Παρακολουθώντας τη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών – απογοητευτική από πολλές απόψεις – για την αναθεώρηση του Συντάγματος, έμεινα με την απορία. Τι θέλει, τι επιδιώκει με αυτήν του την πρωτοβουλία ο Αλέξης Τσίπρας;

Να χτίσει προφίλ υπεύθυνου ηγέτη, ικανού να υφαίνει συναινέσεις, να βγάλει από πάνω του την παλιά ρετσινιά του αντιμνημονιακού τυχοδιώκτη; Ή να χρησιμοποιήσει και μερικά άρθρα του Συντάγματος ως προσάναμμα στις προεκλογικές φωτιές του Αι-Γιάννη, γύρω από τις οποίες θα χορεύουμε στον γνώριμο σκοπό «ή εμείς ή αυτοί», «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν»;

Να αφήσει ένα δικό του αποτύπωμα στους συνταγματικούς κανόνες, να πιστωθεί κάποιες ανθεκτικές στον χρόνο και στη συνείδηση του έθνους αλλαγές (αν και δυσκολεύομαι να βρω τέτοιο ίχνος στην πρόχειρη, κακοραμμένη και σε κάποια σημεία εσωτερικά αντιφατική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ); Ή απλώς να κάψει για δέκα χρόνια το εργαλείο της αναθεώρησης, όπως είπε ο Κατρούγκαλος, για να εμποδίσει αυριανές πλειοψηφίες να κάνουν ανεπιθύμητες στον ίδιο αλλαγές;

Να βρει, μέσω του Συντάγματος, μια γέφυρα με τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς και του προοδευτικού, μεταρρυθμιστικού χώρου, που τον έχουν σε καραντίνα; Ή το ακριβώς αντίθετο, να χρησιμοποιήσει και αυτό το βήμα σε μια προσπάθεια περιθωριοποίησης των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς, ώστε να μονοπωλήσει τον «άλλο πόλο» απέναντι στον πόλο της Κεντροδεξιάς και στην πιθανή αυριανή πλειοψηφία της;

Ως προς το τελευταίο, αυτό, κυκλοφορούσε, καιρό τώρα, στη σκέψη και στον δημόσιο λόγο καλοπροαίρετων ανθρώπων η ιδέα, η ελπίδα πως η έξοδος από τη μνημονιακή περιπέτεια, η έμπρακτη πια διάζευξη του ΣΥΡΙΖΑ από τις «αυταπάτες» του, η ευρωπαϊκή προσαρμογή του, ο συγχρωτισμός του με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, οι επισκέψεις στο SPD, η φιλοδοξία προπάντων να μείνει στο παιχνίδι μετά την εκλογική ήττα ως δύναμη εξουσίας, θα έφερναν το πολυσυζητημένο «άνοιγμα στην Κεντροαριστερά». Θα προετοίμαζαν το έδαφος ώστε μετεκλογικά οι πληγές να αρχίσουν να γιατρεύονται και οι χθεσινοί αντίπαλοι να γίνουν πρώτα συνομιλητές και κατόπιν συνεργοί στη δημιουργία ενός νέου «προοδευτικού πόλου».

Αρκούσε να ακούσει κανείς, την περασμένη Τετάρτη, στη Βουλή, τον Αλέξη Τσίπρα να απευθύνεται στη Φώφη Γεννηματά, για να διαπιστώσει ότι η ιδέα μπορεί να ήταν ευγενής, αλλά δεν συμπίπτει με τις προθέσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Πολύ περισσότερο που, την ίδια εκείνη μέρα, η συζήτηση στη Βουλή συνέπεσε με την προαναγγελία της απόπειρας διασυρμού του Κώστα Σημίτη.

Κανείς φυσικά – αν πρέπει να επαναλαμβάνονται τα αυτονόητα – δεν είναι υπεράνω του ελέγχου. Πολύ περισσότερο κάποιος που διατέλεσε πρωθυπουργός επί οκτώ έτη. Και το γεγονός ότι η περίοδος Σημίτη έχει αφήσει θετικό ιστορικό αποτύπωμα ή ότι ο ίδιος δεν έχει αφήσει ποτέ σε κανέναν το περιθώριο να αμφισβητήσει την προσωπική του ακεραιότητα, δεν θα ήταν επιχείρημα κατά, αλλά υπέρ του ελέγχου – τον οποίο και ο ίδιος καλωσόρισε. Αλλά ο τρόπος και ο χρόνος που κινήθηκε η υπόθεση δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την πολιτική στόχευση και την ηθική απαξία της κίνησης ως απόπειρα σπίλωσης.

Κάτι περισσότερο. Η κίνηση αυτή εμφανίζει έναν πολιτικό χώρο που μιλά ανά την Ευρώπη για προοδευτικά μέτωπα κατά της εφόδου της αντιευρωπαϊκής, λαϊκιστικής Ακροδεξιάς και καλεί, εντός συνόρων, σε αντιδεξιές συσπειρώσεις, να συμπράττει με τη λαϊκή, αντιεκσυγχρονιστική Δεξιά στο κυνήγι του αγαπημένου της εχθρού. Να βάζει απέναντι όχι απλώς ένα πρόσωπο, αλλά ένα ρεύμα ιδεών, μεταρρυθμιστικό και ευρωπαϊκό, που αποτελεί το θεμελιώδες συστατικό της παράδοσης και της ταυτότητας της προοδευτικής παράταξης, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ώς τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Κι έτσι, ακόμη και αν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εννοεί όσα λέει στα ευρωπαϊκά σαλόνια και επιδιώκει πράγματι να μετέχει στη συγκρότηση ενός προοδευτικού πολιτικού πόλου, αυτό που διεκδικεί δεν είναι απλώς η ηγεμονία στον πόλο αυτόν. Μια τέτοια φιλοδοξία θα ήταν θεμιτή – έστω και αν μια ηγεμονία ΣΥΡΙΖΑ στον κεντροαριστερό χώρο θα ήταν στην πράξη (όπως έλεγε κάποιος εκ των παλαιών του ΠΑΣΟΚ) σαν να γυρίζαμε πίσω στο 1996, να ξαναδινόταν η μάχη της διαδοχής του Ανδρέα και να την κέρδιζε ο Ακης αντί του Σημίτη. Αλλά δεν διεκδικεί πολιτική ηγεμονία, διεκδικεί το μονοπώλιο, διά της ηθικής και πολιτικής εξουθένωσης όλων των άλλων. Ποιος δεν το βλέπει;