Τον Ιούνιο του 1965 ο Γιάννης Τσαρούχης δίνει συνέντευξη στον Γ.Κ. Πηλιχό και μιλά για τη σχέση του με τη μοντέρνα τέχνη.

…«Είμαι υποχρεωμένος να δουλέψω για τη ζωγραφική μου. Αυτό μου το επιβάλλει όχι μόνον η ανάγκη να ζωγραφίσω, αλλά και οι υποχρεώσεις μου απέναντι σε γκαλερί και πελάτες. Πολλοί από αυτούς μου έχουν δώσει προκαταβολές, πράγμα που μου επέτρεψε να πραγματοποιήσω το όνειρο της ζωής μου: ένα μεγάλο ατελιέ στην εξοχή».

– Εχουν δίκιο ορισμένοι κύκλοι που πιστεύουν ότι είστε εναντίον της μοντέρνας τέχνης;

«Το θέλω ή δεν το θέλω, είμαι ένας μοντέρνος καλλιτέχνης. Οχι λόγω της ηλικίας μόνον, αλλά κυρίως γιατί δεν είχα κανενός είδους δέσιμο στο παρελθόν με τους ακαδημαϊκούς κύκλους. Υπήρξα πάντοτε ρέμπελος ερασιτέχνης και η ακαδημαϊκή ζωγραφική μού προξενούσε χασμουρητό. Δεν έδειξα κανενός είδους δουλοπρέπεια στους μεγάλους ακαδημαϊκούς, που υπήρξαν και οι δάσκαλοί μου, όπως ο Ιακωβίδης, ο Βικάτος και άλλοι. Εκείνη την εποχή που ήμουν σπουδαστής στη Σχολή Καλών Τεχνών έκοβα κομμάτια από τοίχους βαμμένους με ώχρα, μάζευα ρεκλάμες του καραγκιόζη ή υφάσματα υφαντά, χωρίς κεντήματα συχνά, μόνο για την ύλη τους και το χρώμα τους. Ο Πικιώνης και ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος μου είχαν γνωρίσει απ’ το ’34 , αν όχι νωρίτερα, τον Κλέε, τον Καντίνσκι και ένα σωρό άλλους μοντέρνους καλλιτέχνες. Το ’35 γνώρισα τον Τεριάντ (Ελευθεριάδης) στο Παρίσι, που εκείνη τη στιγμή περιστοιχιζόταν από ό,τι επαναστατικό υπήρχε στον κόσμο. Τότε γνώρισα και τον Μαξ Ερνστ, τον Τζακομέτι, τον Ματίς, τον Λοράνς και πολλούς άλλους ζωγράφους και γλύπτες. Οι συνομιλίες που είχα με τον Τεριάντ έδωσαν πολλές απαντήσεις, όχι στο αν επιτρέπεται να είμαι μοντέρνος ή σουρεαλιστής, αλλά αν επιτρέπεται να μην έχω τύψεις όταν καμιά φορά αισθάνομαι βαθύτατες αμφιβολίες για ορισμένα πράγματα μοντέρνα.

Και θυμάμαι που είχα πει τότε τη φράση: οι σουρεαλιστές φάγανε το νταμάρι τους. Είμαστε υποχρεωμένοι να γίνουμε μετασουρεαλιστές. Την ίδια εποχή είχα πει επίσης ότι πιστεύω πως ο σουρεαλισμός είναι η τελευταία μορφή που παίρνει η δυτική διστακτικότης και ντροπαλότης! Οι βαθιές αυτές αντιρρήσεις μου δεν με οδήγησαν ποτέ στο να στραβωθώ τελείως και να μη ξέρω τι μου γίνεται. Εχω μεγάλο ενθουσιασμό για ένα σωρό αφηρημένους ζωγράφους που ο κόσμος νομίζει ότι τους αγνοώ  ή τους περιφρονώ. Ο,τι κάνει σήμερα το «Ποπ Αρτ» ή το «Οπ Αρτ» ήταν θέματα και συζητήσεων με τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο στο εργαστήριο του Παρθένη και αφορμές πειραματισμών. Δεν απολογούμαι, αλλά λέω μερικά πράγματα – γεγονότα χρήσιμα για τη γνώση της Ιστορίας. Ολα βγαίνουν από τη μοντέρνα τέχνη και ιδιαίτερα η ανακάλυψη της αξίας της κλασικής τέχνης. Αλλά είμαι υποχρεωμένος να δεχτώ πως υπάρχουν και ορισμένα πράγματα, αν όχι της περασμένης μόδας, πάντως ανεπίκαιρα και χωρίς ενδιαφέρον, για όσους πιστεύουν στην επανάσταση. Δεν μπορώ να μην ξαναπώ κάτι που είπα άλλοτε: Ολοι αυτοί οι όψιμοι θαυμαστές της μοντέρνας τέχνης που μπαίνουν σήμερα στην ουρά για να γνωρίσουν με την ησυχία τους συμπεράσματα μιας δαιμονικής και σπινθηροβόλας διαλεκτικής (που είναι η μοντέρνα τέχνη), μου δίνουν την εντύπωση καλών κομμουνιστών που κάνουν ουρά για να προσκυνήσουν το ταριχευμένο πτώμα του Λένιν. Ο Στάλιν έφυγε ήδη… Το περίεργο είναι πως σε αυτά τα μαυσωλεία, που είναι τα μουσεία της μοντέρνας τέχνης, τα πτώματα δεν λιγοστεύουν, αλλά αυξάνονται… Η ιστορία του μοντέρνου ακαδημαϊσμού είναι μια ιστορία όπως κάθε άλλη, μόνο που δεν έχει καμία σχέση (ούτε μπορεί να την αντικαταστήσει) με τη ζωντανή ιστορία της ζωγραφικής, που την έχουν πολλοί εντός τους, μα που την πραγματοποιούν ελάχιστοι μέσα στους αιώνες. Το δίκιο των μεγαλύτερων αριθμών δεν μπορεί να ενδιαφέρει την τέχνη που εκπροσωπεί το δίκιο των ελαχίστων, που κατά μία περίεργη οικονομία είναι το δίκιο όλου του κόσμου και όλων των αιώνων. Δεν δέχομαι συνδικαλιστική οργάνωση προφητών! Ούτε τον σπαραγμό ως επάγγελμα. Αυτό είναι πολύ σαφές».