Ηταν ζήτημα χρόνου να ζητήσει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος τον μηδενισμό του κοντέρ λίγο πριν από την τελική στροφή. Αργά ή γρήγορα η κυβέρνηση θα απαιτούσε το ύστατο συγχωροχάρτι: να ξεχαστεί το δικό της μερίδιο στην υποβάθμιση του πολιτικού διαλόγου σβήνοντας τις κατηγορίες που κατά καιρούς έχει εξαπολύσει για «προδότες» και «γερμανοτσολιάδες». Ο Τσακαλώτος συμπεριφέρεται σαν μεταμνημονιακός υπουργός χωρίς προμνημονιακό βιογραφικό. Το μέλλον είναι στρωμένο μόνο με τις καλύτερες προθέσεις: επιδόματα, αναδρομικά, υποσχέσεις για προσλήψεις. Και στο βάθος, σοσιαλδημοκρατία.

Το παρελθόν είναι ήδη μια άλλη χώρα. Ο υπουργός Οικονομικών δεν ήταν εκεί όταν χτυπούσαν τον Κωστή Χατζηδάκη ή όταν πετούσαν το πρώτο γιαούρτι στον Θόδωρο Πάγκαλο. Δεν άκουσε τα συνθήματα της αυτόνομης Κερατέας ούτε της αγανακτισμένης πλατείας. Δεν αντιλήφθηκε ότι η συγκολλητική ουσία που ενώνει τις μούντζες 15χρονων προς την εξέδρα των επισήμων με τον τηλεοπτικό λαϊκισμό και τους προπηλακισμούς είναι το «αφήγημα των προδοτών». Εκείνο που διαδόθηκε σαν γλυκερό παραμύθι στην επικράτεια του ανορθολογισμού αποτίναξε την έννοια της προσωπικής (συν)ευθύνης και επέβαλε τα αντανακλαστικά της μνησικακίας. Υπήρξε κάποτε μία στιγμή στη θλιβερή εικονογράφηση της ελληνικής κρίσης που πολιτικοί είδαν το πρόσωπό τους σε αφίσες των Εξαρχείων σαν στόχο για βελάκια. Πρόσφατα έλληνες δημοσιογράφοι αντίκρισαν το δικό τους στο πρωτοσέλιδο φιλοκυβερνητικής εφημερίδας κάτω από πηχυαίο τίτλο για δήθεν μυστικά και ντοκουμέντα, παραμύθια με τη ρωσική αρκούδα, Anonymous αποκαλύψεις τις οποίες διέψευσαν οι ίδιοι οι Anonymous. Απόδειξη ότι ο ιός της συνωμοσιολογίας και της «προδοτολαγνείας» είναι πολύ ισχυρός για να εξοντωθεί μέσα σε οκτώ χρόνια. Απλώς μεταλλάσσεται.

Κι όμως, το υπόδειγμα που ξεχνάει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος βρίσκεται εκεί: στην προμνημονιακή περίοδο του σημερινού εαυτού. Και κατοικεί στα λόγια του (αλήθεια, αυτό το τσιτάτο είναι κλεμμένο από τον πέρση ποιητή Χαφέζ;): «Τα επιχειρήματα του κ. Σόιμπλε που μέσα από τις συνεντεύξεις του ασκεί έντονη κριτική και επιτίθεται στους Ελληνες δεν είναι καινούρια. Oλο το προηγούμενο διάστημα τα ακούγαμε από τον κ. Παπαδήμο, τον κ. Βενιζέλο, τον κ. Παπανδρέου και τον κ. Σαμαρά. Μπορεί οι Ευρωπαίοι να λένε ότι είμαστε όλοι Ελληνες, αλλά μάλλον κάποιοι Ελληνες δεν είναι και τόσο Eλληνες. Αυτοί που μας κυβερνούν» (Αλέξης Τσίπρας, Φεβρουάριος 2012). Αυτή είναι η μήτρα από την οποία ξεχύθηκε ο πολακισμός. «Γκεσταμπίτες, μενουμεευρώπηδες, βαστασοιμπλέδες……μη χαίρεστε….. ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ» (Μάιος 2017). Είναι η ίδια κοίτη στην οποία συμπλέουν οι εκ του ασφαλούς αφορισμοί περί «ανυπακοής» των καθαρόαιμων αντιστασιακών Eλλήνων εναντίον – ποιων άλλων; – των μνημονιακών: «Οταν έχουμε άδικο καθεστώς, η αντίσταση πρέπει να παίρνει βίαιη μορφή» (Γιώργος Κατρούγκαλος, Νοέμβριος 2013).

Αν τα θυμίζουμε όλα αυτά δεν είναι από ένα καπρίτσιο αυτοδικαίωσης ή μνησικακίας. Eτσι κι αλλιώς οι κατηγορίες για «προδότες» είναι εξίσου καταδικαστέες και σήμερα, όταν στρέφονται εναντίον κυβερνητικών στελεχών. Μέσα στη «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση» που στήνουν, όμως, μεθοδικά οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, λειτουργεί κάποτε ο μηχανισμός της αυτοπροστασίας. Ακόμη κι αν έχουμε «συγχωρήσει» το πρόσφατο παρελθόν μας, για να γλιτώσουμε από τη μελαγχολική καθήλωση, δεν σημαίνει ότι το έχουμε ξεχάσει.

Το μεγάλο άλμα των 100 ημερών που πρότεινε ο Πρωθυπουργός έχει κάτι από το ομηρικό επεισόδιο των Λωτοφάγων. Μας ζητάει να ξεχαστούμε όλοι μαζί σαν να μην υπήρξε ποτέ η προηγούμενη ημέρα, παρά μόνο το διάγγελμα στην Ιθάκη. Να προσέλθουμε σαν υπνοβάτες στο ξέφωτο του Ευκλείδη Τσακαλώτου, με σβησμένο το ιστορικό της κρίσης. Οχι επειδή ξεπεράσαμε τους ευνουχισμούς και τα τραύματα. Αλλά επειδή η πρόσφατη Ιστορία εργαλειοποιείται στο όνομα της κομματικής αλήθειας. Επειδή η λήθη γίνεται το άλλο πρόσωπο της προπαγάνδας.