«Είμαι μη δογματικός, μη μεταφυσικός…»

Στα «πάρεργα» ενός συγγραφέα ανήκει, βέβαια, το προσωπικό Ημερολόγιο, όταν μάλιστα αυτό είναι πρόχειρες σημειώσεις χωρίς συνέχεια και ετερόκλητα παραθέματα ή ντοκουμέντα, όπως συμβαίνει στις Μέρες του Γ. Σεφέρη. Ο ίδιος θεωρεί αυτές τις εγγραφές ως «εργαλείο», «άσκηση», «ξαναδοκιμάσματα» γραφής και όχι έργο.

Ο τίτλος είναι Καβαφογενής: «Μέρες του (χρονολογία)» επιγράφονται πέντε ποιήματα του Κ. Καβάφη, όλα ερωτικά. Στον Σεφέρη, αντίθετα, είναι μέρες ενός διανοούμενου δραματικά αποσπασμένου από τον ιδιωτικό εαυτό του και το δημιουργικό έργο του, «με την ανεμοδαρμένη ζωή» που υποχρεώνεται να διάγει, σε ρόλο ενεργό της ιστορίας· χαρακτηριστικά, τον ίδιο τίτλο («Μέρες…») φέρουν δύο ποιήματά του, στο Ημερολόγιο καταστρώματος Β’, και τα δύο με εικόνες από την Αλεξάνδρεια του 1943, που θυμίζουν την πόλη της Νυχτερίδας, στην τριλογία Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρ. Τσίρκα.

Η τριετία της εξόδου

Κυκλοφορεί τώρα ο τόμος Μέρες Η’, 2 Γενάρη 1961 – 16 Δεκέμβρη 1963, με επιμέλεια Κατερίνας Κρίκου – Davis και έπεται ο τελευταίος, Μέρες Θ’, με την ίδια επιμελήτρια: θα κυκλοφορήσει τον ερχόμενο Φεβρουάριο ή Μάρτιο, κλείνοντας τη σειρά αυτή, που άρχισε να δημοσιεύεται το 1975 (Μέρες 1925 – 1931), πάντα από τις εκδόσεις «Ικαρος». Επιβεβαιώνεται οριστικά πλέον ο χαρακτήρας του πρόχειρου μπλοκ-νοτ και φακέλου με παντοίο υλικό: ιδιόχειρες σημειώσεις αλλά και αποκόμματα εντύπων, ξενόγλωσσα κείμενα, γελοιογραφίες στον Τύπο με θέμα το Κυπριακό ιδίως, σκαριφήματα του ίδιου κ.λπ. Γράφεται πάλι σε σελίδες αγγλικού ημεροδείκτη και σε σημειωματάρια.

Η πολύχρονη ερευνητική εργασία της επιμελήτριας (όπως και η υποδειγματική επιμέλεια του προηγούμενου τόμου Ζ’ από τη Θεανώ Ν. Μιχαηλίδου) αξιοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτή την ύλη, στα Προλεγόμενα (50 σελίδες) και στις υποσέλιδες σημειώσεις, με διακειμενικές επισημάνσεις, διασταυρώσεις στοιχείων, πραγματολογικές πληροφορίες ιστορικές και γραμματολογικές για πολλά από τα οκτακόσια πρόσωπα που περνούν στις σελίδες αυτές και συγκεντρώνονται στο Ευρετήριο· και, τέλος, με τη μετάφραση όλων των ξενόγλωσσων κειμένων, φράσεων και λέξεων και με φωτογραφικό υλικό. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του τόμου Η’ είναι ότι περιέχει την τριετία της εξόδου του Σεφέρη από τη δημόσια υπηρεσία, την επιστροφή στην Ελλάδα και την απονομή του Νομπέλ που την επιστέφει. Είναι, λοιπόν, η λύση της «διχοτομίας» που βάρυνε στη ζωή του.

Εκτός «πολιτικής ορθότητας»

Αν όλα αυτά τα είχε ξεσκαρτάρει, ανασυντάξει ο ίδιος ο ποιητής, όπως έκανε κατ’ εξαίρεσιν στον τόμο Ε’ (Μέρες του 1945 – 1951), θα ήταν διαφορετικά πολύτιμο αυτοβιογραφικό κείμενο. Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος. Το αυτούσιο υλικό, χωρίς εκ των υστέρων επεξεργασία, μεταθέτει κάπως τον χαρακτήρα του από την αυτοβιογραφία προς τη βιογραφία και το χρονικό της εποχής.

Σώζεται, με άλλα λόγια, η άμεση πρόσληψη και η ενδόμυχη πρώτη αντίδραση χωρίς δεύτερη σκέψη, ιδίως χωρίς τη λογοκρισία της «πολιτικής ορθότητας» ή οποιασδήποτε δεοντολογίας. Δεν πιστεύω ότι σε επεξεργασμένο κείμενο θα επιβίωναν πολλά από τα σχόλια ή τα ασχολίαστα παραθέματα, όπως οι αυστηρές κρίσεις για πολιτικούς και διπλωμάτες, οι ειρωνείες και οι τσουχτερές παρατηρήσεις για την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας των ανακτόρων, πρεσβειών, σαλονιών, θεάτρων, γκαλερί αλλά και του σιναφιού των Γραμμάτων· από τα πολύ σοβαρά, όπως ένας λόγος του Π. Κανελλόπουλου που χρέωνε τη σφαγή των Καλαβρύτων σε υπαιτιότητα των ελλήνων αριστερών, ή το άλλο για την ελεύθερη κυκλοφορία των εγκληματιών Ναζί στη Γερμανία· μέχρι τα «ελαφρά», όπως το γνωστό σκίτσο του Φωκ. Δημητριάδη όπου ο Κων. Τσάτσος συνομιλεί με μια κότα (μετά την απαγόρευση των Ορνίθων του Αριστοφάνη), είτε η εικόνα της Μελίνας Μερκούρη ως ανίδεης βεντέτας, που «φυσικά δεν καταλαβαίνει τίποτε απ’ όλα αυτά» (στην πρεμιέρα της «Ερωφίλης» στο Ηρώδειο). Και βέβαια θα κοβόταν η περιγραφή της κυρίας Λεβίδη Καβαφιστί, «με στολή σαν τον ηγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης» και «με κουβέντες στοιβαγμένες μέσα της».

Ούτε ο Σικελιανός, παρ’ όλο που ο Σεφέρης τον σεβόταν και τον αγαπούσε, δεν γλιτώνει την τσουχτερή ειρωνεία του. Σε μια θαυμάσια περιγραφή του δελφικού τοπίου, βρίσκεται μπροστά στο σπίτι του Σικελιανού και διαβάζει μια επιγραφή στον τοίχο δίπλα στην είσοδο με στίχους από τον «Δελφικό Λόγο», «από τους χειρότερούς του: … Το πλέγμα των ναών, η συντυχιά της φύσης / εδώ ανταμώνονται της γης, σε μια οι τρανές αισθήσεις». Και προσθέτει ο Σεφέρης: «Καθώς τους αντίγραφα, ένας γάιδαρος γκάριζε δυνατά· δόξα να ‘χει ο Πανάγαθος».

Τα πολύ σοβαρά

Με την ελευθερία του εμπιστευτικού, αποκαλύπτεται ο πολιτικός Σεφέρης χωρίς τη διπλωματική τήβεννο και το υπηρεσιακό κολάρο. Μεταξύ άλλων ανατρέπεται η υποβολιμαία καλλιεργημένη – ιδιαίτερα στην Αριστερά – εικόνα ενός Σεφέρη δεξιού και αδιάφορου έως συνενόχου στην ατυχή εξέλιξη του Κυπριακού. Σε διάφορες εγγραφές και σε συνδυασμό με ανάλογες στα Πολιτικά ημερολόγια, φαίνεται ένας Σεφέρης βενιζελικός, σφοδρός επικριτής της αποικιοκρατίας και της φιλοτουρκικής βρετανικής πολιτικής με τα «παπατζήδικα κόλπα», αλλά και αντίθετος στην υποχωρητικότητα της ελληνικής πλευράς (Καραμανλής, Αβέρωφ, Μακάριος) στις διαπραγματεύσεις της Ζυρίχης· και στο Λονδίνο, όπου – σημειώνει με πικρία – ο τούρκος ομόλογός του ήξερε πολύ περισσότερα από τον ίδιο για τα διαμειβόμενα. Στους Βρετανούς και στον Τσόρτσιλ καταλόγιζε επίσης ευθύνες για την παλινόρθωση της μοναρχίας και για την υποδαύλιση του Εμφυλίου.

Στην ιστορική δίνη όπου παρασύρεται αναγκαστικά ο ποιητής, διασώζεται η ανεξαρτησία της συνείδησης αλλά λεηλατείται κυριολεκτικά ο δημιουργικός χρόνος, το διαρκές πρόβλημα του Σεφέρη. «Για μένα έμπνευση = διαθέσιμος χρόνος», σημειώνει το 1961 και παρόμοιες διατυπώσεις υπάρχουν σε όλους τους τόμους. Μια τέτοια του 1950 έδινε μεταφυσική διάσταση στο πρόβλημα, με μια μεταφορά: «Ο φοβερός πόλεμος που κάνει η πλάση για να μην υπάρξει ο Ποιητής». Ετσι, εκτός των άλλων, στον παρόντα τόμο περνάνε πολύ ελλειπτικά οι ουσιαστικές συνομιλίες του με τον Τ.Σ. Ελιοτ και με τον ΘΙ Μπονφουά και στα «ψιλά» οι συναντήσεις με τους Οντεν, Φόρστερ, Τόμας Ντίλαν, Λόρενς Ντάρελ, Χένρι Μίλερ…

Προς νομπελίσιμους

Στα εκτός «πολιτικής ορθότητας» που λέγαμε ανήκουν και τα σχόλια για την απήχηση της απονομής του Νομπέλ του 1963. Χαρακτήριζε τον πρεσβευτή μας στη Στοκχόλμη ως «νεκρό σημείο» – «το μηδέν που χρειαζότανε». Γιατί… «Αν ήταν ο Κύρου ακόμη στη Στοκχόλμη θα είχε σαμποτάρει τα πάντα». Στην Αθήνα πάλι, «… τα πατριωτάκια έχουνε χλωμιάσει από φθόνο. Ιωάννα μου λέει ότι βαρέθηκε να βλέπει κρεμασμένα μούτρα». Μεγαλύτερη σημασία έχουν τα περί πνευματικού ήθους παρεπόμενα. Η συμβουλή που δίνει – μέσω ενός κειμένου του Φρ. Μοριάκ – προς Νομπελίσιμους (και παντός είδους βραβειοθήρας, θα πρόσθετα) είναι η αυτοσυγκράτηση. «Αυτοί που δεν το σκέφτονται συχνά επικρατούν όσων το σκέφτονται διαρκώς». Ο ίδιος δεν το σκεφτόταν, εννοείται, και οφείλουμε να το πιστέψουμε.

Το αριστείο του πνευματικού ήθους όμως ανήκει στον Ελιοτ, σύμφωνα με όσα μας πληροφορεί η επιμελήτρια. Ο Σεφέρης ήταν απογοητευμένος από τη χλιαρή αντίδρασή του στην αναγγελία της απονομής. Δεν ήξερε ότι ο Ελιοτ τον είχε προτείνει δύο φορές στη Σουηδική Ακαδημία (1955 και 1961) και η ψυχρή αντίδρασή του ήταν για να θολώσει τα νερά, ότι τάχα δεν είχε ιδέα. (Ας σημειωθεί ότι συνυποψήφιος του Σεφέρη ήταν ο πανάξιος Σάμουελ Μπέκετ – επιπλέον Αγγλος – ο οποίος πήρε το Νομπέλ έξι χρόνια αργότερα).

Γράμμα προς Λορεντζάτο

Το χαμένο κέντρο

Το αναμφισβήτητο κέντρο και μεγάλο ατού στις Μέρες Η’ είναι, νομίζω, ένα πολυσέλιδο γράμμα – αλλά ανεπίδοτο – του Σεφέρη προς τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, το οποίο παραθέτει η επιμελήτρια σε Επίμετρο. Γράφεται, χωρίς να ολοκληρωθεί, στο Λονδίνο στις 7 Φεβρουαρίου 1962 και ξαναπιάνεται άλλες τέσσερις φορές σχεδόν όλο το 1962, στην Ελλάδα. Θέμα του η θεωρία του Ζ. Λορεντζάτου για το «Χαμένο κέντρο». Τον τίτλο αυτό έφερε ένα μεγάλο δοκίμιο, συμβολή του Λορεντζάτου στον ομαδικό τόμο Για τον Σεφέρη (1961). Η ευρωπαϊκή επιλογή του ποιητή ορθώνεται απέναντι στην άποψη του Λορεντζάτου ότι με την Αναγέννηση χάθηκε το «εν ου εστι χρεία», ήτοι η μεταφυσική παράδοση της χριστιανικής Ανατολής και «η Ευρώπη μας κόλλησε την αρρώστεια της».

Ο Σεφέρης γράφει στον Λορεντζάτο με αγάπη και νοσταλγία για τη φιλία και τις πνευματικές ανταλλαγές τους, αλλά αντικρούει σθεναρά τις ιδέες αυτές και αυτοπροσδιορίζεται ως «μη δογματικός, μη μεταφυσικός άνθρωπος». Σε μισοξύπνιο όνειρο – εφιάλτη μάλλον – βλέπει, λέει, μια Ελλάδα «προέκταση του Αγίου Ορους με όλα τα βυζαντινά συνήθεια, αδιαπέραστη και κλειστή», με μονομερή παράδοση: «… Γρηγόριος Παλαμάς, Παπαδιαμάντης, Πικιώνης, Κόντογλου, όχι όμως Χορτάτσης, ούτε Ρωτόκριτος – φύτρες της Αναγέννησης – ούτε Θεοτοκόπουλος […] Σολωμός που κοίταζε με το ‘να μάτι την Ιταλία και με τ’ άλλο την Κρήτη…». Η Ελλάδα, συμπεραίνει ο Σεφέρης, «δεν έχει τρόπο να απομονωθεί», «ο χώρος της αυτοτέλειας γίνεται τόσο μικρότερος όσο μεγαλώνει ο συμφυρμός των λαών της γης», η παγκοσμιοποίηση και η παγκόσμια διακυβέρνηση, που λέμε σήμερα. Γι’ αυτό αντιπαρατάσσει στην κεντρομόλο μεταφυσική του Λορεντζάτου το άνοιγμα και την πρόοδο, την υπεράσπιση της λογοτεχνίας που περιφρονεί ο συνομιλητής του και, προπάντων, την αναγεννησιακή επανεκκίνηση που χρειάζεται η Ελλάδα: «Χάσαμε καιρό, χάσαμε πολύν καιρό και τώρα ακόμη αδιαφορούμε εγκληματικά. Χρειαζόμαστε παιδεία και την παιδεία την έχουμε γράψει στα παλιά μας τα παπούτσια […] χρειαζόμαστε αγάπη και γλεντάμε κάθε τόσο φορώντας το πετσί του λύκου».

Λέγεται και ελευθερία. Ούτε, βέβαια, η δυτική διαφωτιστική ιδέα του Σεφέρη είναι δογματική και μεταφυσική, και αυτό γίνεται φανερό στις παρατηρήσεις του από την πολιτική του εμπειρία και την ευρωπαϊκή κουλτούρα, που σχολιάζει, έστω επιγραμματικά, σε όλες τις Μέρες και στα πολιτικά του ημερολόγια. Η διαλεκτική του για τον Ελληνισμό, για την πολιτισμική μας ταυτότητα και τη γλώσσα έχει κατατεθεί στις Δοκιμές, στον Διάλογο με τον Κ. Τσάτσο και βαθύτερα στην ποίησή του. Υπάρχουν τέλος οι αναλύσεις του έργου του σε πολυάριθμα δοκίμια, από τον Καραντώνη ώς τον Beaton, τον Ξ.Α. Κοκόλη, τον Αλ. Αργυρίου και τον Ν. Βαγενά, π.χ. η έξοχη μονογραφία του τελευταίου Ο ποιητής και ο χορευτής (1979).

Να μια εύστοχη συμπερασματική λέξη του Αλ. Αργυρίου: «Δεν βρίσκω καμιά θρησκεία ή φιλοσοφία που να τον περιέχει». Συμφωνώ κατά το ήμισυ: βλέπε παραπάνω.

Γιώργος Σεφέρης

Μέρες Η’,

Επιμέλεια: Κατερίνα Κρίκου – Davis, Ικαρος, 2018, σελ. 384

Τιμή: 16,60 ευρώ