Συμμετείχα πρόσφατα στην παρουσίαση ενός βιβλίου με τίτλο «Η α(υτα)πάτη των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας» με συγγραφείς τους Γιώργο Αργείτη, Νάσο Κορατζάνη, Δημήτρη Παϊταρίδη, Κώστα Πασσά και Χρήστο Πιέρρο. Πρόκειται για ένα επιστημονικό βιβλίο πάνω σε ένα θέμα που προσεγγίζεται συχνά με όρους λαϊκισμού και όχι με την ψυχραιμία και την τεκμηρίωση που απαιτείται. Η χώρα έχει ανάγκη από τέτοια βιβλία γιατί κάποτε, επιτέλους, πρέπει να συζητάμε με νηφαλιότητα και να συνειδητοποιούμε τα λάθη μας, ώστε να μπορέσουμε να σχεδιάσουμε ένα πιο επιτυχημένο μέλλον για τον τόπο μας. Το βιβλίο αυτό περιέχει πολλές αλήθειες που τεκμηριώνονται με στατιστικά στοιχεία και επιστημονική μεθοδολογία. Θα αναφερθώ ενδεικτικά σε τρεις.

Πρώτη αλήθεια: «Τα πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τα οποία έχει δεσμευτεί η χώρα δημιουργούν συνθήκες εγκλωβισμού σε μια κατάσταση παρατεταμένης στασιμότητας και χαμηλών ρυθμών μεγέθυνσης, εκτός εάν υπάρξει ένα ισχυρό, ωστόσο εξαιρετικά αβέβαιο, επεκτατικό σοκ ξένων παραγωγικών επενδύσεων». Πράγματι αυτό συμβαίνει γιατί το κράτος απορροφά μέσω της φορολογίας το μεγαλύτερο μέρος της ρευστότητας που είναι απαραίτητο για να λειτουργήσει η οικονομία, να γίνουν επενδύσεις και να δημιουργηθούν νέες θέσεις απασχόλησης. Οι υψηλοί φόροι αποθαρρύνουν τους συνεπείς φορολογουμένους να δουλέψουν περισσότερο, διώχνουν τους νέους στο εξωτερικό και ενθαρρύνουν τη φοροδιαφυγή.

Δεύτερη αλήθεια: «Η οικονομική πολιτική των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής (ΠΟΠ) είναι αποσταθεροποιητική και αναπτυξιακά αδιέξοδη, γιατί μετασχηματίζει τη δημοσιονομική προσαρμογή σε χρηματοοικονομικά ελλείμματα κυρίως των νοικοκυριών και συντηρεί το πρόβλημα ρευστότητας και φερεγγυότητας των τραπεζών που υπονομεύουν τη σταθερότητα της οικονομίας και τη διατηρήσιμη έξοδό της από την κρίση». Ενα πρόβλημα που δημιουργήθηκε στη διάρκεια εφαρμογής των Μνημονίων είναι το ιδιωτικό χρέος, που πλέον είναι πολύ υψηλό και αυξάνεται περαιτέρω. Στο ιδιωτικό χρέος περιλαμβάνεται κυρίως το χρέος προς εφορίες, ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες και ΔΕΚΟ. Προς τις εφορίες συγκεκριμένα ξεπερνά πλέον τα 100 δισ. ως άθροισμα παλιού και νέου χρέους. Μεγάλο μέρος αυτού είναι προφανώς ανεπίδεκτο εισπράξεως. Αυτό εγείρει σημαντικές αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα των πολιτών να ανταποκρίνονται για πολύ ακόμα στις φορολογικές τους υποχρεώσεις προκειμένου να επιτυγχάνονται αυτά τα τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα. Η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών φαίνεται να έχει εξαντληθεί. Η ΑΑΔΕ προσπαθεί να μειώσει τα ληξιπρόθεσμα προς το Δημόσιο με επιθετικές μεθόδους, τα λεγόμενα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, όπως μαζικές κατασχέσεις, πάγωμα τραπεζικών λογαριασμών, και πλέον και πλειστηριασμούς, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις δημιουργούν περαιτέρω προβλήματα.

Τρίτη αλήθεια: «Η βασική αιτία αυτής της πρωτόγνωρης απώλειας ευημερίας την περίοδο 2009-17 συνδέεται με τη φιλοσοφία και τον σχεδιασμό των ΠΟΠ». Η αλήθεια είναι ότι τα Μνημόνια βασίστηκαν σε δύο πυλώνες: στη λιτότητα και τις μεταρρυθμίσεις. Η λιτότητα αρχικά δημιουργεί ύφεση, στη συνέχεια όμως τη θέση της ύφεσης παίρνει η ανάπτυξη καθώς εξαλείφονται τα ελλείμματα και βελτιώνονται οι προσδοκίες. Λίγο – πολύ αυτό έγινε στις άλλες χώρες που μπήκαν σε Μνημόνια. Δεν έγινε όμως στην Ελλάδα. Προφανώς γιατί στη χώρα μας οι αρχικές συνθήκες και το θεσμικό περιβάλλον ήταν πολύ πιο αδύναμα σε σύγκριση με αυτό των άλλων χωρών, αλλά και γιατί η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων ήταν αποσπασματική.

Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής στην έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και πρώην συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους

στη Βουλή των Ελλήνων