Η συνέντευξη-ποταμός του Οδυσσέα Ελύτη στον Γιώργο Κ. Πηλιχό έγινε στις 27 Ιανουαρίου 1973. «Εποχή μεγάλης σύγχυσης» όπως αναφέρει στον πρόλογό του ο δημοσιογράφος, γι’ αυτό και θεώρησε επιτακτική ανάγκη τη συζήτηση με έναν ποιητή. Ο Ελύτης, έξι χρόνια πριν από τη βράβευσή του με Νομπέλ, είχε μόλις εκδώσει το «Μονόγραμμα» και τα «Ρω του έρωτα». Από τη μεγάλη του συνέντευξη για τη γλώσσα, την Ελλάδα, την τέχνη, την ευθύνη του ποιητή, μεταφέρουμε ορισμένα αποσπάσματα.

«Ολες οι Εξουσίες, όλων των ειδών, είναι κατά κανόνα εχθρικές προς την Τέχνη. Μη σας ξεγελάνε τα Ιδρύματα, τα βραβεία και τα τέτοια. Στο βάθος ο καλλιτέχνης  είναι ύποπτο κι επικίνδυνο άτομο για τους κρατούντες… Γιατί ο καλλιτέχνης τάσσεται με την αλήθεια. Και η αλήθεια δεν συμπίπτει με τα συμφέροντα. Και τα συμφέροντα είναι ζυμωμένα με τις Εξουσίες. Φυσικά, υπάρχουνε αποχρώσεις. Εκεί όπου οι Δημοκρατίες λειτουργούν όσο γίνεται πιο σωστά, όπου επιτυγχάνουν μιαν εξισορρόπηση, όπως στη Γαλλία ή την Αγγλία, παραδείγματος χάρη, είναι λιγότερα τα παραδείγματα καταπίεσης. Αντίθετα, όσο απομακρυνόμαστε δεξιά ή αριστερά, στην Ισπανία ή στη Σοβιετική Ενωση, οι περιπτώσεις πληθαίνουν… Από την αρχαία εποχή οι εξορίες παίρνουν και δίνουν. Μια φορά που παραπονιόμουνα στον Πικασσό, με κοίταξε, θυμάμαι, με τα μεγάλα μαύρα μάτια του, σα να απορούσε και μου είπε: «Δεν χαίρεστε; Αν τα καθεστώτα δεν ήταν συντηρητικά, πώς θα μπορούσαμε του λόγου μας να ‘μαστε επαναστάτες;». Και έσκασε στα γέλια. Φαντάζομαι για να μη βάλει τα κλάματα…».

Το γλωσσικό. «Η γλώσσα μας είναι μία και ενιαία από την αρχαιότητα ίσαμε σήμερα. Και ακριβώς επειδή είναι η μόνη μέσα στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές που έχει τόσο μεγάλη ενδοχώρα, είναι και η μόνη  που μπορεί να παρουσιάζει πολλές κλίμακες, πολλά «κλαβιέ», όπως θα λέγαμε. Είναι μια ιδιοτυπία που εμείς τη βαφτίσαμε «πολυγλωσσία» και την κάναμε πρόβλημα. Κάκιστη υπηρεσία προσφέρουμε όταν παρουσιάζουμε αυτήν την εικόνα στους ξένους, που δεν είναι σε θέση να μας αντιληφθούν  σε αυτό, όπως και σε πολλά άλλα».

Ποίηση και μουσική. «Η ποίηση όπως γίνεται σήμερα, είναι για να διαβάζεται. Το πολύ για να απαγγέλλεται. Οχι για να γίνεται μουσική. Ωστόσο, άρκεσε η παρουσία δυο-τριών συνθετών με μεγάλο ταλέντο για να ανατρέψει τη βάση. Εγώ, που αγαπώ το τραγούδι, θέλησα να αντιδράσω στη νεοελληνική σοβαροφάνεια και έγραψα στίχους με ειδική πρόβλεψη να μελοποιηθούν. Δηλαδή με ισοσύλλαβα μέτρα, ομοιοκαταληξία και εύληπτα νοήματα. Το περίεργο είναι όμως ότι και μερικές απόπειρες πάνω στην άλλη μου ποίηση πέτυχαν ως ένα σημείο… Για παράδειγμα, το «Αξιον Εστί», κατεξοχήν πρόσφορο στη φόρμα του για μουσική σύνθεση, αλλά κατεξοχήν απρόσφορο από την άποψη του λόγου. Επειδή, τι τα θέλετε, υπάρχουν νόμοι, όπως υπάρχουν και στο θέατρο. Υπάρχουν λέξεις που δεν ακούγονται από τη σκηνή και υπάρχουν λέξεις που δεν περνούν στη μελωδία. Και όμως, ένα δυσκολότατο «οξειδώθηκα» ο Θεοδωράκης κατάφερε να το περάσει. Που σημαίνει ότι, σε έσχατη ανάλυση, όλα γίνονται!»

Συμβουλή προς νέο ποιητή. «Σαν ποιητής: να απομονώσει και να εκφράσει το απολύτως ατομικό του «εγώ», αυτό που αποτελεί κάτι  ανεπανάληπτο, όπως το δακτυλικό αποτύπωμα. Είναι το πρώτο και το πιο δύσκολο. Δεύτερο: να το εκφράσει αδίστακτα, χωρίς να φοβηθεί τη συμβατική αντίληψη της ηθικής. Οτιδήποτε γίνεται τέχνη, αποκλείεται να είναι ανήθικο. Τρίτο: να μην πιστεύει ποτέ ότι οι μεγάλες έννοιες κάνουν τη μεγάλη ποίηση. Και τέταρτο: να μη λησμονεί ότι στην ποίηση περισσότερα μεταδίδει η μαγεία παρά η κατηχητική. Ως άνθρωπος: να μην περιμένει καμία ανταμοιβή. Τίποτα κι από κανέναν. Είναι κάτι που θα τον πικράνει στην αρχή. Αλλά που μετά θα του δώσει την αίσθηση μιας απέραντης ελευθερίας».

Ο κόσμος και η Ελλάδα. «Με απασχολεί τι θα γίνει η Ελλάδα! Σαν φορέας ενός ειδικού πολιτισμού και μιας ένδοξης γλώσσας. Εκλεισα τα εξήντα μου χρόνια και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μόνο καταστροφές έχουνε δει τα μάτια μου. Και θαυμαστές αντιδράσεις, που όλες τους πήγαν χαμένες από τα ίδια μας τα χέρια. Δεν ξέρω. Θα ήθελα να κοιμηθώ μια μέρα και να ξυπνήσω σε έναν αιώνα όπου και τα πουλιά ακόμη να κελαηδούν ελληνικά και νικητήρια».