκεκριμένο μονοπάτι, αποφεύγοντας πολυδαίδαλες παρεκκλίσεις με στόχο την παραπλάνηση του αναγνώστη. Και οι ανατροπές, με μέτρο χωρίς να γίνονται αυτοσκοπός. Αλλο ένα θετικό στοιχείο της συγκεκριμένης σχολής.

Ισως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι το κοινωνικό σχόλιο που συνοδεύει την πλοκή και αναδύεται σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, ανάλογα με την πρόθεση των συγγραφέων. Οι περισσότεροι, προερχόμενοι από τον ευρύτερα χαρακτηριζόμενο «προοδευτικό» χώρο, ξεκινούν την κριτική τους από μια «συντηρητική» αντιπολιτευτική διάθεση, που περιορίζεται στα όρια της αποκαλούμενης «κοινοβουλευτικής δημοκρατίας». Η προέλευση του συγγραφέα αντανακλάται ανάγλυφα στο κοινωνικό σχόλιό του. Είναι πολύ διαφορετική η κριτική που εντάσσεται στον σοσιαλδημοκρατικό χώρο και ο τρόπος που τοποθετείται (όπως στην περίπτωση του «νέου αστικού ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος) από τον συγγραφέα, που απορρίπτει την κοινοβουλευτική δημοκρατία με τη σημερινή της μορφή και δηλώνει υπέρμαχος της αντιεξουσιαστικής θεωρίας.

ΥΓ 1. Προς αποφυγήν παρερμηνειών, το να ανήκει κάποιος συγγραφέας σε οποιαδήποτε σχολή δεν αποτελεί από μόνο του θετικό ή αρνητικό στοιχείο. Καλός συγγραφέας είναι αυτός που γράφει καλά! Κι αυτό καλό είναι να το αποφασίζει ο τελικός κριτής: ο αναγνώστης!

ΥΓ 2. Δεν αναφέρθηκα σε ονόματα. Οι αναγνώστες μπορούν να επιλέξουν μόνοι τους. Μπορούν επίσης να κατανοήσουν και ποιοι σύγχρονοι συγγραφείς δεν ανήκουν στην σχολή που προαναφέραμε, αλλά γράφουν με στυλ που είτε παραπέμπει σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή είτε διαμορφώνουν με ένα προσωπικό στυλ μια ενδιαφέρουσα και μοναχική πορεία. Μπορούν επίσης να καταφύγουν στην πρόσφατη εξαιρετική «Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας» του Φίλιππου Φιλίππου (εκδ. Πατάκη, 2018, σελ. 437).