Στην πρώτη έκδοση του εμβληματικού του έργου Les Trente Glorieuses, o Jean Fourastié είχε βάλει στο εξώφυλλο ένα αυτοκίνητο: τη Citroën DS, σύμβολο της αιχμηρής τεχνολογικής πρωτοπορίας της μεταπολεμικής Γαλλίας, αλλά και, ως επίσημου οχήματος των γάλλων προέδρων, της επιτέλους θεσμοποιημένης πολιτικής εξουσίας.

Διεθλασμένα, τα αυτοκίνητο, ή μάλλον η κινητήρια δύναμή του, τα καύσιμα, θρυαλλίδα (μετά την επιβολή από την κυβέρνηση σε αυτά «πράσινου» φόρου) του νέου κινήματος, βρίσκεται στις καταβολές της νέας μορφής κοινωνικής διαμαρτυρίας που συνέχει τις τελευταίες ημέρες τη Γαλλία. Το νέο κίνημα έχει ενδυθεί το gilet jaune, το κίτρινο γιλέκο, απαραίτητο παρακολούθημα, όπως περίπου η ρεζέρβα, κάθε αυτοκινήτου. Ενδειξη, όπως παρατηρεί εύστοχα ο Βernard-Henri Lévy, πλήρους ακινητοποίησης του αυτοκινήτου στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης, με τον οδηγό να φορά το κίτρινο γιλέκο για να μην παρασυρθεί από τους διερχόμενους και για να τους ζητήσει βοήθεια: μετωνυμικά, αδράνεια και κραυγή βοήθειας. Κίτρινο, χρώμα πρωτόγνωρο, όπως και το κίνημα των gilets jaunes, στη γαλλική πολιτική (το λευκό, το γαλάζιο, το κόκκινο, το πράσινο, ακόμη και μαύρο έχουν τη δική τους ιστορία).

Οι κινητοποιήσεις των Κίτρινων Γιλέκων αποτελούν αναμφίβολα απείκασμα θυμού: θυμού ακατέργαστου και αδιαφοροποιήτου, που ακόμη συλλαβίζει βρεφικά, χωρίς να αρθρώνει ολικά ή έστω σχετικά συνεκτικά πολιτικά αιτήματα. Θυμού πολιτικού ωστόσο στη στόχευση και τη διεκδίκησή του, όσο και αν υπερβαίνει και καταργεί (όπως άλλωστε και ο δέκτης του, η πολιτική εξουσία) εμπεδωμένες πολιτικές διαχωριστικές γραμμές. Θυμού υπαρκτού, όσο και να συναιρεί στην πράξη της διεκδίκησης θολά προτάγματα. Θυμού που μέρα με τη μέρα μοιάζει αδύνατο να κατευναστεί ή έστω να παροχετευθεί με τις θεσμοποιημένες διαδικασίες της Ρεπιμπλίκ. Θυμού που δεν εκπορεύεται (σύμφωνοι, τρέφεται ή αναρριπίζεται από αυτές) από τις τρέχουσες πολιτικές. Η κοινωνική διαμαρτυρία που παίρνει νέο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, χρώμα δεν οφείλεται σε συγκυριακές αλλά σε δομικές θεσμικές αδυναμίες και σε παγίως ελλειμματικές πολιτικές και συμπερίληψης. Κατά τούτο, μπορεί να θεωρηθεί γνήσια κατάφαση της χρόνιας κρίσης αντιπροσώπευσης και πολλοστή ένδειξη της προϊούσας απονομιμοποίησης του κράτους – και της Ρεπιμπλίκ. Η αναγωγή του Μακρόν και της κυβέρνησής του, με την εμμονή τους για φορολόγηση ενός είδους πρώτης ανάγκης για να εξυπηρετηθεί ένα πολιτικό πρόταγμα, η οικολογία, σε γεννήτορες των Κίτρινων Γιλέκων θα ήταν ανιστόρητη, μερική και μυωπική.

Το ίδιο μονοσήμαντες κινδυνεύουν να αποδειχθούν και οι αναγνώσεις του κινήματος. Πρόκεται για ένα κίνημα «δι’ αντιπροσωπεύσεως»: το 90% των Γάλλων το βλέπει ευμενώς, η μαζικότητά του όμως στον δρόμο είναι ελάχιστη. Ομοίως πρέπει να αφιστάμεθα από τη θέαση του ως εν δυνάμει κινηματικής πρωτοπορίας: είναι άδηλη η κατάληξή του, μιας και μπορεί να εγκαθιδρύσει νέες πολιτικές διαιρέσεις ή να ωφελήσει (τα) άκρα.

Τα Κίτρινα Γιλέκα είναι – ακόμη – ένα μετέωρο βήμα: αφενός για τους συμμετέχοντες αφετέρου για την πολιτική και τους πολιτικούς. Αμήχανοι και δίβουλοι αμφότεροι: οι πρώτοι στην άρθρωση αιτημάτων, οι δεύτεροι στην απελευθέρωση από την κατεστημένη ρητορική και στην κατάστρωση και την εφαρμογή νέων, στην πράξη και στην ουσία τους, πολιτικών. Κάπως σαν τη Citroën DS: καύχημα μιας Γαλλίας που δεν υπάρχει πια και σύμβολο της ακμής, της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας και της πολιτικής σταθερότητας των πρώτων τριών μεταπολεμικών δεκαετιών, είναι ένα όχημα που έμεινε στον δρόμο, ίσως από καύσιμα, ίσως γιατί είναι πια γέρικο. Και ο οδηγός του, ρόλος εναλλάξιμος μεταξύ της εξουσίας και των διαδηλωτών, φοράει το κίτρινο γιλέκο και περιμένει, μάλλον άπραγος και σίγουρα σαστισμένος, βοήθεια.

Ο Δημήτρης Αντωνίου είναι ιστορικός, διδάκτορας της École des hautes études en sciences sociales του Παρισιού