Η υπόθεση Φλώρου επανέφερε με επίταση στην επικαιρότητα το ζήτημα της αναθεώρησης του «νόμου Παρασκευόπουλου». Η λογική της υφ’ όρον απόλυσης ποινικών καταδίκων δεν είναι επί της αρχής απορριπτέα. Πρωτίστως, διότι έτσι παρέχεται στους κρατουμένους η δυνατότητα ταχύτερης επανένταξής τους στην κοινωνία. Επίσης, διότι επιτρέπει την αποσυμφόρηση των φυλακών, ώστε να διασφαλίζεται μια ελάχιστη αξιοπρεπής διαβίωση, χωρίς την οποία δεν επιτυγχάνεται σωφρονισμός. Το μέτρο έχει πολλάκις χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν.

Ωστόσο απαραίτητη προϋπόθεση της πρόωρης αυτής απελευθέρωσης είναι να έχει προηγηθεί κρίση ατομική, με δικαστική απόφαση βασισμένη σε σαφή και εξατομικευμένα κριτήρια, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι απολυόμενοι δεν θα εγκληματήσουν εκ νέου. Εύλογο είναι να εξαιρούνται και όσοι έχουν διαπράξει ιδιαιτέρως ειδεχθή εγκλήματα.

Δυστυχώς ο Ν. 4322/2015 απέλυσε από τις φυλακές περισσότερους από 12.000 κρατούμενους «αυτόματα», δηλαδή χωρίς καμία ατομική εξέταση, χωρίς σαφή κριτήρια, χωρίς ουσιαστική δικαστική κρίση. Η συνέπεια ήταν ότι δεν αποφεύχθηκαν περιπτώσεις υποτροπών και μάλιστα με τέλεση ιδιαιτέρως βαρέων εγκλημάτων, όπως ληστείες, ανθρωποκτονίες, βιασμοί.

Κάπως έτσι φτάσαμε και στις πρόωρες «αυτόματες» αποφυλακίσεις «για λόγους υγείας», όπως αυτή του Α. Φλώρου. Χωρίς οι δικαστές να μπορούν να προβούν σε προηγούμενο ουσιαστικό έλεγχο, χωρίς καν να είναι σε θέση να διατάξουν νέα πραγματογνωμοσύνη, δέσμιοι ιατρικών γνωματεύσεων, περιοριζόμενοι στην έκδοση μιας απλώς «διαπιστωτικής» απόφασης.

Γι’ αυτό η κοινή γνώμη προσλαμβάνει τον «νόμο Παρασκευόπουλου» ως αποτυχημένο και μάλιστα ως εκ του αποτελέσματος επικίνδυνο. Το δικαιικό μας σύστημα δεν ανέχεται η υφ’ όρον απόλυση καταδίκων να είναι αποτέλεσμα συνδρομής απλώς τυπικών προϋποθέσεων ή ανέλεγκτης τεχνικής κρίσης. Δεν πρέπει το αρμόδιο δικαστικό όργανο να στερείται τη δυνατότητα εξατομικευμένης κρίσης, όπως συμβαίνει σήμερα. Αντιθέτως, πρέπει ο τελευταίος λόγος να επιφυλάσσεται πάντοτε στους δικαστές, κατόπιν προετοιμασίας του ατομικού φακέλου από τους αρμόδιους τεχνοκράτες, γιατρούς, ψυχολόγους, σωφρονιστικούς υπαλλήλους ή άλλους, ανάλογα με την περίπτωση. Διαφορετικά, δηλαδή όταν οι ποινές που επιβάλλει ο φυσικός δικαστής μεταβάλλονται με παρέμβαση μη δικαστικού οργάνου, παραβιάζεται η βασική συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Στην περίπτωση Φλώρου, η οργή της κοινωνίας, που εξέλαβε ότι ο ποινικός νόμος δεν αφορά τους οικονομικά ισχυρούς, συντέλεσε σημαντικά στην ταχεία αντίδραση του δικαστικού συστήματος. Είναι όμως επικίνδυνο να επαφίεται η απονομή της δικαιοσύνης στις αντανακλάσεις της κοινής γνώμης. Εξάλλου, δεν αρκεί η αφύπνιση σε μια μεμονωμένη υπόθεση. Τα στοιχεία που συνεχίζουν να αποκαλύπτονται σοκάρουν ακόμα και τον πιο ψύχραιμο. Προδίδουν το μέγεθος της ασυδοσίας και της διαφθοράς που μας περιβάλλουν.

Πρόβλημα ακόμη μεγαλύτερο από τον εγκλωβισμό του δικαστικού συστήματος της χώρας από νόμους σαν τον «νόμο Παρασκευόπουλου» αποτελεί το πολιτικό σύστημα που ψηφίζει τέτοιους νόμους.

Ο Θεόδωρος Φορτσάκης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, τέως πρύτανης του ΕΚΠΑ, βουλευτής Επικρατείας της ΝΔ