Ο Ιησούς είναι ο δάσκαλος που δεν γράφει -μαζί με τον Σωκράτη. Δεν αφήνει, δηλαδή, πίσω του γραπτό ίχνος πέρα από εκείνο το σκάλισμα στο χώμα στο επεισόδιο με τη μοιχαλίδα (κατά Ιωάννην, «κάτω κύψας τω δακτύλω έγραφεν εις την γην»).

Είναι η προφορική διδασκαλία του που σαγηνεύει και αυτήν αποθησαυρίζουν οι ευαγγελιστές στις μεταγενέστερες χρονικά μαρτυρίες. Ο Κυριάκος Χαρίτος φαντάζεται τον Ιησού ακριβώς από την αντίθετη προοπτική, χωρίς πάντως να τον κατονομάζει.

Αλλά ποιος άλλος στέλνει γράμματα στην Παναγία (ανεπίδοτα, άραγε); Σε κάθε περίπτωση, ένας νέος της εποχής του -όταν οι θρησκείες κονταροχτυπιούνται και ο ρωμαϊκός νόμος επιβάλλεται με το ξίφος και τους σταυρούς- που γράφει επιστολές προς τη μητέρα του για να οριοθετήσει τον εαυτό του μέσα στον κόσμο.

Ο αποστολέας των επιστολικών σπαραγμάτων ταυτίζεται με ένα πρωτότυπο μυθοπλαστικό εύρημα. Και συμμετέχει σε μια μάλλον ισχνή παράδοση με σημαντικούς σταθμούς τον Ντοστογιέφσκι, το «Κατά Ιησούν Ευαγγέλιον» του Σαραμάγκου και τον «Εξαγνισμό» του Τζιμ Κρέις, αν πρέπει να θυμηθούμε ορισμένους.

Ο Χαρίτος πλάθει τον δικό του Ιησού αντλώντας από τις πρώτες ύλες της φθαρτής του φύσης. Άλλωστε το εύρημα για να ξεκινήσει ο δικός του «μύθος» είναι η ανακάλυψη σπαραγμάτων σε μια περγαμηνή όταν μετά τον βομβαρδισμό της πόλης Ζαμπαντάνι στη Συρία (τον Ιούλιο του 2015) ανακαλύπτονται κάποιες κατακόμβες.

Η περγαμηνή είναι κρυμμένη σε πήλινο κύλινδρο. Σε λάσπη, δηλαδή. Η άγνωστη γραφή είναι θαμμένη στο χώμα -λέξη και έννοια η οποία θα επανέρχεται συνεχώς μέσα στις επιστολές θυμίζοντας τη γήινη διάσταση του αποστολέα. Σε μία από αυτές εξομολογείται στη μητέρα του ότι ο ίδιος και οι σύντροφοί του υποφέρουν από την επίθεση των ψύλλων. «Σκούζαμε σα δαρμένοι σκύλοι και ξυνόμασταν… Πήραμε λάσπη της λίμνης που έχει άργιλο και θειάφι, κι αρχίσαμε να αλειφόμαστε… Στο τέλος μοιάζαμε με σουμερικά ειδώλια αρχαίων δαιμόνων… Γινόταν ο καθένας άδολος πηλός. Στα χέρια ενός άλλου πλάστη».

Η μεταφυσική εδώ αφορά το ανθρώπινο και όχι το θεϊκό στοιχείο. Πολλά τα δεινά, ως γνωστόν, αλλά αυθεντικό δέος γεννά μόνο ο άνθρωπος: «Του ανθρώπου η χαρά. Ιδού το Θαύμα» διαβάζουμε στη σελίδα 74 κι αμέσως καταφτάνεις ένας μακρινός σεφερικός απόηχος: «Όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων/ γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου».

Δεν είναι η μόνη ανάμνηση που επανήλθε κατά την προσωπική ανάγνωση των «Γραμμάτων». «Θα μας ξεχάσουν, θαρρώ, οι άνθρωποι» γράφει ο Ιησούς. «Θα σβήσει η ηχώ των όσων τους διδάξαμε». Θυμίζοντας και πάλι αμυδρά ότι «εδώ τελειώνουν τα έργα της αγάπης. Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ… εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη». Για να ξορκίσουμε πάντως τον φόβο των Ιουδαίων ας τονίσουμε στο σημείο αυτό κάτι αυτονόητο: ο σεφερικός τόνος αντιστοιχεί εν μέρει στην αισθηματική αγωγή που διαπερνά το κείμενο, δεν αποτελεί αυτούσια μεταφορά κατ’ αποκοπή.

Η ανάσταση των λέξεων

Ο Ιησούς είναι πλασμένος όντως από τα λόγια πολλών ανθρώπων. Κι αν κάτι επιμένει να ορίζει την εξιστόρησή του είναι εκείνο το παροιμιώδες «εν αρχή ην ο Λόγος»: «Πρέπει να βρω τη γλώσσα, μάνα. Πρέπει να βρω μια γλώσσα που δεν θα έχουν ξανακούσει οι άνθρωποι. Εγώ τις λέξεις ήρθα να αναστήσω. Αν καταφέρω και αναστήσω τις λέξεις, μπορώ να σηκώσω και το σώμα τους από το χώμα». Ο γραφέας των επιστολών «ξαναγράφει» από την αρχή την αποστολή του επί Γης. Γράφει και ποιεί τον εαυτό του. Το ίδιο του το σώμα -«ολότελα ξένο και δικό του», όπως επισημαίνει αλλού- γίνεται η γραφή για να ακούσουν οι άλλοι. Ένα σώμα πάνω και πέρα από το σώμα.

Ο ίδιος ζει στο μεταίχμιο των εποχών, όταν οι παλιές θρησκείες κατακρημνίζονται, η πίστη γεννά καινούριες και νέοι θεοί πασχίζουν να γεννηθούν. Σ’ αυτό το πλαίσιο ο Ιησούς συναντά έναν παλιό μικρό θεό που μιλάει λατινικά στο λιμάνι της Τύρου, σε μια από τις πλέον υποβλητικές συλλήψεις του Χαρίτου. «Καθισμένο στη σκάλα βρήκα ένα όμορφο παιδί να ψαρεύει… Τον έλεγαν Pilumnus. Παλιά προστάτευε τα βρέφη και οι Ρωμαίο τον τιμούσαν.

Όταν γεννιόταν ένα παιδί, έφτιαχναν μια κούνια και για εκείνον να κοιμάται πλάι. Μετά αυτά ξεχάστηκαν. Ήρθαν οι νέοι θεοί. Έπαψαν να τον πιστεύουν… Τον ένιωσα κοντά μου καθώς σκέφτηκα πως ό,τι μας δένει είναι η φθορά». Αυτός είναι ο αναπότρεπτος φόβος όλων των θεών: η θρησκεία τους που ξεκινά πάντοτε ως αίρεση να χάσει την πίστη. Να χάσει τη δύναμή του το αξίωμα του Παύλου (Προς Εβραίους επιστολή): «Έστι πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Οι άνθρωποι κάποτε ζητάνε αποδείξεις. Γίνονται δύσπιστοι και αμφισβητίες πιστοί. Μπήγουν τα δάχτυλα εις τον τύπο των ήλων. Φέρνουν τον θεό στα μέτρα τους.

Ξεχάστε, λοιπόν, τον παντοδύναμο και ένδοξο Ιησού. Δεν λαχταρά να υπερβεί τα μέτρα. Είναι πιο κοντά στον αγωνιούντα θεάνθρωπο της Γεθσημανής, εκεί όπου ο ιδρώτας του μοιάζει με θρόμβους αίματος καταβαίνοντες επί την γην.

Λαχταρά τη φθορά, το χώμα, το ξερό χορτάρι, την αψάδα του μούστου, τον ίλιγγο του γκρεμού -δικές του όλες οι εικόνες μέσα από το κείμενο. Δεν αποζητά την «ανυπέρβλητη δόξα», όταν θα του αποδοθεί «το πολλαπλάσιο κάθε ταλαιπωρίας και ταπείνωσης πάνω στη γη» (σ.67). Δεν αποκρούει καν το ερωτικό στοιχείο σε πείσμα όσων θα τον ανακήρυσσαν βλάσφημο εξαιτίας της γειτνίασης με το μεταμοντέρνο. Γιατί μπορεί να υπάρχει «βλασφημία» στα «Γράμματα», αλλά είναι ελευθεριακή και δημιουργική, όχι επιθετική. Ο Ιησούς αντιστέκεται στην επιθυμία επειδή την αναγνωρίζει. «Φοβάμαι να ξυπνήσει η σάρκα μου. Τη σκεπάζω. Με ένα βαρύ στρωσίδι από σκέψη». Καταφεύγει στη φαντασίωση του (αυτο)ερωτισμού, καθώς οι σεξουαλικές φαντασιώσεις είναι οι μόνες αθώες: «Θέλω τη χθαμαλή ανακούφιση μιας σωματικής αποσυμπίεσης». Εξομολογείται την αδυναμία του: «Αυτό που βρίσκω πιο δύσκολο και πιο ξένο είναι που δεν έχω δικαίωμα σε μια δική μου αγάπη».

Το δυσβάστακτο για τον ανθρώπινο Ιησού είναι ότι οι προβολές όλων των θέλουν οικουμενικό, πανανθρώπινο και –τελικά- απροσδιόριστο.

Πώς να λειτουργήσει η πίστη καθενός αν δεν υπάρξει μια σχέση και σύνδεση με τον απέναντι; «Εγώ πρέπει να βιώνω τον κόσμο με έννοιες αφηρημένες. Να νιώθω τον κάθε άνθρωπο αδερφό. Την κάθε πόλη γενέτειρα». Κι ύστερα, δεν έχει καν απαντήσεις για όποιον τον πλησιάζει. Δεν είναι ένας γκουρού που περιφέρεται στη Γαλιλαία. Κάθε φορά που βλέπει τους ανθρώπους αναγκάζεται να τους πει μια ιστορία. Είναι πολλές οι προσδοκίες τους και ο ίδιος τυφλώνεται από το ανελέητο φως της αποστολής του. Όταν ο μύχιος πόθος του είναι απλώς να αλλάξει  μονοπάτι. Όταν ο φόβος στοιχειώνει στο τέλος μόνο έναν και οι άνθρωποι ολοένα κοντοζυγώνουν.