Η «υπόθεση Πετσίτη», την οποία πρώτη έφερε στο φως αυτή εδώ η εφημερίδα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι απλώς αποδεικνύει για πολλοστή φορά τη στενή σχέση ελληνικής «καπατσοσύνης» και ελληνικής πολιτικής: ένας «αυτοδημιούργητος» επιχειρηματίας/μεσάζων, εκμεταλλευόμενος τις προνομιακές προσωπικές σχέσεις του με υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη, εγκαθίσταται, κατά διαστήματα θεσμικά και κατά διαστήματα άτυπα, στα κέντρα και στα παράκεντρα της εξουσίας, διακινεί υποσχέσεις και χρήμα και εκτοξεύεται οικονομικά και κοινωνικά.

Μόνο που αυτή είναι η μία όψη. Η άλλη, πολύ σημαντικότερη, είναι ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο, είτε ως εθελοντής είτε ως εντολοδόχος της κυβέρνησης, ενεργώντας πάντως στο όνομά της, συνδέεται, λόγω της σχέσης του με κύπριους δικηγόρους εξειδικευμένους στη δημιουργία offshore εταιρειών και λόγω της εμπλοκής του με δραστηριότητες του επιχειρηματία Λαυρεντιάδη, με δύο τουλάχιστον σοβαρές υποθέσεις κρατικού χαρακτήρα. Από αυτή την άποψη, η «υπόθεση Πετσίτη» μπορεί να αποδειχθεί καταλύτης για τη διάλυση και του τελευταίου μύθου που απέμεινε στην παρούσα κυβέρνηση, εκείνου που τη θέλει «να έκανε λάθη αλλά να μην πλούτισε σε βάρος του λαού».

Στελέχη της κυβέρνησης μπορούν να ισχυρίζονται, μέχρις ότου βρεθούν ενδεχομένως περί του αντιθέτου αποδείξεις, ότι δεν πλούτισαν προσωπικά, όμως τα χρήματα, οι ευκαιρίες και η αξιοπιστία που έχασε ή πήγε να χάσει το Ελληνικό Δημόσιο από πράξεις και παραλείψεις τους μετριούνται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ και συνιστούν όχι μόνο μη ηθική αλλά και παράνομη συμπεριφορά. Αρκεί να θυμηθούμε τα 650 εκατομμύρια που θα χάνονταν από την παράταση της σύμβασης παραχώρησης του αεροδρομίου αν η Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θορυβημένη από το αρχικό τίμημα, δεν ξανάνοιγε τον φάκελο και δεν προσδιόριζε αυτή το ορθό τίμημα. Την προετοιμαζόμενη αγορά 300.000 βλημάτων από τη Σαουδική Αραβία, για άγνωστους λόγους, μέσω άλλου μεσάζοντος και χωρίς τη συμφωνία της στρατιωτικής ηγεσίας. Τα τουλάχιστον 50 εκατομμύρια που προστέθηκαν επί της σημερινής κυβέρνησης στο χρέος της εταιρείας ELFE ΕΠΕ, συμφερόντων Λαυρεντιάδη, προς τη ΔΕΠΑ, με πλήρη γνώση πολλών υπουργών, όπως επισήμως κατέθεσε διορισμένος από την κυβέρνηση επικεφαλής της. Τις καταγγελίες μέσα στο Υπουργικό Συμβούλιο από μέλη του για μυστικά κονδύλια και μυστική διαχείρισή τους. Τις ζημιές και τις υποχρεώσεις, συνολικού ύψους άνω των 20 εκατομμυρίων, για εξαγορά από τη ΔΕΗ εταιρείας των Σκοπίων που κάθε άλλο παρά απαραίτητη ήταν και γενικά το σπρώξιμο της κρατικής εταιρείας ενέργειας στο χείλος της χρεοκοπίας. Την απώλεια πολλών εκατομμυρίων από την επί πολλούς μήνες ανέλεγκτη είσοδο και έξοδο από το μετρό της Αθήνας επ’ ευκαιρία «αναβάθμισής» του. Τους φωτογραφικούς και επαχθείς για το Δημόσιο διαγωνισμούς για τον οδικό άξονα Πάτρας – Πύργου, για την παραχώρηση του Εμπορευματικού Κέντρου του Θριασίου Πεδίου και πιθανώς και για άλλους που δεν έχουν βγει ακόμη στη δημοσιότητα. Την τεράστια απώλεια κρατικών εσόδων από το χαλάρωμα των σχετικών με το λαθρεμπόριο καυσίμων ελέγχων. Κι όλα αυτά χωρίς να συνυπολογίσουμε το τσουνάμι προσλήψεων μόνιμου προσωπικού και συμβασιούχων που έκαναν το Ελληνικό Δημόσιο να φουσκώσει, ενώ η κρίση είναι ακόμη εδώ, σε επίπεδα του 2010.

Αυτή η αποδεδειγμένη διασπάθιση εικονογραφεί, για όποιον θέλει να μιλά τη γλώσσα της αλήθειας, το ηθικό πλεονέκτημα της απερχόμενης κυβέρνησης.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος