Νέες οιμωγές στο Facebook, το μέσο των μπούμερ. Η ανακοίνωση ενός πάρα πολύ καλού βιβλιοπωλείου του κέντρου των Αθηνών και συνάμα χώρου εκδηλώσεων πως βάζει άμεσα λουκέτο πυροδότησε πίκρα, θυμό και μπόλικο λυρισμό στους έλληνες χρήστες – μεσήλικους κατά βάση. Μια ορθή συζήτηση για τα υψηλά ενοίκια, το gentrification, την ομογενοποίηση της Αθήνας, την ξενοδοχοποίησή της, έγινε με λανθασμένο τρόπο. Κάτω από τόνους δακρύων, μέσω εσχατολογικών post, τσιτάτα ανασύρθηκαν για τη χρησιμότητα του βιβλίου και την ιερότητά του, αφορισμοί για το αμόρφωτο και αγράμματο πόπολο που δεν μπορεί να στηρίξει ένα βιβλιοπωλείο του κέντρου, κατάρες εκτοξεύθηκαν στους real estate και τους μεγαλοξενοδόχους που μετατρέπουν την πόλη σε ένα συνεχές εστίασης και ύπνου. Είναι έτσι; Ενα μέρος του προβληματισμού αυτού είναι απόλυτα δικαιολογημένο.
Και ναι, είναι σημαντικό όχι μόνο να υπάρχει ένα ευρύ οικοσύστημα μικρών και μεγάλων βιβλιοπωλείων στην Αθήνα, αλλά και ταυτόχρονα ένα δίκτυο μικρών και μεγάλων εκδόσεων. Φυτώρια δηλαδή και νέων συγγραφέων και ποιητών ή ποιητριών που με τη σειρά τους μπορούν να διαμορφώσουν μία νέα λογοτεχνική και συγγραφική σκηνή στη χώρα. Ναι, τα μικρά βιβλιοπωλεία έχουν αξία. Πρέπει να στηριχθούν – το εν λόγω θα μείνει ανοιχτό για δύο μήνες με εξαιρετικά χαμηλές τιμές στα βιβλία του και αξίζει την αγοραστική προσοχή μας. Υπάρχει όμως και μία δόση υποκρισίας από ένα μέρος των χρηστών του Facebook. Οταν για παράδειγμα στην πιο τελευταία έρευνα που έχουμε για τη βιβλιοαναγνωσία παρατηρούμε πως μόνο το 35% των Ελλήνων διαβάζει ένα και μόνο βιβλίο τον χρόνο. Αρα αυτό που λέμε βιβλιοφιλικό κοινό στην Ελλάδα είναι πολύ πολύ μικρό σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τα στοιχεία είναι από τους επίσημους φορείς. Μία μικρή άνθηση παρατηρήθηκε τις ημέρες της καραντίνας, τις ημέρες της πανδημίας, αλλά σήμερα είναι κοινό μυστικό μιλώντας με τους ανθρώπους του βιβλίου, αυτούς δηλαδή που ξέρουν τον χώρο, πως η πτώση της αγοράς είναι μεγάλη.
Ακόμα και τα βιβλία ευζωίας και τα εγχειρίδια αυτοβελτίωσης δείχνουν να είναι σε καθοδική τροχιά και ταυτόχρονα με όλα αυτά πάει και η ανάγνωση των εφημερίδων, των κλασικών εντύπων δηλαδή που επίσης φαίνεται πως σταδιακά βρίσκονται σε καθίζηση. Δεν διαβάζαμε που δεν διαβάζαμε, ήρθε και το Ιντερνετ, τα smartphones, το άκοπο σκρολάρισμα, η εύκολη και αχώνευτη γνώση ή η κατακερματισμένη πληροφορία και βέβαια το TikTok: αυτή η έκρηξη μικρών βίντεο που δεν λογαριάζουν ούτε από συγκέντρωση ούτε από προσήλωση πάνω σε κείμενο. Ταυτόχρονα ο πολιτισμός μας μετακινήθηκε ή μετακινείται αργόσυρτα και από βιβλιοκεντρικός πάει στην τεχνολογία και στο Διαδίκτυο. Είναι διαφορετικό ένας πολιτισμός που δομείται πάνω στην ανάγνωση του βιβλίου και της εφημερίδας και πολύ διαφορετικό ένας πολιτισμός που αρχίζει να οικοδομείται πάνω στα μικρά κείμενα και ούτε καν σε αυτά – απλώς και μόνον στην εικόνα ή στο reel. Βέβαια η υποκρισία σε πολλούς από τους πενθούντες για το πολύ ωραίο και μικρό βιβλιοπωλείο που δυστυχώς βάζει λουκέτο έχει να κάνει με το γεγονός πως οι περισσότεροι ποτέ δεν είχαν περάσει από αυτό ή δεν είχαν πάρει ούτε ένα βιβλίο μέσα στα προηγούμενα χρόνια.
Πώς αλήθεια να στηριχθεί μία επιχείρηση με έξοδα και με υψηλά ενοίκια; Γιατί είναι και αυτό ένα βιβλιοπωλείο και συνήθως το ξεχνάμε. Η συζήτηση δεν τελειώνει και έχει να κάνει και με τον προσανατολισμό της οικονομίας, πού πάει η μεγάλη πόλη, τι πολιτική για το βιβλίο έχει το κράτος. Εχει όμως να κάνει και με το τι σχέση αναπτύσσει ένας νέος με το βιβλίο. Θέμα βαθύτερο και συχνά συναρτώμενο και από την οικογένεια.