Θα είναι πράγματι «σταθερό και μόνιμο», όπως εξαγγέλθηκε επισήμως, το μέτρο της επιστροφής ενός ενοικίου ετησίως, κάθε Νοέμβριο; Η σύντομη απάντηση στο ερώτημα είναι: Κανείς δεν μπορεί να το ξέρει.

Στο ελληνικό πολιτικό περιβάλλον, η μακροημέρευση ενός μέτρου δεν εξαρτάται καθόλου από το εάν ανακοινώθηκε ως μόνιμο. Εξαρτάται λιγότερο από την απόδοσή του στην πράξη, από την επιβεβαίωση της χρησιμότητάς του. Εξαρτάται περισσότερο από το πολιτικό περιβάλλον, τις εναλλαγές του και τις πάντοτε επείγουσες ανάγκες της πολιτικής επικοινωνίας. Oταν τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής, τα επιδόματα δηλαδή, σχεδιάζονται (ή εκλαμβάνεται από τους άλλους ότι σχεδιάζονται) με πολιτική πρωτίστως στόχευση, με το βλέμμα στις κάλπες ή στις καμπύλες των δημοσκοπήσεων, η αντοχή τους στον χρόνο είναι πάντοτε αμφίβολη. Τα όμορφα επιδόματα, όμορφα καίγονται.

Eνα καλό παράδειγμα είναι εκείνο το ξεχασμένο επίδομα στις χαμηλές συντάξεις που η κυβέρνηση Τσίπρα ανακοίνωσε παραμονές ευρωεκλογών, τον Μάιο του 2019. Το μέτρο είχε εξαγγελθεί τότε, όπως και τώρα, αμέσως μετά την ανακοίνωση από τη Eurostat των δημοσιονομικών επιδόσεων του προηγούμενου χρόνου. Είχε διαφημιστεί, κι αυτό, ως αποτέλεσμα της «ισχυρής απόδοσης της οικονομίας» και ως ανταπόδοση των «κόπων και θυσιών του ελληνικού λαού». Και, φυσικά, είχε εξαγγελθεί ως μόνιμο μέτρο που, μάλιστα, θα εξελισσόταν σε κάτι σαν 13η σύνταξη. Η οποία θα εκταμιευόταν, παραδόξως, κάθε Μάιο – ακόμη και τις χρονιές που δεν θα είχαμε ευρωεκλογές. Το μέτρο έζησε όσο διήρκεσε η προεκλογική περίοδος στην οποία είχε ενταχθεί. Καταργήθηκε από την επόμενη κυβέρνηση, που κέρδισε τις εθνικές εκλογές δύο μήνες μετά την εξαγγελία (και θεσμοθέτηση) του επιδόματος.

Θα έχει διαφορετική τύχη το επίδομα ενοικίου που ανακοινώθηκε την περασμένη Τρίτη; Από μια άποψη θα έπρεπε – και όχι μόνο για λόγους αρχής. Αφενός γιατί αποτελεί μια έμπρακτη αναγνώριση ενός μεγάλου κοινωνικού προβλήματος, που η Ελλάδα μοιράζεται με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Πορτογαλία (όπου οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί 106% από το 2010) και η Αυστρία (αύξηση 111%). Αφετέρου και κυρίως γιατί το μέτρο θα μπορούσε να είναι ένα χρήσιμο στοιχείο μιας συνολικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι μια τέτοια συνολική στρατηγική υπάρχει.

Ως προς αυτό, η κριτική που ασκήθηκε στις κυβερνητικές ανακοινώσεις είναι βάσιμη. Οχι όταν η αντιπολίτευση φωνάζει ότι τα μέτρα είναι «ψίχουλα» ή ότι θα έπρεπε να διανεμηθεί το σύνολο του πλεονάσματος – άποψη που διατυπώνεται μάλλον ως επιμνημόσυνη δέηση στην προ της χρεοκοπίας πολιτική κουλτούρα. Αλλά όταν επισημαίνει αυτό που η διεθνής εμπειρία βεβαιώνει. Πως μια επιδότηση στον ενοικιαστή, στη ζήτηση δηλαδή, αν δεν συνοδεύεται από μια ενίσχυση της προσφοράς κατοικίας, μπορεί εύκολα να έχει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Να οδηγήσει σε αύξηση των τιμών. Οι ιδιοκτήτες θα προσπαθήσουν, ασφαλώς, να οικειοποιηθούν την επιδότηση αυξάνοντας το ενοίκιο, σε μια αγορά κατοικίας που χαρακτηρίζεται από υψηλή ζήτηση και περιορισμένη προσφορά, όπως φαίνεται και από την αύξηση των ενοικίων κατά 50% από το 2019 ως σήμερα. Και ακόμη κι αν το μέτρο οδηγήσει σε «λεύκανση» του «μαύρου» ενοικίου, που αποτελεί τον κανόνα στη στρεβλή μας αγορά, το πιθανότερο είναι αυτό να μεταφραστεί σε πρόσθετη αύξηση του ενοικίου, αφού ο ιδιοκτήτης θα προσπαθήσει να βάλει τον νοικάρη του να του πληρώσει και τον φόρο, που θα προκύψει από την αύξηση του δηλωμένου μισθώματος.

Συνεπώς, για να αποδώσουν οι επιδοτήσεις χρειάζεται κάτι παραπάνω από την εξαγγελία τους. Χρειάζεται αποτελεσματικός έλεγχος και διαφάνεια στην αγορά, παρέμβαση στα άνω όρια των ενοικίων, ευέλικτη και αποκεντρωμένη διαχείριση των επιδομάτων σε τοπικό επίπεδο και μια συστηματική πολιτική ενίσχυσης της διαθέσιμης στέγης. Το τελευταίο αυτό είναι, προφανώς, το κρισιμότερο. Και είναι το πεδίο όπου τα όποια μέτρα έχουν ληφθεί έχουν πλήρως αποτύχει. Τι θα μπορούσε να γίνει; Διεθνώς έχουν δοκιμαστεί πολλές συνταγές σε χώρες με αντίστοιχο πρόβλημα. Από την κατάργηση της golden visa ή τον δραστικό περιορισμό της βραχυχρόνιας μίσθωσης έως φορολογικά κίνητρα για τη διάθεση ακινήτων προς ενοικίαση. Τα πιο αποτελεσματικά είναι μάλλον εκείνα που επικεντρώνονται στην επιδότηση της κατασκευής και διάθεσης κατοικίας και σε προγράμματα κοινωνικής στέγης. Η Βιέννη, όπου ένα 60% των κατοίκων της ζει σε δημόσια ή επιδοτούμενη κατοικία, με ελεγχόμενα, σταθερά ενοίκια και όπου η τοπική αρχή χτίζει η ίδια ή εξαγοράζει μεγάλο μέρος των διαθέσιμων κατοικιών, είναι ένα καλό παράδειγμα. Τα ενοίκια εκεί παραμένουν χαμηλά ακόμη και όταν οι τιμές των ακινήτων στην αγορά ανεβαίνουν.

Αλλά η αναζήτηση της καταλληλότερης, για κάθε χώρα και κάθε πόλη, λύσης έχει μια, προπάντων, θεμελιώδη προϋπόθεση. Την απο-πολιτικοποίηση, κατά το δυνατόν, όχι μόνο της στεγαστικής αλλά συνολικά της κοινωνικής πολιτικής. Κανένα κοινωνικό πρόβλημα, ούτε το στεγαστικό, ούτε το δημογραφικό, ούτε το πρόβλημα του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας δεν μπορεί να λυθεί με μέτρα που έχουν ως ορίζοντα τις επόμενες εκλογές ή το επόμενο κύμα δημοσκοπήσεων. Χρειάζεται στρατηγική με βάθος χρόνου και συνέχεια. Χρειάζεται, δηλαδή, τα μέτρα να είναι πράγματι «σταθερά και μόνιμα». Μόνο που, για να είναι, θα πρέπει οι κυβερνήσεις να περιορίσουν κάπως την πολιτική τους λαιμαργία. Να αντισταθούν λίγο στον πειρασμό της πολιτικής ιδιοποίησης των μέτρων κοινωνικής πολιτικής, των επιδομάτων συμπεριλαμβανομένων. Ωστε, πρώτον, να μεταφερθεί η εφαρμογή τους στο επίπεδο όπου μπορεί να είναι αποτελεσματικότερα και πιο ευέλικτα, στο τοπικό επίπεδο. Αλλά και για να έχουν μια πιθανότητα να επιβιώσουν μιας αλλαγής στην πολιτική συγκυρία.