Στις 6 Δεκεμβρίου 2008 συνέβη κάτι εξαιρετικά σοβαρό: ένας πολύ νέος άνθρωπος σκοτώθηκε από πυρά αστυνομικού. Η αντίδραση σε τέτοια γεγονότα είναι όχι μόνο δικαιολογημένη, αλλά και απαραίτητη – και προ κρίσης, όπως τότε, και μέσα στην κρίση, όπως πρόσφατα με τον φόνο, από ξυλοκόπημα αυτή τη φορά, ενός άλλου νέου ανθρώπου. Η δημόσια αγανάκτηση, η έκφραση οργής, η απόδοση ευθυνών και η βούληση να επέλθουν αλλαγές αποτελούν δημοκρατικά αντανακλαστικά. Δεν ισχύει το ίδιο για το γενικευμένο ξέσπασμα βίας που ακολούθησε αυτά τα «Δεκεμβριανά» να μοιάζουν περισσότερο με τις προ ετών ταραχές στα παρισινά προάστια, παρά με τις πρόσφατες εκδηλώσεις των «κίτρινων γιλέκων» – ή μάλλον των επαγγελματιών της βίας που εισχώρησαν στις τάξεις των «κίτρινων γιλέκων».

Υπάρχει ένας τρόπος να διαβάζεται και να διδάσκεται η Ιστορία, σύμφωνα με τον οποίο η βία θεωρείται «μαμή» μεγάλων και, τελικά, προωθητικών εξελίξεων. Η ελληνική κομμουνιστογενής Αριστερά πίστευε πάντα σε αυτήν τη θεωρία, αλλά μετά την έκβαση του εμφυλίου – έκβαση που ασφαλώς δεν συμπίπτει με το τέλος των εχθροπραξιών – εκφραστής της στην πράξη δεν είναι το επίσημο Κομμουνιστικό Κόμμα, που θέλει πάντα «αλλαγή κόσμου», με έξοδο από τον καπιταλισμό και την Ευρώπη, αλλά όχι μέσω της βίας. Το κενό εκμεταλλεύθηκε η «κινηματική Αριστερά», ενσαρκωτής της οποίας, στην πρώιμη φάση του, είναι το σήμερα κυβερνών κόμμα για να συγκροτηθεί, οργανωθεί και ενδυναμωθεί. Κομβικό σημείο στην πορεία αυτή, και άρα στην αποσάθρωση και μεταλλαγή του κομματικού συστήματος και στο αναποδογύρισμα του κοινωνικού παραδείγματος, υπήρξαν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008.

Καμία πολιτική παράταξη δεν υποστήριξε ούτε τη δολοφονία του νεαρού μαθητή ούτε το κάψιμο των πόλεων. Ομως η μεθόριος ανάμεσα στην «κινηματικότητα» και την άσκηση τυφλής βίας στο όνομα μιας δικαιολογημένης πολιτικής, και κοινωνικής, και εθνικής, αγωνίας, ακόμα και απελπισίας, είχε ξεπεραστεί. Απότοκό της, όχι μακρινό, υπήρξαν τα γεγονότα της Μαρφίν, οι πλατείες των Αγανακτισμένων (συχνά ξεχνάμε ότι ασκήθηκε βία, ψυχική κυρίως αλλά και σωματική, στις εκδηλώσεις εκείνων των ημερών), η γκετοποίηση των Εξαρχείων και η παγιοποιημένη πια εξαχρείωση της πολιτικής διαπάλης.

Προάγγελος, επομένως, όχι καταλύτης, η 6η Δεκεμβρίου. Προάγγελος μιας Ελλάδας στην οποία επιτρέπεται και πάλι η συζήτηση περί «καλής» και «κακής» βίας, δικαιολογούνται, από κάποιους, όλα τα μέσα – ακόμα και το Σύνταγμα – προκειμένου να κερδηθούν οι «ταξικοί αγώνες», πολιτικοποιείται η εγκληματικότητα και ποινικοποιείται η πολιτική αντιπαράθεση, σπέρνεται ο διχασμός – όχι ένας νέος διχασμός, αλλά ο ελληνικός διχασμός – στο όνομα ιδανικών. Και ενός αδικοχαμένου εφήβου.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος