Οπως πολλοί προέβλεπαν, η συμφωνία των Πρεσπών προκαλεί ήδη σοβαρές αναταράξεις στο πολιτικό σύστημα. Το ζήτημα είναι υπό ποιες πολιτικές συνθήκες θα εισαχθεί προς ψήφιση η συμφωνία των Πρεσπών στην ελληνική Βουλή, εφόσον πράγματι ο υπουργός Αμυνας υλοποιήσει τη δέσμευσή του να παραιτηθεί.

Η αντίθεση της κοινής γνώμης στη συμφωνία είναι καταμετρημένη, δεδομένη και ευρεία, γεγονός που καθιστά ήδη τη νομιμοποίησή της προβληματική. Η ιδέα του δημοψηφίσματος αποκρούστηκε από την κυβέρνηση μετά βδελυγμίας. Αλλά και η αντιπολίτευση δεν έθεσε καν ζήτημα.

Μόνο μια αυξημένη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο θα μπορούσε ενδεχομένως να λειτουργήσει ως αντίβαρο στη λαϊκή κατακραυγή εναντίον της συμφωνίας. Υπάρχουν και προηγούμενα: το 1979 ο Κ. Καραμανλής υπέγραψε την ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ χωρίς προηγουμένως να διεξαγάγει δημοψήφισμα, αν και υπήρχε ισχυρό ρεύμα εναντίον της συμφωνίας. Αλλά ήταν ένας ισχυρός πρωθυπουργός, επικεφαλής ενός ισχυρού κόμματος, με ευρεία πλειοψηφία στη Βουλή. Παρομοίως και ο Κ. Σημίτης οδήγησε την Ελλάδα στην ευρωζώνη χωρίς εκπεφρασμένη λαϊκή συναίνεση, αλλά διέθετε ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Επομένως, κρίσιμες αποφάσεις για μείζονα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής έχουν ληφθεί κατά το παρελθόν χωρίς να ερωτηθεί ο λαός, κακώς ίσως, αλλά υπήρχε τουλάχιστον ισχυρός πολιτικός φορέας.

Αυτή τη στιγμή διαμορφώνεται το ενδεχόμενο η συμφωνία των Πρεσπών να εισαχθεί προς κύρωση στην ελληνική Βουλή από μια κυβέρνηση μειοψηφίας ή ενδεχομένως από υπηρεσιακή ή μεταβατική κυβέρνηση. Εάν αποχωρήσουν οι ΑΝΕΛ από τη συμπολίτευση, ο αριθμός των βουλευτών που στηρίζουν την κυβέρνηση θα μειωθεί κάτω από το όριο των 151, δηλαδή η κυβέρνηση θα χάσει τη δεδηλωμένη.

Οπότε θα υπάρξουν δύο ενδεχόμενα: είτε η σημερινή κυβέρνηση θα παραιτηθεί άμεσα και θα σχηματισθεί κάποια υπηρεσιακή ή μεταβατική κυβέρνηση με ορίζοντα τις εκλογές. είτε θα παραμείνει στην εξουσία ως κυβέρνηση μειοψηφίας, όσο δηλαδή δεν ανατρέπεται στη Βουλή από πρόταση δυσπιστίας.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν νοείται μια διεθνής συμφωνία, που πάσχει από σοβαρό πρόβλημα λαϊκής συναίνεσης και κοινωνικής αποδοχής, να εισαχθεί προς ψήφιση από κυβέρνηση με προσωρινό ή πολύ περισσότερο μειοψηφικό χαρακτήρα.

Ας παρατηρήσουμε εδώ, παρενθετικά, ότι τα σενάρια που διακινεί ο ΣΥΡΙΖΑ περί κυβερνήσεως μειοψηφίας μπορεί να στηρίζονται σε κάποιο εδάφιο του Συντάγματος. Αλλά στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες μια κυβέρνηση οφείλει να διαθέτει τη δεδηλωμένη. Δηλαδή τη δημόσια και ρητά εκπεφρασμένη δήλωση τουλάχιστον του ημίσεως συν ένα των βουλευτών ότι στηρίζουν την κυβέρνηση. Τα υπόλοιπα είναι νομικισμός. Στις δημοκρατίες, όμως, οι κυβερνήσεις δεν στηρίζονται σε ερμηνείες άρθρων του Συντάγματος, αλλά στη σαφή λαϊκή κυριαρχία. Πολύ περισσότερο όταν διακυβεύεται θέμα που άπτεται της εθνικής κυριαρχίας.

Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης.