Προχθές την Κυριακή, ενώ όλη η Ευρώπη, συγκεντρωμένη στο Παρίσι, γιόρταζε την εκατονταετηρίδα της λήξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αθήνα τιμούσε (με τον Αυθεντικό Μαραθώνιό της) τη 2.508η επέτειο της νίκης των αρχαίων Αθηναίων επί των Περσών. Συμπτωματικά βέβαια συνέπεσε η διενέργεια του Μαραθωνίου την ίδια ημέρα με την ανακωχή του 1918, είναι γνωστό όμως ότι στη χώρα μας δεν έχει καθιερωθεί ως «δημόσια ανάμνηση» το τέλος των δύο Παγκοσμίων Πολέμων που ματοκύλησαν την Ευρώπη, και ας πήρε μέρος σε αυτούς, και ας της κόστισαν βαριά σε ανθρώπους και πράγματα.

Για την Ελλάδα, ο πόλεμος είχε τελειώσει λίγο νωρίτερα, με ανακωχή στο βουλγαρικό μέτωπο τον Σεπτέμβριο και στο τουρκικό τον Οκτώβριο του 1918 – αλλά δεν είχε υπάρξει ανακωχή στο εσωτερικό μέτωπο, στη σφοδρή σύγκρουση βενιζελικών – βασιλικών που συμπορευόταν με τον Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπήρχε καθεστώς κοινοβουλευτικής δικτατορίας: οι βενιζελικοί που κυβερνούσαν σκότωναν, εξόριζαν, φυλάκιζαν, απέλυαν από το Δημόσιο τους βασιλικούς· όπως είχαν κάνει οι βασιλικοί προηγουμένως, όπως θα κάνουν ξανά την περίοδο 1920-22, όταν θα είναι πάλι στην εξουσία. Χειρότερα γίνονταν στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: το 1945 στη χώρα διεξαγόταν, ανεπίσημη ακόμη, εμφύλια ένοπλη σύγκρουση. Πράγματι, δεν έχουμε πολλούς λόγους να χαιρόμαστε για το τέλος των διεθνών πολέμων.

Κατά τους δύο Παγκόσμιους, δηλαδή, εκτραχύνθηκε ο εσωτερικός πολιτικός ανταγωνισμός, πήρε βίαιες έως και ένοπλες μορφές. Πολλοί αποδίδουν την εκτράχυνση στον «ξένο παράγοντα», στις έντονες παρεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων που προσπαθούσαν να διασφαλίσουν μείζονα συμφέροντα τους, «ζωής και θανάτου» θα λέγαμε, αφού είχαν εμπλακεί σε πόλεμο μεταξύ τους. Αλλά το τέλος των διεθνών πολέμων δεν έφερε και το τέλος στους δικούς μας εσωτερικούς, καίτοι οι μεγάλες δυνάμεις δεν είχαν πια τόσο κρίσιμους λόγους να επεμβαίνουν – αντιθέτως, και στις δύο περιπτώσεις η κλιμάκωση των εσωτερικών συγκρούσεων συνεχίστηκε με τρομερές συνέπειες: τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον εμφύλιο πόλεμο.

Πιθανότερη επομένως είναι η ερμηνεία ότι το πολεμικό περιβάλλον και οι ξένες επεμβάσεις δεν δημιούργησαν αλλά αποδέσμευσαν εντελώς το προϋπάρχον συγκρουσιακό δυναμικό της ελληνικής πολιτικής ζωής. Διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις πρωταγωνίστησαν στα δύο μεγάλα δράματα  και αυτό ίσως σημαίνει πως το καταστροφικό συγκρουσιακό δυναμικό απλώς είχε πάρει εν τω μεταξύ διαφορετικά ονόματα: η σύγκρουση βενιζελικών – βασιλικών έγινε απλώς σύγκρουση κομμουνιστών – εθνικοφρόνων. Το ερώτημα βεβαίως είναι τι είχε δημιουργήσει αυτό το δυναμικό – και κυρίως αν υπάρχει ακόμα, ανεξαρτήτως πάντα ονομάτων.