Η ταμπέλα έγραφε «Καλώς ήρθατε στη Δημοκρατία της Λα Μπόκα». Χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνδρες και γυναίκες, στριμώχνονταν για μια καλή θέση στον δρόμο από τον οποίο θα περνούσε το λεωφορείο με τους παίκτες της λατρεμένης τους Μπόκα Τζούνιορς. Σκηνές γραμμένες από αρχαίο τραγωδό. Δάκρυα συγκίνησης, εκφράσεις λατρείας, φωνές απελπισίας. Η αγαπημένη τους Μπόκα ξεκινούσε το ταξίδι της για τη μακρινή Μαδρίτη και την ξεπροβόδιζαν ωσάν να πήγαινε στην πρώτη γραμμή της μάχης.

«Ο φανατικός είναι ένας οπαδός σε κατάσταση παραφροσύνης. Η επίμονη άρνηση της πραγματικότητας οδηγεί στην εξαφάνιση του ορθού λόγου και σε οτιδήποτε άλλο προσομοιάζει σ’ αυτόν» γράφει ο Εδουάρδο Γκαλεάνο. Και πιο κάτω: «Η παντοδυναμία της Κυριακής εξορκίζει τη σκυφτή ζωή της υπόλοιπης εβδομάδας, το κρεβάτι το χωρίς πόθο, τη δουλειά χωρίς ενδιαφέρον ή την απουσία δουλειάς».

Οι οπαδοί της Μπόκα είναι ταυτισμένοι με τη βιοπάλη κι ας είναι πολλοί απ’ αυτούς πλούσιοι. Εχουν εμποτιστεί με την ιδέα του ποδοσφαιρικού λούμπεν, που μόνο η επιτυχία της ομάδας τους μπορεί να τους τραβήξει μακριά του, να τους λούσει με φως και ελπίδα.

Με την παρουσία τους στο Μπομπονέρα και στα πεζοδρόμια δίπλα στην αγαπημένη τους Μπόκα νιώθουν να υπερασπίζονται ιδέες και ιδανικά που δεν έχουν καμία σχέση με ποδόσφαιρο. Αισθάνονται μαχητές ενός ανύπαρκτου πολέμου, ζουν διά μέσου ψευδαισθήσεων.  Μια ποδοσφαιρική Σάνγκρι-Λα, μια ηδονιστική διαδικασία μέσα από έναν ισοπεδωτικό εξισωτισμό.

Μπροστά στα χρώματα και τους μύθους της Μπόκα όλοι είναι ίσοι και όλοι υπόχρεοι σε μια διαδικασία που μοιάζει με εξαγνισμό. Ο φανατικός δεν σκέφτεται, νιώθει με τη βοήθεια βιωμάτων μέσα από μεγάλες νίκες και πικρές ήττες. Πριν από χρόνια ο αργεντινός ποδοσφαιριστής Οσκαρ Ρουτζέρι άλλαξε ομάδα, πήγε από την Μπόκα στη Ρίβερ Πλέιτ. Οι οπαδοί της πρώτης έβαλαν φωτιά στο σπίτι του ποδοσφαιριστή τη στιγμή που ήταν μέσα οι γονείς του. «Τα λείψανα του ναυαγίου πλέουν άσκοπα σε μανιασμένα νερά» έγραψε ο μεγάλος Γκαλεάνο.