Η δήλωση του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα ότι θα στηρίξει για τον Δήμο της Αθήνας κάποιον «που δεν του αρέσει να χάνει» δημιούργησε αμέσως την υποψία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κατεβάσει ως υποψήφιο δήμαρχο κάποιον αθλητή. Ακούστηκαν τα ονόματα πολλών, και μάλιστα στις αρχές της εβδομάδας είχε κυκλοφορήσει και το όνομα του Φραγκίσκου Αλβέρτη, του πρώην μπασκετμπολίστα του Παναθηναϊκού, που πάντως διέψευσε τη σχετική φήμη. Συμβαίνει να γνωρίζω ότι όντως το όνομά του συζητήθηκε. Επειδή τον γνωρίζω, λέω ότι θα μπορούσε να είναι κι ένας εξαιρετικός υποψήφιος. Αλλά δεν υπήρχε καμία πιθανότητα ν’ αφήσει τη δουλειά του στον ΠΑΟ – πόσω μάλλον για να γίνει δήμαρχος στην Αθήνα. Με άλλα λόγια, θέλω να πω πως πιο εύκολα μπορώ να φανταστώ τον Τσίπρα μπασκετμπολίστα (όπως στο σκίτσο της Εφης Ξένου…) παρά τον Φράγκι δήμαρχο.

Προτάσεις

Οι άνθρωποι του αθλητισμού δέχονται πολύ συχνά προτάσεις για να πολιτευτούν κυρίως χάρη στην τεράστια δημοφιλία τους: σε αυτό δεν διαφέρουν από ηθοποιούς και τραγουδιστές. Πέραν του ότι ο κόσμος τούς γνωρίζει, αν είναι μεγάλα ονόματα μπορούν εύκολα να δημιουργήσουν και τον μηχανισμό που η περίσταση απαιτεί, αλλά και να έχουν πρόσβαση σε εκπομπές που κι αυτές τους χρειάζονται. Το θέαμα ενός γνωστού αθλητή που καταθέτει την πολιτική του γνώμη ενθουσίαζε κάποτε την ιδιωτική μας τηλεόραση: όχι τυχαία, μετά τον ερχομό της, αθλητές (και άλλα λαμπερά πρόσωπα…) άρχισαν και να πολιτεύονται και να εκλέγονται. Η εικόνα ξαφνικά άρχισε να έχει μεγαλύτερη σημασία από τον λόγο.

Στάρλετ

Δεν έβρισκα ποτέ κάτι σκανδαλώδες σε αυτό: η πολιτική έχει χαρακτηριστικά σόουμπιζ και όποιος από σόουμπιζ γνωρίζει μπορεί να πολιτευτεί. Οι αθλητές είναι μέρος μιας σόουμπιζ με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Δεν κερδίζουν βέβαια την προσοχή του κοινού με δηλώσεις και δημόσιους καβγάδες, όπως συνήθως συμβαίνει με τις εγχώριες στάρλετ, αλλά αυτό έχει μικρή σημασία: αυτό που μετρά για το κόμμα είναι ότι μαγνητίζουν όσους τους αγαπάνε. Για κάποιο λόγο ο έλληνας ψηφοφόρος θεωρεί την αθλητική επιτυχία απόδειξη ικανοτήτων, που έχουν να κάνουν και με το μυαλό και με την καρδιά: ένας άνθρωπος με μυαλό και καρδιά μπορεί να είναι και καλός πολιτικός – και ας του λείπει η θεωρητική συγκρότηση. Ωστόσο, υπάρχει συχνά ένα πρόβλημα: άλλο είναι η δημοφιλία και η επιτυχία, και άλλο η δυνατότητα κοινωνικής προσφοράς. Κι αυτό το δεύτερο, όταν μιλάμε για πολιτικούς, είναι ζητούμενο και μάλιστα βασικό.

Εξαιρέσεις

Οι πιο πολλοί από τους ανθρώπους του αθλητισμού που έχουν εκλεγεί, για την ώρα τουλάχιστον, δεν κατάφεραν να συνδυάσουν την πολιτική τους καριέρα με κάτι αληθινά σημαντικό – υπάρχουν ευτυχώς και οι ωραίες εξαιρέσεις. Οταν ανέλαβαν υπουργεία (συνήθως το υπουργείο Αθλητισμού…) φρόντισαν το σπορ από το οποίο προέρχονταν και την εκλογική τους περιφέρεια: ο Γιώργος Βασιλακόπουλος π.χ. είχε μετατρέψει τη ΓΓΑ σε Γενική Γραμματεία Μπάσκετ. Αρκετοί έδειξαν και αδυναμίες σε ζητήματα οργάνωσης και διοίκησης. Ο Παναγιώτης Φασούλας π.χ. ήταν ένας από τους πιο πολιτικοποιημένους και εύστροφους αθλητές, όμως όλα αυτά δεν τον βοήθησαν για να γίνει ένας επιτυχημένος δήμαρχος Πειραιά: ο Γιάννης Μώραλης, που κι αυτός από τον χώρο του αθλητισμού προέρχεται, ακριβώς επειδή πριν από τον δήμο είχε διοικήσει τη Σούπερ Λίγκα, τα πηγαίνει πολύ καλύτερα. Σε μερικές περιπτώσεις αυτό που ήταν όπλο για την εκλογή ενός αθλητή, δηλαδή η τεράστια δημοφιλία του, κατέληξε ντεζαβαντάζ για τον ίδιο μετά την εκλογή του. Ο Πύρρος Δήμας ήταν ένας από τους πιο αγαπητούς Ελληνες πριν γίνει βουλευτής: όταν έγινε, δέχτηκε τρομερές επιθέσεις τον καιρό του αντιμνημονιακού αγώνα, διότι για κάποιους, ως λαϊκό παιδί, έπρεπε να κάνει άλλες επιλογές. Ο Θοδωρής Ζαγοράκης ήταν και παραμένει ο δημοφιλής αρχηγός της Εθνικής του 2004, αλλά, μολονότι το γραφείο του στην Ευρωβουλή είναι από τα καλύτερα οργανωμένα, δυσκολεύομαι να τον φανταστώ στην πολιτική για αρκετό καιρό ακόμα. Αντίθετα, ο λιγότερο γνωστός Βασίλης Κικίλιας έμαθε την τέχνη καλύτερα: στην περίπτωσή του δεν αρκούσε το όνομα για να χτιστεί μια πολιτική καριέρα και ίσως αυτό να είναι και το μυστικό της επιτυχίας. Αν κάποιος εκλέγεται χάρη στο όνομά του και μόνο, δύσκολα θα κάνει καριέρα ή θα συνδέσει το όνομά του με σοβαρό πολιτικό έργο. Συνήθως παραμένει ένα είδος μαζορέτας της πολιτικής: χρήσιμος για να τον κοιτάζουν και να ψηφίζουν το κόμμα. Αλλά αυτό δεν το λες και πολιτική καριέρα.

Κοινό

Οταν μιλάμε για αθλητές, σκεφτόμαστε την επιτυχία τους και χαιρόμαστε για αυτή: τους ψηφίζουμε καμιά φορά και γιατί νιώθουμε μέρος της – άλλωστε εμείς είμαστε το «καταπληκτικό κοινό», ο «υπέροχος κόσμος», ο «λαός», που ευχαριστούν γιατί τους στηρίζει. Ομως ο αθλητής δεν είναι απλά η επιτυχία του: είναι πάρα πολλά άλλα. Ο αθλητής είναι ο ιδρώτας και η προσπάθειά του, ο πόνος του και οι τραυματισμοί του, οι θυσίες του και η αυταπάρνησή του, η προπόνησή του και η πρόοδός του. Ακόμα και αν μιλάμε για τον πιο σωστά ενταγμένο σε μια ομάδα αθλητή, ο αθλητής είναι πάντα ένας άνθρωπος μόνος, που συνήθως παλεύει με τον εαυτό του για να γίνει καλύτερος. Αν μου έλεγες ποιος είναι το αντίθετο του αθλητή, θα έλεγα ο πολιτικός. Ο πολιτικός πρέπει να έχει ένα τιμ που να συμβουλεύεται για να αποφασίσει: ο αθλητής πρέπει να έχει προπονητές που να ακούει χωρίς αντίλογο. Ο πολιτικός πρέπει να ζει μέσα στον κόσμο για να τον καταλαβαίνει – ο καλός αθλητής είναι συνήθως ένας ερημίτης. Ο πολιτικός πρέπει να ασχολείται με τα θεωρητικά όσο και με τα πρακτικά – διότι αν δεν καταλαβαίνεις από οικονομία π.χ., στην Ελλάδα μπορείς να είσαι μόνο επιζήμιος: ο αθλητής για τη θεωρία δεν νοιάζεται – μετράει μόνο το τι κάνει και το τι κερδίζει. Ο πολιτικός πρέπει να είναι κοινωνικός – ο αθλητής με τον κόσμο, που γυρίζει γύρω του, συχνά δυσκολεύεται. Ο πολιτικός πρέπει να έχει ένα γενικότερο όραμα για την κοινωνία και να το υπηρετεί με σθένος – το όραμα του αθλητή είναι συνήθως η κατάκτηση του στόχου του και του στόχου της ομάδας. Δεν λέω ότι οι αθλητές δεν μπορεί να γίνουν πολιτικοί – λέω ότι δεν σημαίνει πως μπορεί να διοικήσουν και να προσφέρουν γιατί έχουν αθλητικές, δηλαδή προσωπικές, επιτυχίες.

Αθλητές

Θα ‘λεγα ότι κυρίως χρειαζόμαστε πολιτικούς που να αποδειχτούν καλοί αθλητές. Να δουλεύουν πολύ, να προσπαθούν για το καλύτερο, να έχουν προσωπικότητα και ηγετικά προσόντα, να βάζουν στόχους και να τους πραγματοποιούν. Για το καλό τους και κυρίως για το καλό μας.