Το μέλλον της Ιταλίας συνδέεται εμμονικά με την περίπτωση της Ελλάδας – ή μάλλον με τον «ελληνικό κίνδυνο». Είναι όμως έτσι; Στην πραγματικότητα, ένας ιταλικός κίνδυνος μπορεί να έχει πολύ μα πολύ χειρότερα αποτελέσματα. Μια ενδεχόμενη κρίση θα ήταν κάτι που δεν θα είχαν ζήσει ποτέ οι δυτικές οικονομίες από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο αναλυτής του Bloomberg Μοχάμεντ Α. Ελ – Αριάν υποστήριζε προ καιρού πως η ιταλική οικονομία βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από εκείνη που βρισκόταν η ελληνική πριν από την τρόικα. Το πρόβλημα, όμως, είναι οι διαστάσεις. Το «σύστημα Ιταλία» είναι αριθμητικά μεγαλύτερο και αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερους κινδύνους όχι μόνο για την Ευρώπη αλλά και για την παγκόσμια αγορά στο σύνολό της. Μια «τέλεια οικονομική καταιγίδα», που φυσικά δεν εύχεται κανείς, θα προκαλούσε ένα ωστικό κύμα ανυπολόγιστων διαστάσεων. Εάν είναι αλήθεια ότι μόνο το 30% του δημόσιου χρέους της χώρας μας κατέχουν ξένοι επενδυτές, το 24% είναι σε ευρωπαϊκά χέρια (το 5% είναι σε χαρτοφυλάκια εκτός Ευρώπης και μόλις το 1% στις Ηνωμένες Πολιτείες), αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι επιπτώσεις για την Ευρωπαϊκή Ενωση θα ήταν τεράστιες. Της Ελλάδας φυσικά συμπεριλαμβανομένης.

Το 2017 η Ιταλία, η οποία έχει ένα Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν σχεδόν δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων, δέκα φορές μεγαλύτερο από εκείνο της Αθήνας, εξήγαγε στην ελληνική αγορά αγαθά η αξία των οποίων ξεπέρασε τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ. Το ύψος των εισαγωγών αντίθετα, ήταν 2,7 δισ.  ευρώ. Κι αυτό από μόνο του εξηγεί γιατί η υγεία της ιταλικής οικονομίας ενδιαφέρει τόσο πολύ τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Οπως αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα, όλα εξαρτώνται από τις επιλογές που θα κάνει η κυβέρνηση. Η Ιταλία έχει τα μέσα για να μείνει μακριά από την καταιγίδα. Θα μπορούσε όμως και να παρασυρθεί. Κι όλα αυτά σε ένα προβληματικό περιβάλλον αναδιανομής του πλούτου. Σύμφωνα με την Oxfam, το πιο πλούσιο 1% των Ιταλών κατέχει το 25% του εθνικού πλούτου. Η περιουσία του είναι 30 φορές μεγαλύτερη από εκείνη του πιο φτωχού 30% του πληθυσμού της Ιταλικής Χερσονήσου και 41% μεγαλύτερη από αυτή που κατέχει το πιο φτωχό 20%. Ποιος θα πλήρωνε λοιπόν τις επιπτώσεις μιας καταστροφικής κρίσης;

Θα αναφερθώ τέλος σε ένα «λεξικογραφικό» θέμα – οι Ελληνες γνωρίζουν πολύ καλά πόσο μεγάλη σημασία έχει η επιλογή των λέξεων: το να κουνάει κανείς το σκιάχτρο της «ελληνικής κρίσης», δεν προκαλεί μόνο φόβο στην Ιταλία. Προσβάλλει κυρίως την ίδια την Ελλάδα. Η χρήση ενός λεξιλογίου που χαρακτηρίζει μια χώρα με βάση τις αντιξοότητες που έχει ζήσει και οι οποίες έχουν πληρωθεί ακριβά από εκατομμύρια πολίτες, είναι ένας τρόπος (μη συνειδητός άραγε;) για να υψωθούν πολιτισμικά, πολιτικά, οικονομικά και εθνικά τείχη. Η Ευρώπη δεν έχει ανάγκη κάτι τέτοιο. Είναι και γι’ αυτόν τον λόγο που θα έπρεπε να σταματήσουμε να μιλάμε για «ελληνικό κίνδυνο της Ιταλίας». Αν μη τι άλλο, θα ήταν έντιμο.