Ετσι αμήχανη τη θυμάμαι πέντε δεκαετίες τώρα που τη φέρνω πάνω – κάτω. Σαν τη μεσαία από τρεις αδελφές. Η μία, η Σκουφά, Κολωνακιώτισσα 100% στα ορεινά της, με τα καφέ και τα μεταμοντέρνα all day στέκια της να έχουν διαμορφώσει ένα μικρό καρτιέ λατέν α λα γκρεκ στα πεδινά της. Η άλλη, η Ακαδημίας, με τη μελαγχολική μεγαλοπρέπεια της κεντρικής αστικής αρτηρίας, κάτι σαν στρίφωμα της Πανεπιστημίου. Και στη μέση, η Σόλωνος. Ενας δρόμος χωρίς ενιαία ταυτότητα, σαν να αποτυπώνονται πάνω της η πολυμορφία, η ασφυξία, οι αντιφάσεις αυτής της πόλης. Οχι μόνο τώρα. Πάντα κάπως έτσι ήταν. Ακόμη και σε εποχές σχετικής ακμής. Αυτός ο δρόμος ποτέ δεν έλαμψε με όλα του τα φώτα στον χάρτη της Αθήνας.

Στην αφετηρία της, στη διασταύρωσή της με την οδό Κανάρη, διατηρεί κάποια ενθύμια από την παλιά, την πολύ παλιά Αθήνα. Εκεί ήταν κάποτε – πολύ κάποτε – οι βασιλικοί στάβλοι. Το μάθαμε όταν, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, άνοιξε σε μια ξεχασμένη αποθήκη των πρώην στάβλων ένα μικρό μαγαζί που ολοένα επεκτεινόταν. Ηταν η πρώτη μπουτίκ του Μπίλι Μπο, ενώ αργότερα, στο διπλανό κτίριο, εγκατέστησε το ατελιέ, τα γραφεία και τα σαλόνια του οίκου του. Λίγο πιο κάτω άλλωστε υπήρχε, δεν θυμάμαι από πότε, ο τότε «ναός» της σπορτίβ πολυτέλειας, το κατάστημα της Lacoste, το πρώτο που έβαλε την έννοια του σινιέ και του, διακριτικού, logo στις νεανικές γκαρνταρόμπες μας. Απέναντι, ένα εμβληματικό μαγαζί των 80s, κάτι σαν προπομπός των Zara, το Artisti Italiani, που τότε λέγαμε και Artisti Gargalianoi. Πιο κάτω, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, το πρώτο Folli Follie έφερνε τις χαρακτηριστικές ριγέ μπλούζες της Sonia Rykiel και έναν αέρα κοσμοπολιτισμού στη Σόλωνος.

Κατά τα άλλα, όλα μοιάζουν παγωμένα σε αυτόν τον δρόμο, τον οποίο συνήθως διασχίζουμε με αυτοκίνητο, σπάνια τον περπατάμε. Εναν δρόμο ιστορικό για πολλούς λόγους. Για τη Νομική αλλά και για το εμβληματικό βιβλιοπωλείο της Εστίας, το στέκι των λογοτεχνών της γενιάς του ’30, που έκλεισε πριν από λίγα χρόνια. Μέχρι την Ιπποκράτους, όπου αρχίζουν τα ταχυφαγεία, μαγαζί δεν φτούρησε εδώ εκτός από τα παλαιοπωλεία, τα κορνιζάδικα και κάποια βιβλιοδετεία. Ούτε καν το πολλά υποσχόμενο, όταν άνοιξε πριν από δύο χρόνια, Yoleni’s που κάνει φιλότιμες αλλά όχι και τόσο επιτυχημένες προσπάθειες να επαναπροσδιορίζει κάθε τόσο το στυλ του. Και για άλλη μία φορά καθώς κατεβαίνω τη Σόλωνος έχω την αίσθηση ότι αυτός ο παλιός αθηναϊκός δρόμος κάτι προσπαθεί να μας ψιθυρίσει που δεν μπορούμε να ακούσουμε.

Θεατρικά βραβεία

Τα βραβεία κοινού (που οργανώνει εδώ και είκοσι χρόνια το περιοδικό «Αθηνόραμα») όπως και τα βραβεία Δημήτρης Χορν και Μελίνα Μερκούρη που δίνονται στον καλύτερο νέο και στην καλύτερη νέα ηθοποιό, αντίστοιχα, είναι τα σοβαρότερα που έχουμε στη χώρα. Από την άλλη, μπορεί κάποιος να έχει τις ενστάσεις του κατά πόσο το κριτήριο του κοινού αρκεί για να πριμοδοτήσει καλλιτέχνες ή αν, σε μια τόσο ανοιχτή ψηφοφορία, μπορεί να γίνουν «μαγειρέματα». Αρχικά, θεωρώ το θεατρόφιλο κοινό της Αθήνας εκπαιδευμένο άνω του μετρίου. Και γι’ αυτό παραστάσεις τύπου αναψυκτηρίου που σπάνε τα ταμεία σπάνια φτάνουν μέχρι τις υποψηφιότητες. Εντάξει, φέτος ήταν υποψήφια και η Ζέτα Δούκα για το «Γοργόνες και μάγκες», ενώ θα έπρεπε να ήταν πριν από καμιά δεκαριά χρόνια όταν είχε ερμηνεύσει εξαιρετικά έναν μονόλογο του Μπέκετ – πάντως δεν βραβεύτηκε. Και ίσως οι διοργανωτές σκεφθούν στο μέλλον έναν συνδυασμό ψηφοφορίας κοινού και αξιολόγησης από επιτροπή. Ή, το καλύτερο, να δημιουργηθεί κάτι σαν Ακαδημία Θεάτρου, αντίστοιχη με αυτήν που αποφασίζει για τα Οσκαρ. Ονειρο θερινής νυκτός μάλλον…

Τέλος πάντων, τα φετινά βραβεία απονεμήθηκαν πριν από μία εβδομάδα σε μια καλοκουρδισμένη τελετή στο Μέγαρο Μουσικής που, τουλάχιστον, δεν μας κράτησε μέχρι τις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Και φέτος όμως διαπίστωσα αυτό που σταθερά παρατηρώ τα τελευταία χρόνια. Υπάρχουν, για παράδειγμα, έξι υποψηφιότητες για μία κατηγορία – τα αποτελέσματα βέβαια είναι γνωστά κάποιες μέρες πριν. Ε, σπάνια να παρευρεθεί καλλιτέχνης που δεν βραβεύεται. Σαν να μουτρώνουν, σαν να τους κακοφαίνεται. Και όταν έχεις δει τόσες απονομές Οσκαρ, με σταρ κολοσσούς, να κάνουν σαν μικρά παιδιά από την αγωνία τους και, στο τέλος, να χειροκροτούν γενναιόδωρα τον ανταγωνιστή τους, τα μούτρα των δικών μας παραπέμπουν σε επαρχιώτικο σνομπισμό.

Η μόνη ένσταση ως προς τη φετινή απονομή, η παρουσία της Ρένας Δούρου που έδωσε το βραβείο καλύτερης παράστασης. Δεν έχει θεσμική σχέση με το θέατρο, δεν είναι υπουργός Πολιτισμού, οπότε η παρουσία της εκεί, όταν εκκρεμούν εις βάρος της μηνύσεις για το Μάτι και όταν έχει κληθεί ως ύποπτη από δύο εισαγγελείς (για το Μάτι και τη Μάνδρα), μοιάζει κάπως με ξέπλυμα. Αντίθετα, θα περίμενα μια αναφορά στη Χρύσα Σπηλιώτη που βρήκε τραγικό θάνατο στη μεγάλη φωτιά.

ΠΑΡΘΕΝΟΠΗ ΜΠΟΥΖΟΥΡΗ, ηθοποιός

Τι μου αρέσει, τι δεν μου αρέσει στην Αθήνα

Μου αρέσει να πίνω καφέ στο Αρχαιολογικό Μουσείο δίπλα σε αγάλματα αλόγων, το ότι η Ακρόπολη είναι ορατή από πολλά σημεία. Με ενθουσιάζουν όσοι ταΐζουν αδέσποτα, οι καλλιτέχνες του δρόμου, οι λαϊκές αγορές, οι θερινοί κινηματογράφοι, το μετρό (αν και θα μπορούσε να είναι φτηνότερο), οι 1.000 και πλέον παραστάσεις της πόλης, το ότι μπορείς να πάρεις το πρώτο πλοίο και σε μισή ώρα να βρεθείς σε έναν παράδεισο.

Δεν μου αρέσει η Πλατεία Ομονοίας, και οι δρόμοι γύρω από αυτήν. Βρώμικοι, επικίνδυνοι, γεμάτοι ανθρώπους αβοήθητους να πεθαίνουν μπροστά σου. Δεν μου αρέσει η έλλειψη κουλτούρας δημόσιου χώρου και η αγένεια που είναι πια η εγκατεστημένη συμπεριφορά. Οτι μια βροχή ακινητοποιεί την πόλη. Οτι οι φασίστες απενοχοποιήθηκαν και τους βλέπουμε παντού. Τα βρώμικα υπό κατάληψη πανεπιστήμια, οι αργές συγκοινωνίες, η συμπεριφορά στους αδύναμους και αβοήθητους, οι κλειστοί αρχαιολογικοί χώροι, η έλλειψη πρασίνου, ποδηλατοδρόμων.