Είμαι παιδί «παιδιού της Κατοχής». Και η γιαγιά μου «μάνα της Κατοχής». Ως κρίκος σε αυτήν την αλυσίδα γυναικών, με νωπές σχετικά τις κατοχικές μνήμες της μητέρας μου εκείνη την εποχή, μεγάλωσα με την απειλή του μπαμπούλα της πείνας που επιστρατευόταν σε κάθε σκανταλιά μου. «Θα γίνει Κατοχή, θα πεινάσεις και τότε θα δούμε αν θα έχεις όρεξη για παλαβομάρες». Και με είχαν σχεδόν πείσει ότι η παγκόσμια ειρήνη αλλά και ο επισιτισμός του πλανήτη εξαρτιόνταν από τη δική μου συμπεριφορά. Μετά μεγάλωσα, συνειδητοποίησα ότι ο κόσμος πορευόταν ανεξάρτητα από τη διαγωγή μου, αλλά οι κατοχικές φιγούρες της γιαγιάς και της μαμάς μου – γυναίκα κοντά στα σαράντα η μία, μικροέφηβη η άλλη – έχουν ακόμη τη θέση τους στο προσωπικό μου εικονοστάσι. Και μαζί τους κουβαλούν όλες τις άγνωστές μου γυναίκες της Κατοχής που τις γνώρισα μέσα από τις διηγήσεις τους.

Στους δικούς μας μικρούς τόπους δεν είχαμε μεγάλες ιστορίες Αντίστασης να διηγηθούμε. Στα νησάκια μας οι θάλασσες είναι ανοιχτές, γι’ αυτό και τα περιθώρια διαφυγής ολόστενα. Είχαμε όμως ιστορίες μεγάλης πείνας αφού η Σύρος, λόγω διοικητικού κενού, είχε, σχετικά με τον πληθυσμό της, αντίστοιχους με την Αθήνα νεκρούς από τον λιμό – πάνω από το ένα πέμπτο των κατοίκων της. Και σε πολλές οι πρωταγωνιστές ήταν γυναίκες. Γιαγιάδες, μανάδες, κόρες, σύζυγοι, αδελφές, μεγαλωμένες σε οικογένειες απόντων ναυτικών, είχαν μάθει να κουμαντάρουν το τιμόνι του σπιτιού. Η δική μου μάνα, κορίτσι 14χρονο και καλομαθημένο μέχρι τότε, πηγαινοερχόταν με καΐκι στην πιο εύφορη Τήνο και παραγέμιζε τη λεπτοκαμωμένη σιλουέτα της κρύβοντας τρόφιμα μέσα από τα ρούχα της. Η γειτόνισσα που ζούσε μόνη της, όπως έμαθα αργότερα, έχασε τρία παιδιά από την πείνα και προσπάθησε τρεις φορές να αυτοκτονήσει, μία για το καθένα. Και η παραδιπλανή, κοριτσάκι ακόμη, τάιζε το νεκρό αδελφάκι της μήπως και το επαναφέρει στη ζωή… Μικρές ιστορίες κατοχικής επιβίωσης.