Ο Ερρίκος Λίτσης είναι λαθροδιάσημος – ο όρος ανήκει στον Τσαγκαρουσιάνο. Εγινε ηθοποιός σε μεγαλύτερη ηλικία από την κλασική ή προβλεπόμενη και επίσης βραδύκαυστα έγινε και διάσημος – κυρίως από τρεις cult ταινίες: το «Σπιρτόκουτο» και την «Ψυχή στο στόμα» του Γιάννη Οικονομίδη και το «Τσίου» του Μάκη Παπαδημητράτου. Αυτές τις ημέρες πρωταγωνιστεί – μαζί με τον Τζούμα – στο come back του Σταύρου Τσιώλη στον κινηματογράφο με τίτλο «Γυναίκες που περάσατε από εδώ». Η φιγούρα του πια είναι λατρεμένη σε ένα ειδικό σινεφίλ κοινό, ενώ συνεχίζει και αθόρυβα τη διαδρομή του στο θέατρο – παίζοντας επίσης αυτές τις ημέρες το έργο «Η λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας» του Κόνορ ΜακΦέρσον, σε σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη. Κι όμως, μιλώντας μαζί του, μοιάζει να μην έχει μεσολαβήσει κανένα χειροκρότημα από τότε που αλήτευε στα Ανω Πετράλωνα, από τότε που έκανε δουλειές του ποδαριού, που ξενυχτούσε, που τράβαγε φιλμάκια με τον φίλο του συγγραφέα Γιάννη Τσίρο ή πήγαινε σινεμά στον Ζέφυρο με την οικογένειά του ή τον φίλο και γείτονά του Γιώργο Νάσιο (ιδιοκτήτη του θρυλικού μπαρ Μπάτμαν). Ο Λίτσης διατηρεί μια ανόθευτη λαϊκότητα και αμεσότητα, αυτή που είναι ζητούμενο στην τέχνη σήμερα ή αυτή που έχουν ξεχάσει πολλοί συνάδελφοί του. Εν μέσω εσπρέσο, θυμάται τα πρώτα του βήματα, τα Πετράλωνα, την Αριστερά στην οποία πρωτομυήθηκε, τους φίλους που τον παρότρυναν μετά τα 40 να γίνει ηθοποιός και τον τρόπο που συνέβαλε σε μια νέα μυθολογία στο αστικό σινεμά – σκληρή και ρεαλιστική.

Παίζετε τώρα στη νέα ταινία του Σταύρου Τσιώλη. Τον ξέρατε;

Ως σκηνοθέτη που έχει κάνει καλές ταινίες, ναι. Είχα δει σε ανύποπτο χρόνο το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», πιο μετά τον «Χαμένο θησαυρό του Χουρσίτ Πασά», το «Σχετικά με τον Βασίλη». Είχα εικόνα. Το «Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε» το είχα δει επίσης, είχα αντίληψη του σινεμά του Τσιώλη. Τον «Πανικό» ως ταινία τον είχαμε ανακαλύψει με φίλους. Εχει κυνηγητό με αυτοκίνητα, που είναι πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα. Επίσης, είχα διαβάσει ένα θεατρικό του που μου είχε δώσει μέσω άλλου και ήθελε να παίξω, αλλά για κάποιο λόγο δεν ευοδώθηκε η συνεργασία. Πιο μετά τον είχα γνωρίσει φευγαλέα στην ταινία «Καντίνα» του Καπλανίδη, της οποίας είχε γράψει το σενάριο. Τώρα είναι η πρώτη μας συνεργασία, το γυροφέρναμε όμως γενικά να συνεργαστούμε. Πάλι από σπόντα βέβαια προέκυψε, αφού πριν από μένα είχε τον Δημήτρη Πιατά. Είχε δοκιμάσει κάποιους πριν επίσης, κουμπώσαμε πολύ καλά.

Εχετε κάνει σινεμά με πολλούς δημιουργούς. Ποιο είναι το χαρακτηριστικό του Τσιώλη; Ρωτώ γιατί υπήρξε χρόνια στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, έχοντας εργαστεί με τους Κατσουρίδη, Δαλιανίδη και άλλους.

Εχει μια τελειομανία, μπορεί οι ταινίες που φτιάχνει να μην είναι του ρεαλιστικού, να είναι χιουμοριστικού είδους και αρκετά σουρεάλ για τα δικά μας δεδομένα, έχει μια τελειομανία όμως, είναι πολύ αυστηρός και ξέρει να αποκλιμακώσει.

Κουβαλάει κάτι από τη μεγάλη του Φίνου σχολή;

Εχει το παλιό ελληνικό χιούμορ. Οι χαρακτήρες του κουβαλούν κάτι από παλιές ελληνικές ταινίες, ναι. Είναι κάποια καλαμπούρια του που έχουν αναφορά στο χιούμορ των Σακελλάριου, Τσιφόρου και Ψαθά.

Ποιος σας είπε, αλήθεια, λαθροδιάσημο;

Πρώτος το είχε γράψει ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, το βρήκα χαριτωμένο και το εισέπραξα και ως κομπλιμέντο! Το έχω αποδεχθεί και αποδίδει σε μεγάλο βαθμό αυτό που πραγματικά είμαι. Είμαι διάσημος, αλλά σε ένα πολύ ειδικό κοινό σινεφίλ. Στο τρένο ξαφνικά κάποιοι άνθρωποι με αγκαλιάζουν, με ξέρουν κυρίως από ταινίες του Οικονομίδη ή το «Τσίου».

Υπάρχουν πολλά κοινά; Ή μιλάμε για ένα;

Με την ευρύτερη έννοια είμαστε όλοι εν δυνάμει κοινό, αλλά διαλέγουμε τον δρόμο μας, όπως όλοι είμαστε πολίτες, επειδή υπάρχουν πολλά κόμματα, υπάρχουν πολλοί πολίτες. Ανάλογα ποιο σινεμά επιλέγεις. Αυτά, δε, ανακατεύονται συχνά. Εγώ μπορεί να δω ανιμέισον, Σπίλμπεργκ, Τσιώλη. Εξαρτάται αν στο είδος του είναι καλό. Υπάρχει πάντως ένας διαχωρισμός, δεν τα βλέπουμε όλοι όλα πάντα. Εγώ πιστεύω πως στο είδος του και ο Τσιώλης και ο Μπουλμέτης, με τον οποίο επίσης έχω συνεργαστεί, είναι ποιοτικοί.

Το παράδειγμα του Τσιώλη πάντως είναι χαρακτηριστικό. Είναι δημοφιλής σε ένα κοινό αλλά όχι ευρύτερα!

Κοίτα, και ο Τσιώλης και το «Σπιρτόκουτο» πήραν διάσταση με το Ιντερνετ, σήμερα τους ξέρουν πολλοί. Οκτώ στους δέκα ίσως. Στο σινεμά κόψαμε 2.000 εισιτήρια πάντως με το «Σπιρτόκουτο». Από το 2006 και μετά την ταινία «Η ψυχή στο στόμα» άρχισαν να ανακαλύπτουν και το «Σπιρτόκουτο». Και το «Τσίου» το ίδιο, εκ των υστέρων ανακαλύφθηκε. Ο Τσιώλης κάνει ένα χιουμοριστικό σινεμά άλλου τύπου, που δεν είναι παλιός ελληνικός κινηματογράφος μόνο και ούτε απλώς νέος. Εχει κάτι που τα ενώνει τα δύο είδη. Και μάλιστα σε μια εποχή που ο εμπορικός κινηματογράφος είχε παρακμάσει, αρχές ’90.

Στον όρο cult πιστεύετε;

Τον όρο τον χρησιμοποιώ όπως ο κόσμος, το πιο ψαγμένο είδος με φανατικό κοινό.

Ο Τσιώλης, από όσο ξέρω, έβλεπε πολύ Καουρισμάκι. Εσείς;

Εγώ βλέπω και εμπορικό κινηματογράφο. Μικρός πήγαινα και δύο και τρεις φορές σε σινεμά την εβδομάδα. Τώρα έχω θέατρο το βράδυ. Δεν έχω τόση διάθεση και ανακαλύπτω στο σπίτι πολλές παλιές ταινίες από DVD.

Πηγαίνατε στον Ζέφυρο ως Πετραλωνίτης;

Ακόμη πάω. Το καλοκαιράκι είναι όαση. Δεν κοιτώ καν τι παίζει.

Εχει αλλάξει το ήθος του κοινού; Βλέπει με την ίδια ένταση σινεμά;

Εγώ μεγάλωσα σε μια γειτονιά στα Ανω Πετράλωνα, που είχε το Σινέ Αννα, δίπλα στον Ζέφυρο. Είναι σουπερμάρκετ τώρα, μεταξύ των δύο μεσολαβεί μια πολυκατοικία που ήταν τότε η μάντρα του Καραγκιόζη. Στο Αννα γνώρισα τον πρώιμο ιταλικό κινηματογράφο, τον εμπορικό, τον Μασίστα, τους Φράνκο και Τσίτσο, τον Γκοτζίλα, τα γιαπωνέζικα διαστημικά έργα της εποχής. Ο Ζέφυρος είναι το σινεμά όπου είδα το «Μπεν Χουρ» σε πρώτη προβολή. Η γειτονιά έφερνε κασόνια και σκαμνάκια από τα σπίτια της για να χωρέσει! Υπήρχε και το σινεμά Παρθενώνας, πάντα στα Ανω Πετράλωνα, τέρμα Τριών Ιεραρχών. Βλέπαμε δεκάδες πράγματα, τότε, από Αλέν Ντελόν, Μπρόνσον, έφηβοι εμείς, οι πρώτοι νεσκαφέδες μας, τα πρώτα κρυφά μας τσιγαράκια, το Καρελάκι, μέχρι τα γεράματα που πεθάναν οι γονείς μου πήγαιναν στον Ζέφυρο. Η κυρία Γωγώ δεν θέλει να μου κόβει εισιτήριο, με θυμούνται από μικρό. Κάποια στιγμή έπαιξαν τιμητικά το «Σπιρτόκουτο» και ήταν για μένα πολύ συγκινητικό.

Πώς είναι σήμερα τα Πετράλωνα; Εχουν γίνει μαζική περιοχή.

Εκεί γεννήθηκα, ανδρώθηκα, εκεί μένω. Τη βλέπω ως περιοχή πολύ όμορφη. Εχουν ανοίξει βέβαια μαγαζιά και σε σημεία που δεν πρέπει, λες το παρακάνανε, καβαλάνε πεζοδρόμια. Αλλά στο σύνολο μου αρέσει αυτή η έκρηξη. Υπάρχει μια θεμιτή ως έναν βαθμό οχλαγωγία, τα καλοκαίρια βέβαια είναι δύσκολα για όσους μένουν εκεί, ακόμη και το άνοιγμα μιας πόρτας αυτοκινήτου.

Μετά το σχολείο τι κάνατε;

Μπαίνω το 1973 στη Βιομηχανική. Γνώρισα τότε μεγαλύτερους από μένα φοιτητές ρηγάδες που έμεναν στην ίδια πολυκατοικία. Στα 16-17 άκουγα πολύ ροκ, ένας εξ αυτών με έβαλε σε Μίκη και τέτοια, είχα μια αντίληψη περί χούντας βέβαια, αλλά αυτός μου μίλησε για Ελληνες εξωτερικού. Με έκανε να αγαπήσω τον Ρίτσο, ήταν ήδη εικοσάρης τότε, μου μίλησε για τη διάσπαση του ΚΚΕ το ’68, για το ΚΚΕ Εσωτερικού.

Α, έτσι μυηθήκατε!

Αυτά λίγο με τα κόμματα είναι σαν τις θρησκείες και τις ποδοσφαιρικές ομάδες. Οπου πέσεις, όπου μεγαλώσεις. Μεγάλωσα με ΚΚΕ Εσωτερικού, Δημοκρατία, Ρήγα Φεραίο. Ακολούθησα αυτή την πορεία.

Η ηθοποιία;

Από την εφηβεία ασχολούμουν, είχα έναν παιδικό φίλο, τον συγγραφέα Γιάννη Τσίρο, Πετραλωνίτης τότε, σαν από χόμπι, και οι δύο στο μεταπολιτευτικό κίνημα, είχαμε ανησυχίες, φτιάχναμε ταινιάκια με super 8. Από μεροκάματα σε εργασίες του ποδαριού νοικιάζαμε κάμερες, ο Γιάννης ασχολιόταν τότε και με τη φωτογραφία. Υπάρχουν ακόμη και σήμερα μπομπινούλες.

Τι γυρίζατε;

Τη γειτονιά μας, τα πάρτι μας. Πριν από καιρό κάναμε και προβολή σε ένα μαγαζί που είχε ο Ξυκομηνός. Είχαμε έφεση να ασχοληθούμε με τις τέχνες, όπως καταλαβαίνεις. Οι γονείς μου βέβαια ήθελαν κάτι άλλο, τι είναι αυτά τώρα, εγώ ζωγράφιζα, θα πεθάνεις σε ψάθα, μου λέγανε! Εκανα πολλές δουλειές, έκανα ερασιτεχνικό θέατρο σαν χόμπι, ένιωθα την ανάγκη αυτή. Κάποια καλοκαίρια έκανα και κάτι σαν σταντ απ κόμεντι, σαν κομφερανσιέ, έλεγα αυτοσχέδια τραγουδάκια, κάποια σκετσάκια. Πέρναγε το καλοκαίρι, επανερχόμουν στην αθηναϊκή πραγματικότητα, πάντα όμως είχα το μαμούνι να ασχοληθώ με τις τέχνες! Μπήκα σε αυτό το κανάλι, με παρότρυνση φίλων, όταν βρέθηκα σε υπαρξιακό αδιέξοδο, όταν πέθαναν οι γονείς μου. Κυρίως ήμουν DJ και σε ελληνάδικα, είχα μεγάλη θητεία. Μετά τα μέσα του ’90 που πέθαναν οι γονείς μου, πέρασα κρίση υπαρξιακή και ρωτούσα τον εαυτό μου: θα κάνουμε ποτέ αυτό που πραγματικά θέλουμε;

Και;

Με παρότρυνση του Τσίρου στο Θέατρο Αλλαγών, άλλαξαν όλα. Αφού το ‘χεις, δεν πας να το οργανώσεις λίγο θεωρητικά, να ασχοληθείς; μου είπε. Μου φαινόταν δύσκολο λόγω ηλικίας. Ξεψυχοπλακώθηκα όμως, υπήρξαν και συγκυρίες. Εκανα κάτι πρώτα βήματα όπως σε σίριαλ με τη Ζωή Λάσκαρη στην ΕΡΤ. Αυτό για μένα ήταν ήδη πολύ. Το δεύτερο ήταν η συμμετοχή μου στις «Σκιές στο περιστύλιο» στην ΕΡΤ, με τον Τάκη Μόσχο, κάνα δυο σκηνές. Κάνω λίγο μετά μια μικρού μήκους με τους Περικλή Μουστάκη και Πέμη Ζούνη. Από την πρώτη στιγμή κάτι με ευνοούσε να είμαι κοντά σε σπουδαία ονόματα.

Με τον Οικονομίδη πώς γνωριστήκατε;

Με τον Γιάννη γνωριστήκαμε σε πρόβες μιας ταινίας που δεν έγινε ποτέ. Μετά μου πρότεινε αυτήν τη συνεργασία για το «Σπιρτόκουτο», δεν ήξερε ούτε αυτός πού θα οδηγήσει. Μετά το «Σπιρτόκουτο» άλλαξε η ζωή μου, πήρε μια άλλη τροπή. Μπήκα στον χώρο και κατάλαβα πως αυτό θα ακολουθήσω. Η δεύτερη μεγάλη μου συμμετοχή με βασικό ρόλο ήταν στο «Delivery» με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Το 2006 ήλθε «Η ψυχή στο στόμα» και από τότε δηλώνω ολοκληρωτικά ηθοποιός. Είχα και συμμετοχή στην ταινία «Κι αν φύγω, θα ξανάρθω» της Δώρας Μασκλαβάνου, στο «Είναι ο Θεός μάγειρας» του Στέργιου Νιζήρη. Εκανα πέρασμα σε ταινία του Σταύρακα. Από την αρχή συνεργάστηκα με ανθρώπους που θαύμαζα και ήξερα. Μετά την «Ψυχή στο στόμα» βέβαια ήλθε το «Τσίου».

Και το «Τσίου» λατρεύτηκε πάντως. Γιατί;

Γιατί μιλάει για προβλήματα νεολαίας. Βλέπανε τους γονείς τους και χαίρονταν που βρήκαν την ευκαιρία να τους ξεφτιλίσουν, έδειξα παικτικά κάπως την ξεφτίλα που κουβαλάει ο πατέρας τους, το ψευτοαντριλίκι. Και στο «Τσίου» βρήκαν τον κώδικα που μιλάνε μεταξύ τους, είδαν έναν καθρέφτη.

Μιλήσατε με τη γλώσσα τους.

Ναι…

Κανείς δεν τολμούσε ώς τότε, ντρέπονται να μιλήσουν οι σκηνοθέτες;

Ο Οικονομίδης μίλησε για την ελληνική οικογένεια, δείχνοντας όλη τη βρωμιά που βάζουμε κάτω από το χαλί, πέρα από την επανάληψη του υβριστικού λόγου, δείχνει μια δυσγλωσσία. Τότε κάποιοι θέλανε να μας πούνε πως δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα, π.χ. τοκογλύφοι. Οχι μόνον υπάρχουν σήμερα, αλλά πια η πραγματικότητα είναι πιο σκληρή. Να πούμε για τον Ζακ Κωστόπουλο, που τον ξυλοκόπησαν και τον σκότωσαν; Μπροστά στα μάτια μας; Να πούμε για τον βιασμό της κοπελίτσας; Να πούμε για ανθρώπους που κρεμάστηκαν επειδή δεν είχαν να πληρώσουν; Τα ξεχνάμε αυτά; Δεν χάνονται σπίτια; Υπήρχε κόσμος που ξυλοφόρτωνε τις γυναίκες του, που σήμερα ζει και αύριο όχι. Αν περνάμε καλά, κάνουμε τα πάντα να μην τα δούμε όλα αυτά.

Γιατί δεν μιλούν οι καλλιτέχνες;

Θέμα επιλογών, τραγούδια κάνει κι ένας μεγάλος δημιουργός, κι ένας της ποπ ή στο σκυλάδικο.

«Η οικογένεια είναι αστείρευτη πηγή συγκρούσεων»

Η οικογένεια είναι αιτία πολλών δεινών;

Είναι μια μικρή κοινωνία. Εγώ όταν μεγάλωσα κι έβλεπα το διαμέρισμα των γονιών μου, έμεινα έκπληκτος. Πώς σε αυτό κυκλοφορούσαν δύο μεγάλοι άνθρωποι και τρία παιδιά; Αυτό το στρίμωγμα φέρνει αναστάτωση. Ημαστε συνέχεια όλοι μαζί. Αυτό από μόνο του είναι θέμα σε μια κοινωνία της πόλης που η οικογένεια είναι το κύτταρό της. Η οικογένεια είναι αστείρευτη πηγή συγκρούσεων. Και η «Χώρα προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα επίσης έχει την οικογένεια στο κέντρο. Από άλλη οπτική γωνία. Και οι μεγάλοι δραματουργοί παλιά, το δανέζικο σινεμά.

Ζείτε από την ηθοποιία;

Ζω, όχι πολυτελώς, μα ζω.

Είναι αλήθεια πως πριν γίνετε ηθοποιός εργαζόσασταν σε εμπόριο κασέτας;

Προσπάθησα να μπω σε βιντεοταινίες, ήμουν σε εμπόριο βιντεοκασέτας, ήθελα να παίξω. Ερχόμουν τότε πολύ σε επαφή με παραγωγούς. Είχα φτάσει πολύ κοντά, αλλά είχα ζητήσει σενάριο. «Με τον Βουτσά θα παίξεις, έλα στο γύρισμα και θα δούμε τι θα παίξεις» μου είπαν. Ταινία χωρίς σενάριο; Τι μου λες τώρα! Τελικά, βρέθηκα την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο σημείο.

Παίζετε και θέατρο.

Ναι, και είμαι τυχερός. Εχω συνεργαστεί με τον Κακλέα. Τώρα με την Ελένη Σκότη στο «Επί Κολωνώ». Συμμετέχω και στη σειρά «Η ζωή εν τάφω» του Τάσου Ψαρρά. Επαιξα σε ταινίες του Παναγιωτόπουλου, του Κούνδουρου, του Γκορίτσα και παραλίγο του Αγγελόπουλου. Βέβαια στον «Νοτιά» και στο «1968» του Μπουλμέτη. Στην πρώτη μου διαφήμιση έπαιζα με τον Βέγγο. Αυτό το θεωρώ τύχη.

Πολιτικά πώς τα βλέπετε;

Πολύ δύσκολα τα πράγματα, όλοι μαζί καλπάζουμε στην Ακροδεξιά. Η παρακμή της σοσιαλδημοκρατίας και η μετατροπή της σε Δεξιά ανοίγει τον δρόμο στην Ακροδεξιά. Λέω μια ατάκα στο θέατρο: η ζωή προχωράει και συ κάθεσαι και απλώς σβήνεις τις μέρες από το ημερολόγιο, αλλά έρχεται η μέρα που η πίστη δεν σε βγάζει πουθενά και μια μέρα βρίσκεσαι πεταμένος στον δρόμο και αόρατος.