Η στεγαστική κρίση εξελίσσεται σε ένα από τα πιο μεγάλα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Κομισιόν επιχειρεί να παρέμβει –έστω με περιορισμένα θεσμικά εργαλεία– προτείνοντας μια νέα στρατηγική που στοχεύει στην αύξηση της προσφοράς κατοικιών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Βρυξελλών, η Ευρώπη χρειάζεται περίπου 650.000 επιπλέον κατοικίες ετησίως, πέραν των 1,6 εκατ. που κατασκευάζονται σήμερα, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες του πληθυσμού και να περιοριστεί η απόσταση ανάμεσα σε προσφορά και ζήτηση.
Κεντρικός άξονας της στρατηγικής που παρουσιάζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι η δραστική μείωση της γραφειοκρατίας στις άδειες δόμησης και στις διαδικασίες αδειοδότησης, οι οποίες σε ορισμένα κράτη-μέλη μπορεί να διαρκέσουν ακόμη και επτά χρόνια. Η Κομισιόν θεωρεί ότι οι χρονοβόρες εγκρίσεις, οι πολλαπλές περιβαλλοντικές αξιολογήσεις και το υψηλό διοικητικό κόστος λειτουργούν ως αντικίνητρα για επενδύσεις στην κατοικία, αυξάνοντας τελικά το τελικό κόστος για τους πολίτες.
Η νέα στρατηγική έρχεται να προστεθεί στη ρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων και στους περιορισμούς στα τουριστικά καταλύματα, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί συνολικά η στεγαστική πίεση στα μεγάλα αστικά κέντρα. Παράλληλα, εξετάζονται αλλαγές στο πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων, ώστε να διευκολυνθεί η κατασκευή κοινωνικής και προσιτής κατοικίας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει, ωστόσο, τα θεσμικά όρια της παρέμβασής της. Η πολιτική στέγασης παραμένει κυρίως εθνική αρμοδιότητα και σε πολλές χώρες –όπως η Ισπανία και η Γερμανία– περνά σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο. Επιπλέον, κράτη με ισχυρή κεντρική παράδοση, όπως η Γαλλία, εμφανίζονται επιφυλακτικά απέναντι σε οποιαδήποτε ενίσχυση του ρόλου των Βρυξελλών στον τομέα της κατοικίας. Παρ’ όλα αυτά, η στέγαση έχει πλέον αναδειχθεί σε πολιτική προτεραιότητα, στο πλαίσιο και της συμφωνίας της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν με τους Σοσιαλιστές και Δημοκράτες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά και ύστερα από την πίεση χωρών όπως η Ισπανία.
Για πρώτη φορά, μάλιστα, δημιουργήθηκε χαρτοφυλάκιο Επιτρόπου Στέγασης, με τον Δανό Νταν Γιόργκενσεν να αναλαμβάνει παράλληλα και την Ενέργεια. Στόχος είναι ένα «πακέτο προσιτής κατοικίας» που θα συνδυάζει επιτάχυνση αδειοδοτήσεων, μείωση κόστους και ενίσχυση της παραγωγικότητας στον κατασκευαστικό κλάδο.
Η Κομισιόν επισημαίνει ότι η στεγαστική κρίση τροφοδοτείται από πολλούς παράγοντες: αυξημένη ζήτηση, περιορισμένη προσφορά, άνοδο του κόστους κατασκευής και χαμηλή παραγωγικότητα στον κλάδο.
Τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά στις τιμές: από το 2013, οι τιμές κατοικιών στην ΕΕ έχουν αυξηθεί πάνω από 60% σε ονομαστικούς όρους, ταχύτερα από τα εισοδήματα, με σοβαρές συνέπειες για την κοινωνική συνοχή και την κινητικότητα της εργασίας.
Στην Ισπανία η αύξηση φτάνει το 72%, στη Γερμανία το 51,3%, ενώ σε Γαλλία και Ιταλία οι ανατιμήσεις είναι σαφώς χαμηλότερες.
Σημαντικό μέρος της στρατηγικής αφορά την τυποποίηση και εναρμόνιση των κανόνων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να μειωθεί το κόστος συμμόρφωσης, καθώς και τη μεγαλύτερη ψηφιοποίηση σε όλη την αλυσίδα της κατασκευής. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη νέα νομοθεσία για την επιτάχυνση των περιβαλλοντικών αξιολογήσεων, με στόχο να αποφεύγονται πολλαπλές ή επαναλαμβανόμενες μελέτες, ειδικά σε μικρές παρεμβάσεις ή επεκτάσεις.
Παράλληλα, οι Βρυξέλλες βλέπουν στις προκατασκευασμένες και αρθρωτές κατοικίες έναν κρίσιμο μοχλό για τη γρήγορη αύξηση της προσφοράς. Η μεταφορά μεγάλου μέρους της κατασκευής σε ελεγχόμενα εργοστασιακά περιβάλλοντα μπορεί να μειώσει λάθη, να επιταχύνει τα χρονοδιαγράμματα και να βελτιώσει την ποιότητα. Επιπλέον, τα αρθρωτά στοιχεία μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν, ενισχύοντας την κυκλική οικονομία. Το βασικό εμπόδιο παραμένει το υψηλό αρχικό κόστος επένδυσης και η αβεβαιότητα της ζήτησης, παράγοντες που –σύμφωνα με την Κομισιόν– πρέπει να αντιμετωπιστούν για να επιτευχθεί το πλήρες δυναμικό ανάπτυξης του κλάδου.
Το μήνυμα των Βρυξελλών είναι σαφές: χωρίς ταχύτερες άδειες, λιγότερη γραφειοκρατία και νέες μορφές κατασκευής, η Ευρώπη δύσκολα θα βγει από τη στεγαστική κρίση. Το ερώτημα είναι αν τα κράτη-μέλη θα μεταφράσουν τις συστάσεις σε πολιτικές αποφάσεις με πραγματικό αντίκτυπο.






