Εφόσον ξεκινήσει τελικώς η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης κατά την ερχόμενη κοινοβουλευτική σύνοδο, όπως έχει εξαγγείλει η Κυβέρνηση, κρίνεται σκόπιμο να τροποποιηθούν προσεκτικά ορισμένες διατάξεις του ελληνικού οικονομικού Συντάγματος. Σκοπός αυτής της «χειρουργικής» αναθεώρησης θα είναι η ευθυγράμμισή του με το ενωσιακό κεκτημένο και η αποφυγή του άσκοπου – και περιπτωσιολογικά αυθαίρετου – παραμερισμού του Συντάγματος λόγω της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου.

Και εξηγούμαι.

Οι διατάξεις του Συντάγματος που άπτονται της οικονομίας είναι ποικίλες, αλλά ο πυρήνας του λεγόμενου οικονομικού Συντάγματος είναι τα άρθρα 5, 106, 17 και 80.

Αρχικά, θεμελιώδης είναι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 Σ, η οποία ορίζει ότι καθένας «έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Xώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Εξίσου σημαντική είναι και η διάταξη του άρθρου 106 παρ. 2 Σ: «H ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας». Επίσης, καίριες για την οικονομία είναι οι διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος, στις οποίες κατοχυρώνεται η προστασία της ιδιοκτησίας. Τέλος, κανένα «οικονομικό» Σύνταγμα δεν μπορεί να είναι πλήρες χωρίς αναφορά στη νομισματική πολιτική. Ωστόσο, το άρθρο 80 παρ. 2 Σ είναι ιδιαιτέρως λακωνικό: «Nόμος ορίζει τα σχετικά με την κοπή ή την έκδοση νομίσματος».

Μερικές σκέψεις για κάθε διάταξη θα αρκέσουν για να αναλογιστεί ο αναγνώστης την ανάγκη αναθεώρησης των σχετικών διατάξεων.

Πρώτον, το άρθρο 5 παρ. 1 Σ περί οικονομικής ελευθερίας έχει ξεπερασθεί από τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες του ενωσιακού δικαίου που είναι αναγκαίες για την ύπαρξη της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ βάσει του άρθρου 26 παρ. 2 ΣΛΕΕ. Σχετικό εδώ είναι και το άρθρο 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, το οποίο ρητά και ξεχωριστά από τις λοιπές οικονομικές ελευθερίες (σε αντίθεση με το Σύνταγμά μας) κατοχυρώνει την επιχειρηματική ελευθερία.

Δεύτερον, η προστασία της ιδιοκτησίας έχει ρητά (και όχι μόνο νομολογιακά) συμπεριλάβει τα ενοχικά δικαιώματα και την πνευματική ιδιοκτησία, και όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα. Σχετικό εδώ είναι το άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Τρίτον, το άρθρο 106 παρ. 2 του Συντάγματος δεν κάνει καμία αναφορά στην ελεύθερη αγορά και αντανακλά μια φοβική προσέγγιση απέναντι στην ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία, όντας πλήρως αντίθετο στο άρθρο 119 ΣΛΕΕ όπου ορίζεται ότι η

οικονομική πολιτική «ασκείται σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό». Ιδίως το ενωσιακό δίκαιο περί κρατικών ενισχύσεων έχει πολλαπλώς περιορίσει την ικανότητα του Κράτους να παρεμβαίνει στην αγορά μέσω της επιλεκτικής χορήγησης κρατικών πόρων.

Τέλος, το άρθρο 80 παρ. 2 είναι de facto ξεπερασμένο, παρά την ερμηνευτική του δήλωση, καθώς η νομισματική πολιτική για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, όπως η Ελλάδα, αποτελεί πλέον αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ (άρθρο 3 ΣΛΕΕ).

Εν κατακλείδι, λεκτέα τα εξής. Πρώτον, η σχέση του ενωσιακού δικαίου με το οικονομικό μας Σύνταγμα θα πρέπει να είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα στην επερχόμενη συνταγματική αναθεώρηση. Δεύτερον, το ελληνικό οικονομικό Σύνταγμα είναι προ πολλού ξεπερασμένο ως προς το γράμμα του από το ενωσιακό δίκαιο. Τρίτον, το ελληνικό οικονομικό Σύνταγμα επιβιώνει για τρεις λόγους κυρίως: α) λόγω της ανθεκτικότητας του (ήτοι εν πολλοίς λόγω πλείστων αορίστων νομικών εννοιών) · β) λόγω της δημιουργικής ερμηνείας από τους εθνικούς δικαστές των αόριστων αυτών εννοιών · γ) ενίοτε, λόγω του δυνητικού παραμερισμού του από το υπέρτερης τυπικής ισχύος ενωσιακό δίκαιο.

Συμπέρασμα: το ελληνικό οικονομικό Σύνταγμα έχει ήδη επανακαθορισθεί μέσω της Ε.Ε. και είναι καιρός να επικαιροποιηθεί – προσεκτικά – και το γράμμα του. Η επόμενη συνταγματική αναθεώρηση αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία που δεν πρέπει να μείνει αναξιοποίητη.

Ο κ. Δημήτριος Κυριαζής είναι Επ. Καθηγητής της Νομικής Σχολής ΑΠΘ και Δικηγόρος Αθηνών παρ’ Αρείω Πάγω.