Τους τελευταίους μήνες ανά τακτά χρονικά διαστήματα κυριαρχούν στην επικαιρότητα οι επιθέσεις των μελών του Ρουβίκωνα, αλλά και οι κινήσεις και η προκλητική ρητορική της Τουρκίας. Αυτή η αντίδραση είναι λογική, καθώς πάντα μία κρίση ή η αίσθηση μιας επερχόμενης κρίσης συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον και οξύνουν τα αντανακλαστικά κινδύνου της κοινής γνώμης. Ως εκ τούτου, κάθε φορά που ο Ρουβίκωνας κάνει μία επίθεση, όπως η πρόσφατη στην πρεσβεία των ΗΠΑ, ή κάποιος τούρκος αξιωματούχος μία εμπρηστική δήλωση, η συζήτηση καταλήγει στο πώς θα διαχειριστούμε την κατάσταση. Οταν λοιπόν κάποιος (πολίτης ή πολιτειακός παράγοντας) αναζητεί λύση σε κάτι που αντιλαμβάνεται ως κρίση, είναι αναμενόμενο να καταλήγει σε λύσεις ανάγκης, ακόμη και ρητορικής κλιμάκωσης.

Πρέπει να κατανοήσουμε καλά πως η Ελλάδα αντιμετωπίζει δύο παρατεταμένες κρίσεις χαμηλής έντασης τα τελευταία χρόνια. Η πρώτη βρίσκεται στον τομέα της εξωτερικής ασφάλειας και αφορά τη συμπεριφορά της Τουρκίας στο Αιγαίο, αλλά και γενικότερα. Η δεύτερη αφορά την εσωτερική ασφάλεια και σχετίζεται με την αύξηση των βίαιων ακτιβιστικών, αλλά και εξτρεμιστικών ενεργειών, από τον Ρουβίκωνα και άλλες αντιεξουσιαστικές ομάδες και οργανώσεις. Ουσιαστικά, μιλάμε για μικρού μεγέθους εντάσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα που δοκιμάζουν τις δυνατότητες των μηχανισμών διαχείρισης κρίσεων εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας. Ο στόχος δεν είναι ο ίδιος. Στην περίπτωση της Τουρκίας ο στόχος είναι η διαχείριση της κρίσης χαμηλής έντασης και η αποφυγή κλιμάκωσης ή πρόκλησης επεισοδίου που να δημιουργήσει τετελεσμένα, όπως στην περίπτωση των Ιμίων. Στο τομέα του εξτρεμισμού ο στόχος θα έπρεπε να είναι διττός. Από τη μία πλευρά η πρόληψη της περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησης και του περάσματος στον βίαιο εξτρεμισμό και από την άλλη η αντιμετώπιση των έκνομων ενεργειών.

Παρά τις διαφορές, οι οποίες είναι αρκετές, στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μία κοινή συνισταμένη, η αναγκαιότητα διαχείρισης κρίσης χαμηλής έντασης σε καθημερινό επίπεδο. Ο μηχανισμός διαχείρισης κρίσεων στην Ελλάδα δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Πρώτον, γιατί η δομή του στηρίζεται στον σχεδιασμό ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και, δεύτερον, επειδή απουσιάζει η ενιαία προσέγγιση της εθνικής ασφάλειας. Ουσιαστικά, στην Ελλάδα δεν υπάρχει ένα σύγχρονο σύστημα διαχείρισης κρίσεων που να αντιμετωπίζει όλες τις καταστάσεις στο πλαίσιο της εθνικής ασφάλειας. Επίσης, απουσιάζει η οργανωμένη επικοινωνιακή διαχείριση των κρίσεων χαμηλής έντασης, καθώς δεν υπάρχει πρόβλεψη στρατηγικής επικοινωνίας. Η σύγχρονη αντίληψη για την ασφάλεια και οι νέες απειλές προϋποθέτουν τη συνεργασία όλων των φορέων ασφάλειας (εσωτερικής και εξωτερικής) και την κεντρική διαχείριση των κρίσεων. Η αντιμετώπιση του προβλήματος ασφάλειας της Ελλάδας έχει ως συστατικό στοιχείο τη συντονισμένη και ενιαία διαχείριση κρίσεων μικρής και μεγάλης έντασης.

Ο Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι διεθνολόγος, δρ Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και Νέων Απειλών