«Γιατί γίνατε ηθοποιοί;» μας ρώτησε έναν έναν χωριστά η καινούργια μας δασκάλα, η Κατίνα Παξινού, την πρώτη μέρα που μπήκε στην αίθουσα διδασκαλίας στο τρίτο έτος της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου, στην οποία φοιτούσα.

Επεσε πανικός. Ακούστηκαν διάφορα.

Για το φεγγάρι. Για τον Κλαρκ Γκέιμπλ. Λόγια της στιγμής. Αμήχανα.

Φτάνει η σειρά μου. «Εσύ;» ρώτησε με αφοπλιστική αμεσότητα.

«Δεν ξέρω…» της απάντησα εξίσου αφοπλιστικά. Και ανταπάντησα:

«Εσείς γιατί γίνατε; Ξέρετε;».

Κάπως έτσι ξεκίνησε η σχέση μου με την Παξινού.

Λεπτή σαν κλαράκι, σε τελική πρόβα των πτυχιακών εξετάσεων, μου φώναξε: «Μεντή, πώς έχεις γίνει έτσι; Ο κώλος σου έφτασε στη Μενάνδρου!.. Πώς θα παίξεις τις νέες στο θέατρο;».

Μου τη φύλαγε!

Οταν όμως ύστερα από δύο χρόνια, λόγω χούντας, έφυγε από το Εθνικό Θέατρο με τον Μινωτή και έκαναν δικό τους θίασο, με φώναξαν να παίξω μαζί τους.

«Πατέρας» του Στρίντμπεργκ, 1968.

Αυτοί οι δύο ηθοποιοί ήταν σπουδαίοι. Κι αν ζούσαν σήμερα, θα ήταν το ίδιο σπουδαίοι. Κι ακόμα πιο πολύ, γιατί ήξεραν το «μαστοριλίκι» του θεάτρου.

Τον Μινωτή τον γνώρισα στον θίασο. Τότε είχα πιστέψει κι εγώ, όπως και οι περισσότεροι από τους συναδέλφους της γενιάς μου, ότι είναι «εγκεφαλικός» ηθοποιός.

Οτι παίζει δηλαδή μόνο με το μυαλό του και όχι με την ψυχή του.

Οταν όμως, κατά τη διάρκεια των δοκιμών, σε μια σκηνή που είχαμε με αγκάλιαζε – έπαιζα την κόρη του -, το αίσθημά του ήταν κυρίαρχο.

Συγχρόνως όσο παρακολουθούσα το εναλλασσόμενο ρεπερτόριο του θιάσου διαπίστωνα την γκάμα του, την ευαισθησία του, το χιούμορ του και αναμφίβολα τη θηριώδη τεχνική του. Πόσοι έχουμε σήμερα από αυτό;

Στις πρώτες πρόβες που τους έβλεπα, δεν καταλάβαινα πώς προσέγγιζαν τους ρόλους, ειδικά η Παξινού.

Εκανε πράγματα έξω από τα ανθρώπινα. Δεν ήταν πάντα ακατάληπτο και δύσληπτο αυτό που έκανε. Αλλά κάποιες στιγμές, όσο κι αν την πρόσεχα, δεν καταλάβαινα τίποτα. Μου φαινόταν αίνιγμα.

Στη μορφινομανή Μαίρη Ταϊρόν, κάποια στιγμή, ενόσω μίλαγε για τα παιδιά της, για τα νιάτα της και για τα παιδικά της χρόνια, έκανε με τα υπέροχα χέρια της μια αόριστη κίνηση μπροστά από το πρόσωπό της σαν να έδιωχνε κάτι…

«Κυρία Παξινού, τι είναι αυτό που κάνετε με τα χέρια σας; Γιατί το κάνετε;».

Με κοίταξε – αυτή τη φορά η ερώτησή μου της άρεσε.

Και μου είπε: «Σαν μορφινομανής που είμαι, πέφτει ένα πέπλο μπροστά μου και με το χέρι μου το τραβάω πέρα, μακριά…».

Είναι απ’ τα πράγματα που δεν ξεχνάω ποτέ.

Παρά το μέγεθός τους, όμως, είχαν και μικρότητες. Ανθρώπινα πράγματα. Ταπεινά. Σουσούμια όπως όλων των ανθρώπων. Και καλά, και κακά.

Θυμάμαι την Παξινού. Τη γενναιοδωρία της. Δύσκολοι καιροί. Περιοδεία. Θεσσαλονίκη. Μ’ έπαιρνε από το χέρι και με πήγαινε στην αγορά Μοδιάνο και ψωνίζαμε και του πουλιού το γάλα. Αυτή πλήρωνε βέβαια. Γιατί εμείς οι νέοι ηθοποιοί δεν είχαμε να πληρώσουμε ούτε το ξενοδοχείο. Ο Μινωτής πάλι είχε μια πολύ αγαπησιάρικη σχέση με το χρήμα. Το «εκτιμούσε» πολύ. Μου έδινε ένα δίφραγκο να του πάρω «ΤΑ ΝΕΑ» κι όταν γύριζα με την εφημερίδα, άπλωνε το χέρι του και μου ‘λεγε: «Το πενηνταράκι μου;». Κάτι αντίστοιχο με τα σημερινά πέντε λεπτά!

Οι δύο αυτοί άνθρωποι αλληλοσυμπληρώνονταν. Η Κατίνα λάτρευε τον Αλέκο και ο Αλέκος θαύμαζε απεριόριστα την Κατίνα.

Μαζί μεγαλούργησαν, ίσως κι επειδή δεν είχαν άλλο σκηνοθέτη.

Ο Μινωτής δεν έκανε διδασκαλία ηθοποιών. Εκανε ανάγνωση του έργου.

«Κύριε Μινωτή, πείτε μου κάτι. Τι να κάνω για τον ρόλο;».

«Νένα μου, τα λόγια σου τα ξέρεις;».

«Κύριε Μινωτή, από την πρώτη μέρα!».

«Δεν έχεις ανάγκη λοιπόν τίποτε άλλο!».

Μ’ αυτό δεν εννοούσε βέβαια ότι ως καλή ηθοποιός δεν χρειαζόμουν καθοδήγηση, αλλά ότι ο ηθοποιός που έχει δυο δράμια μυαλό και καταλαβαίνει το αίσθημα του έργου δεν χρειάζεται τις οδηγίες του σκηνοθέτη, «τις υποκριτικές». Εκεί σε οδηγεί η σχολή μέσα στα τρία χρόνια ή οφείλει τουλάχιστον.

Δεν είμαι ειδήμων να κρίνω την προσφορά αυτών των ανθρώπων.

Αλλά στο αρχαίο δράμα, από το 1965 και μετά, έχω δει όλες τους τις παραστάσεις. Αυτή όμως που έχει μείνει αληθινά χαραγμένη στη μνήμη μου είναι ο «Αγαμέμνων» του Αισχύλου. Μια ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ παράσταση όχι μόνο από την ηθοποιό Παξινού, αλλά και από τον σκηνοθέτη Μινωτή. Μια ερμηνεία και μια παράσταση με αίμα.

Το αίμα που διατρέχει το ήθος και τη διάνοια μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας, ανάγλυφης όχι μόνο για το εκτυφλωτικό φως της, αλλά και για το βαθύ της έρεβος.

Αυτή η ηθοποιός ήταν για μένα αυτό που λέμε πραγματική δασκάλα. Χωρίς να «ήταν» όταν ήρθε στη σχολή του Εθνικού.

Μου άνοιξε τον δρόμο να περπατήσω μέσα στο θέατρο με μεγάλη αφοσίωση στη δουλειά μου. Να πιστέψω ότι μπορώ να την κάνω σε άλλη κλίμακα. Τη δική μου. «Τη μικρή μου». Την ανθρώπινη. Οχι προς Θεού στο μέγεθος εκείνης, αλλά διατηρώντας πάντα το δικαίωμα να επιτρέπω στη δική μου ποιότητα να ενυπάρχει ακόμα και στο πιο «ευτελές» είδος του θεάτρου, αν θα μπορούσαμε να πούμε κάτι τέτοιο.

Φεύγοντας αυτοί οι δύο καλλιτέχνες, έμεινε ένα κενό που δεν αναπληρώνεται ποτέ, όπως συμβαίνει και με άλλους ανθρώπους της τέχνης. Χάνονται και ούτε στο ελάχιστο – για την ώρα – δεν έχουμε την ελπίδα να ξαναγεννηθούν μορφές του μεγέθους τους.

Ισως να φταίνε οι εποχές, η παιδεία μας, η μιζέρια μας, η ευκολία μας, η έλλειψη πίστης στον εαυτό μας.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, καταφεύγω στη μνήμη. Ορεξάτη ακόμη.

Στους ανθρώπους που γνώρισα, πίστεψα και θαύμασα.

Οχι για να πείσω μόνο κάποιον νεότερο να με ακολουθήσει, αλλά γιατί τους έχω μέσα μου.