Εχουμε προσέξει πως τα κείμενα που ενδιαφέρουν περισσότερο είναι τα κείμενα που προέκυψαν απροσδόκητα, όταν σε πιάνει μια «τρελή» ανάγκη να γράψεις χάρις σ’ έναν συνδυασμό που αναρωτιέσαι κι εσύ ο ίδιος πώς έγινε και δημιουργήθηκε μέσα σου. Θα μπορούσε να είναι και ένα είδος κουίζ, τι να συνδέει άραγε δυο ανθρώπους που είναι αμφίβολο αν είχαν υποψιαστεί ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Αν και ο ένας από το Περού μόναζε στο Αγιον Ορος στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και ο δεύτερος έζησε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, αποτραβηγμένος, ένας ερημίτης μέσα στον κόσμο, κάπου στην Πεντέλη. Εννοούμε τον ιερομόναχο Συμεών της Μονής Γρηγορίου, συγγραφέα ενός αριστουργηματικού βιβλίου που είχε τον τίτλο «Νηφάλιος Μέθη» και πριν από τριάντα το λιγότερο χρόνια μάς είχε μιλήσει ένα σούρουπο, όπως καθόμασταν πάνω σ’ έναν βράχο στην άκρη της Μονής για τις ταινίες που είχε γυρίσει στη χώρα του πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια και έρθει για να εγκατασταθεί στο Αγιον Ορος.

Αν και η συζήτηση μας είχε στραφεί σε πράγματα του κόσμου μας, θυμόμαστε μια τόσο κατανυκτική ατμόσφαιρα, που θεωρήσαμε ασεβές να του μιλήσουμε για τον σκηνοθέτη του κινηματογράφου Κώστα Μανουσάκη, που την ίδια εποχή αριθμούσε το λιγότερο δύο δεκαετίες που είχε αποσυρθεί στην Πεντέλη και μελετούσε τους αγαπημένους του συγγραφείς και φιλοσόφους, τον Ντοστογέφσκι, τον Γιάσπερς, τον Σπινόζα.

Εχοντας κάνει τρεις συνολικά ταινίες στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60, τον «Ερωτα στους αμμόλοφους», τον «Φόβο» και την «Προδοσία» και έχοντας δημοσιεύσει στα 1963 το μοναδικό, ένα πραγματικά έξοχο, μυθιστόρημα που είχε γράψει με τον τίτλο «Ο σταθμός» που καμία ιστορία λογοτεχνίας και καμία μνήμη δεν φαίνεται να έχει συγκρατήσει καθώς υπήρξε μια φτωχή, ιδιωτική έκδοση. Ποιο είναι το γεγονός που συνέδεε τον μοναχό Συμεών με τον Κώστα Μανουσάκη; Κάτι που και οι δυο τους ανέφεραν σχεδόν καταχρηστικά, ότι οι ταινίες τους παίζονταν στη Cinématèque στο Παρίσι.