Η μεταφορά έργων στο σανίδι, που έχουν γνωρίσει επιτυχία διαχρονικά, οφείλεται κυρίως στη μικρή οθόνη. Το φαινόμενο είναι εσχάτως αισθητό στις αθηναϊκές σκηνές και το αποτέλεσμα ποικίλλει.

Το θεατρικό έργο του Αλέκου Σακελλαρίου «Χτυποκάρδια στο θρανίο» ανέβηκε στο «Κοτοπούλη» τη σεζόν 1962 – 1963 και αμέσως μετά μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Αποτελεί κι αυτό μια περίπτωση έργου – ταινίας πλήρως ταυτισμένου με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και με ό,τι έχει η ίδια μετατρέψει σε σύμβολο – νιάτα, ξενοιασιά, έρωτα, νοσταλγία, αθωότητα. Ενα έργο που μεταφέρει τον θεατή στα σχολικά χρόνια, σε μια ανεμελιά που ακόμα κι αν δεν είναι αληθινή, είναι ενδεδυμένη με τρυφερότητα και αγάπη, μόνο και μόνο γιατί έχει πια περάσει…

Είναι γεγονός ότι πέρα και πάνω από τις υποκριτικές της δυνατότητες (τις οποίες και διέθετε), η Αλίκη Βουγιουκλάκη αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς. Στη διαχρονικότητά του μύθου της συνέβαλαν καθοριστικά οι μεταφορές των θεατρικών της στη μεγάλη οθόνη, κι αυτό είναι που καθιστά επικίνδυνη κάθε απόπειρα αναβίωσής τους στο σήμερα. Η ενδεχόμενη πιθανότητα μίμησης αποτελεί και τη μεγαλύτερη παγίδα. Ενα ανέβασμα καθίσταται ενδιαφέρον από τη στιγμή που λειτουργεί αυτόνομα, έξω από συγκρίσεις και ταυτίσεις, όσο δύσκολο κι αν μοιάζει το σχετικό εγχείρημα.

Δυστυχώς από αυτή την παγίδα δεν γλίτωσε ο Λάκης Λαζόπουλος που ανέλαβε να σκηνοθετήσει την παράσταση «Χτυποκάρδια στο θρανίο», στο θέατρο Ηβη. Ηθελημένα (ή μη;), από την πρώτη ώς την τελευταία στιγμή όλοι και όλα παραπέμπουν στη σύγκριση με την ταινία, πράγμα εξαιρετικά περιττό μεν, απογοητευτικό δε για το αποτέλεσμα.

Παρά κάποιες έξυπνες και (πιο) φρέσκες ιδέες, όπως είναι η προβολή των σκηνικών και κυρίως τα βίντεο που εμπεριέχουν οι προβολές, όλη η υπόλοιπη παράσταση ψάχνει να βρει την ταυτότητά της. Και καθώς δεν τη βρίσκει, καταλήγει να μοιάζει με κακέκτυπο του πρωτότυπου, εμπλουτισμένο με στοιχεία καρικατούρας. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγηθεί η «σουρεαλιστικού τύπου» εμφάνιση της μητέρας (Νίκη Παλληκαράκη) και της υπηρέτριας (Σοφία Βογιατζάκη) ανάμεσα στον υπόλοιπο θίασο, που απλώς υποκρίνεται.

Η ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ. Πράγματι η Κατερίνα Γερονικολού που ερμηνεύει τη Λίζα Πετροβασίλη δεν έβαψε ξανθά τα μαλλιά της – σαν αυτό να ήταν το μόνο χαρακτηριστικό της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Η ηθοποιός, από την πρώτη σκηνή της παράστασης, που ξυπνά και βγαίνει από τα σκεπάσματά της, ώς την τελευταία, δεν μπορεί να κρύψει την αγωνία της για τη σύγκριση. Και γι’ αυτό φέρνει στα μέτρα της τον ρόλο της χαριτωμένης μαθήτριας και τη μετατρέπει σε ένα αντιπαθητικό, υστερικό, υπερβολικό και υπερκινητικό κορίτσι που χαχανίζει και «σέρνει» τις λέξεις, α λα Βουγιουκλάκη… Στο πλάι της ο καθηγητής (Ορέστης Τζιόβας) δεν πείθει για τη γοητεία του ούτε πείθει με την ερμηνεία του.

Η Μάρω Κοντού και ο Κώστας Βουτσάς, η διευθύντρια του σχολείου και ο φιλόλογος καθηγητής, συμβάλλουν (περισσότερο) νοσταλγικά με την παρουσία τους, ενώ παραμένουν εκτός συναγωνισμού.

Ούτε η μουσική και τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, στα οποία ήρθαν να συνδράμουν και εκείνα από το «Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», είναι αρκετά για να σώσουν μια παράσταση που κατατρύχεται από το φάντασμα του παρελθόντος. Και που ξεχνάει έναν από τους βασικούς κανόνες του σχολείου, ότι η αντιγραφή τιμωρείται…

Στους καιρούς του Γιάννη Χουβαρδά

Με τις μνήμες από το πέρασμά του από το Θέατρο Τέχνης ο Γιάννης Χουβαρδάς κατεβαίνει τα σκαλιά του Υπογείου και θυμάται τον Κάρολο Κουν, ενώ ετοιμάζεται για την καινούργια του πρεμιέρα, στον χώρο που πρωτοξεκίνησε κάποτε ως ηθοποιός. Σαράντα τρία χρόνια μετά, επιστρέφει και σκηνοθετεί το έργο του Χάρολντ Πίντερ «Παλιοί καιροί». Το έργο που είχε συστήσει ο ίδιος ο Κουν στο ελληνικό κοινό, τη σεζόν 1972-73, πραγματεύεται με έναν ιδιαίτερο, «πιντερικό» τρόπο τη μνήμη και τον χρόνο.

Ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς έχει ένα μεγάλο προσόν: δεν περνά απαρατήρητος και, ενίοτε, διχάζει. Κι αυτό στην τέχνη έχει πολύ ενδιαφέρον. Με πάνω από τέσσερις δεκαετίες πίσω του, ο ηθοποιός που ήθελε να γίνει σκηνοθέτης, και έγινε, ανήκει στους καλλιτέχνες που άλλαξαν τον τρόπο που βλέπουμε θέατρο. Δεν είναι ο μόνος, αλλά είναι ένας από τους λίγους που καθόρισαν την ελληνική σκηνή στα τέλη του 20ού αιώνα. Με το Θέατρο του Νότου (1991 – 2008) πρότεινε νέους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, νέα έργα, νέα ματιά. Για να συνεχίσει ως επικεφαλής του Εθνικού Θεάτρου για δύο θητείες ώς το 2013.

Απόφοιτος του Κολλεγίου Αθηνών, γερμανοτραφής και αστός, ο Χουβαρδάς διέθετε εξαρχής κάποια σχεδόν εξωελληνικά χαρακτηριστικά: συνεπής, οργανωμένος, αυστηρός, ίσως και τυπικός, ήθελε και ήξερε πώς να κρατάει αποστάσεις. Εγκεφαλικός και όχι συναισθηματικός στον τρόπο προσέγγισης της δουλειάς του, προκλητικός (ενίοτε) με τις επιλογές και τις σκηνοθεσίες του, όχι μόνο τάραξε τα θεατρικά ύδατα, αλλά γέννησε και μια πτυχή του καινούργιου. Για κάποιους ωστόσο ήταν πάντα το μαύρο πρόβατο της σύγχρονης ελληνικής σκηνής.

Το κλείσιμο του Αμόρε, που συνέπεσε με την ανάληψη της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Εθνικού Θεάτρου από τον ίδιο, άφησε μια γλυκόπικρη γεύση. Η θητεία του όμως στο κτίριο Τσίλλερ τον δικαίωσε, ξεκινώντας πάντα από μια σχετική αμφισβήτηση: έπιασε το τιμόνι μετά τον θάνατο του Νίκου Κούρκουλου και μέσα στην εξαετία που ακολούθησε έδωσε στο Εθνικό την ευρωπαϊκή και διεθνή διάσταση που ο ίδιος συνεχίζει να ευαγγελίζεται.

Υστερα από μία εικοσιπενταετία, σχεδόν, που ο Χουβαρδάς ήταν και διευθυντής, έφτασε η ώρα του σκέτου και ελεύθερου σκηνοθέτη. Μαζί ήρθαν και οι αλλαγές στον άνθρωπο Χουβαρδά. Σαν ο χρόνος να άμβλυνε τις γωνίες, επιτρέποντας μια θέση στο συναίσθημα.

Σκηνοθεσία: Λάκης Λαζόπουλος

Ερμηνείες: Κατερίνα Γερονικολού, Ορέστης Τζιόβας, Κώστας Βουτσάς, Μάρω Κοντού, Νίκος Γαλανός, Νίκη Παλληκαράκη, Σοφία Βογιατζάκη κ.ά.

Πού: Στο Θέατρο Ηβη (Σαρρή 27, τηλ. 210-3216.382) Τετάρτη (20.00), Πέμπτη & Παρασκευή (21.00), Σάββατο (18.00 & 21.00), Κυριακή (19.00)