Η ύφεση που βίωσε η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία ήταν από τις βαθύτερες και μακροβιότερες στην παγκόσμια Ιστορία. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 26,3% την περίοδο 2008-2017. Σε καθένα από τα δέκα αυτά χρόνια σημειώθηκε ύφεση, εκτός από τα 2014 και 2017, όπου σημειώθηκε ασθενική ανάπτυξη 0,7% και 1,4% αντίστοιχα. Στα οκτώ χρόνια 2010-2017, η Ελλάδα βρισκόταν σε Μνημόνια. Με την ολοκλήρωση των Μνημονίων, βρίσκεται η ελληνική οικονομία σε θέση να αναπτυχθεί γοργά;

Τα Μνημόνια επέφεραν σημαντικές βελτιώσεις. Τα δημόσια οικονομικά συμμαζεύτηκαν: από το τερατώδες έλλειμμα 15,1% του ΑΕΠ το 2009, έχουμε πλέον φτάσει σε πλεόνασμα 0,8% το 2017. Η βελτίωση οφείλεται τόσο σε δραστικές περικοπές και καλύτερο έλεγχο των δαπανών όσο και σε αύξηση της φορολογίας και καλύτερη φορολογική συμμόρφωση. Η ανεξαρτητοποίηση της φορολογικής διοίκησης (ΑΑΔΕ) από το υπουργείο Οικονομικών και η ψηφιοποίηση του συστήματος ήταν σημαντικά βήματα μπροστά. Το ίδιο και η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων και η κατάργηση προνομίων που κάποιοι ελάμβαναν εις βάρος των υπολοίπων.

Βελτιώσεις έγιναν επίσης στις αγορές προϊόντων, όπου μειώθηκαν τα εμπόδια εισόδου νέων παικτών, στις τράπεζες, όπου η διακυβέρνηση και η εποπτεία έγιναν αυστηρότερες και μειώθηκαν τα περιθώρια πολιτικών παρεμβάσεων, και στην αγορά εργασίας που έγινε πιο ελαστική, με τους σχετικούς δείκτες να βρίσκονται πλέον στον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.

Παρά τις βελτιώσεις αυτές, μια ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική απουσιάζει. Σε κάποιο βαθμό αυτό οφείλεται στις συνέπειες της κρίσης, όπως τα κόκκινα δάνεια και το brain drain. Οφείλεται κυρίως όμως στην έλλειψη βούλησης για βαθιές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και τους θεσμούς. Οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν τα οκτώ τελευταία χρόνια δεν υποστηρίχθηκαν από το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος και αναπόφευκτα έμειναν ημιτελείς.

Για παράδειγμα, ενώ οι αλλεπάλληλες μειώσεις στις συντάξεις και οι αυξήσεις στις εισφορές ισορρόπησαν το ασφαλιστικό σύστημα σε χρηματοοικονομική βάση, η ανταποδοτικότητα του συστήματος καταστράφηκε εντελώς. Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν πλέον τις εισφορές ως φόρο στην εργασία παρά ως αποταμίευση για τα γηρατειά. Η κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει, καθώς η φορολόγηση στην παραγωγή είναι υπερβολικά υψηλή και η αποταμίευση χαμηλή. Η αλλαγή επιτυγχάνεται με την εισαγωγή ιδιωτικών συνταξιοδοτικών λογαριασμών με φορολογικά κίνητρα, που θα συμπληρώνουν μια μειωμένη κρατική σύνταξη. Οι εργαζόμενοι πλέον θα αισθάνονται ότι η σύνταξή τους τους «ανήκει», και ότι το κράτος δεν θα μπορεί να τους την πάρει.

Ενα άλλο παράδειγμα αφορά τα κίνητρα στο Δημόσιο. Οι σημαντικές μειώσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων έχουν συμβάλει στην επίτευξη του πλεονάσματος, αλλά έχουν μειώσει τα ήδη πενιχρά κίνητρα απόδοσης. Ενώ η συζήτηση για τα κίνητρα στο Δημόσιο έχει περιστραφεί, λανθασμένα, γύρω από τις απολύσεις, ισχυρά κίνητρα απόδοσης μπορούν να δοθούν μέσω της κινητικότητας. Αντί μια θέση στο Δημόσιο να είναι ανοικτή μόνο στους άμεσα υφισταμένους, και αυτοί να προάγονται με το κριτήριο της αρχαιότητας, θα μπορούσε να είναι ανοικτή σε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους – ακόμα και σε στελέχη από τον ιδιωτικό τομέα για τις υψηλόβαθμές θέσεις.

Η κινητικότητα προϋποθέτει ουσιαστική αξιολόγηση των δημόσιων φορέων. Για παράδειγμα, οι διευθυντές των δημόσιων σχολείων θα πρέπει να αξιολογούνται με βάση τα αποτελέσματα των μαθητών τους στις Πανελλαδικές Εξετάσεις και άλλα κριτήρια. Σε αντάλλαγμα, θα πρέπει να έχουν κάποια αυτονομία στην επιλογή της καλυπτέας ύλης, στην επιλογή των δασκάλων με βάση τις επιδόσεις και την προϋπηρεσία τους, κ.λπ. (αντί οι επιλογές να γίνονται αποκλειστικά από το υπουργείο Παιδείας). Παρόμοιες παρατηρήσεις ισχύουν για πανεπιστήμια, νοσοκομεία, δικαστήρια, κ.λπ.

Μεταρρυθμίσεις όπως οι παραπάνω μπορεί να ακούγονται εξωπραγματικές για τα ελληνικά δεδομένα. Αντικατοπτρίζουν όμως βέλτιστες διεθνείς πρακτικές που εφαρμόζονται και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Η Ελλάδα θα πρέπει να εφαρμόσει τέτοιες πρακτικές, αλλάζοντας σε βάθος το κρατικίστικο οικονομικό της μοντέλο, αν θέλει να αναστρέψει τη σταδιακή φτωχοποίησή της μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση (κατατασσόμαστε πλέον 24οι στους 28 με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ενώ ήμασταν 14οι το 1980, και η κρίση αντιστοιχεί μόνο στο μισό της πτώσης). Χωρίς ουσιαστικές αλλαγές η ανάπτυξη θα παραμείνει αναιμική, η αναχρηματοδότηση του χρέους από τις αγορές θα καταστεί δύσκολη και ένα νέο Μνημόνιο σε μερικά χρόνια θα μας περιμένει.

Ο Δημήτρης Βαγιανός είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στη London School of Economics. Εχει επιμεληθεί, μαζί με τους Νίκο Βέττα, Κώστα Μεγήρ και Χριστόφορο Πισσαρίδη τον συλλογικό τόμο «Πέρα από τη Λιτότητα: Για μια Νέα Δυναμική στην Ελληνική Οικονομία» που έχει κυκλοφορήσει από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.