Πέρασαν τριάντα χρόνια από το πρώτο της διήγημα «Εξω η ζωή είναι πολύχρωμη» με το οποίο η Αμάντα Μιχαλοπούλου ξεκίνησε, πέρα από δημοσιογράφος, να συστήνεται στο αναγνωστικό κοινό και ως συγγραφέας να ανοίγει τον κόσμο της. Με το νέο της βιβλίο «Το μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη» (από τις εκδόσεις Πατάκη) ανεβοκατεβαίνει τα σκαλοπάτια της κυμαινόμενης συναισθηματικής της διάθεσης, εμπλέκει τα πρόσωπα του οικογενειακού της περίγυρου με όνειρα και διαλόγους γυναικών, έντεχνα αναμειγνύει αποσπάσματα από έργα άλλων λογοτεχνών, που με ειλικρίνεια το παραδέχεται δίνοντας διευκρινίσεις στις σημειώσεις τέλους, ενώ μοιράζεται τις σκέψεις της για το γυναικείο σύμπαν. Και αν κάτι επιδιώκει να μείνει από αυτήν τη συμπεριληπτική φόρμα λόγου όπου αναδύονται ποιήματα και επιστολές, θραύσματα βιωμάτων και αναμνήσεων με ασκήσεις συνειρμικής γραφής και δημοσιογραφικές συνεντεύξεις, είναι η ανάγκη της να εκμυστηρευτεί τις διαπιστώσεις της περί μητρότητας και άλλων κοινών δαιμονίων.

Υπάρχει μια αίσθηση υποχρέωσης για εξομολόγηση ενδόμυχων σκέψεων, πιο σωματικών, σε αυτό το βιβλίο. Τι σε παρακίνησε;

Υποχρέωσης όχι. Ισως μπορούμε να μιλήσουμε για υποχρεωτική κατάφαση: όσο μεγαλώνουμε ερχόμαστε πιο κοντά στο σώμα μας, στις λειτουργίες του, στη θνητότητά του. Είναι ένα είδος απελευθέρωσης, η αρχή του τέλους μιας καταναγκαστικής υπνοβασίας. Το σώμα αδειάζει, οι ορμόνες δεν υποστηρίζουν τη λειτουργία του και οι ακατάσχετες σκέψεις της αϋπνίας δημιουργούν ένα εφιαλτικό υπαρξιακό νήμα, υφαίνοντας την αγωνία νύχτα και μέρα. Ηθελα να μιλήσω για αυτή την τρωτότητα με όσο περισσότερο χιούμορ γίνεται. Με βοήθησαν τα όνειρα της ηρωίδας μου, ο παραλογισμός τους και η φαντασμαγορία τους. Γιατί αν το καλοσκεφτούμε, όταν ονειρευόμαστε σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό, είναι για λίγο πιθανά όλα τα σενάρια. Η ζωή αποκτά, όσο κοιμόμαστε, το νόημα που παραπονιόμαστε ότι λείπει.

Η μετάβαση στην εμμηνόπαυση χρειάζεται τη λογοτεχνία για να καταργηθεί το ταμπού της ηλικίας;

Η λογοτεχνία, η τέχνη γενικότερα, θέτει βαθύτερα ένα ερώτημα που μας απασχολεί, δημιουργεί παραφυάδες αλληλοσυνδεόμενων νοημάτων. Η εμμηνόπαυση είναι μια φυσική λειτουργία, φορτισμένη όμως με μύθους και προπατορική θλίψη. Είναι σαν η Εύα μέσα μας να σταματάει επιτέλους να τιμωρείται για την επιθυμία της και ταυτόχρονα να πρέπει καταναγκαστικά να αγιάσει. Παύει η τιμωρία της εμμήνου ρύσης, έτσι όπως τη συνέλαβαν οι Ευαγγελιστές στο χριστιανικό παραμύθι. Και η «άμυαλη» γυναίκα μπορεί επιτέλους να ησυχάσει εκτός παραγωγής, αφού ο ρόλος της είναι εκ προοιμίου συνδεδεμένος με την τεκνοποίηση. Θα μπορούσε να είναι μια στιγμή μεγάλης δύναμης και σοφίας, αλλά γίνεται αφορμή μελαγχολίας και ηττοπάθειας. Αυτά τα αντικρουόμενα αισθήματα ήθελα να διηγηθώ δίνοντάς τους μια ονειρική διέξοδο. Επειδή μετά από κάθε όνειρο η ηρωίδα μου γίνεται ντετέκτιβ και ψάχνει τα ίχνη του ονείρου στην πραγματικότητα: τι πήγε στραβά αναρωτιέται. Και προσπαθεί να το φτιάξει. Ή έστω να το καταλάβει.

Το ημερολόγιο των ονείρων αναφέρεται σε έναν κατάλογο νοσταλγικών επεισοδίων, ατελεύτητων επιθυμιών, θρήνων για την απώλεια της «νιότης»;

Ηθελα να είναι το αντίθετο του θρήνου, ήθελα να φτιάξω εξωφρενικά ανέκδοτα. Η ηρωίδα μου δεν βλέπει μόνο Παναγίες, βλέπει επίσης τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τη θεά Δήμητρα. Σκαρφαλώνει στα μαλλιά της Ραπουνζέλ και της τα βάφει μπλε. Οδηγεί ένα αυτοκίνητο χωρίς φρένο και κάνει κατακόρυφο για να μιμηθεί καλύτερα τις νυχτερίδες. Πηγαίνει σε ένα σχολείο καλών μητέρων όπου το απολυτήριο είναι μια σερβιέτα στην οποία ο βαθμός αγιοποίησης είναι γραμμένος με αίμα. Ωστόσο η νιότη, η ζωτικότητα γενικά, δεν είναι και μια πνευματική κατάσταση; Βλέπεις παιδιά που μοιάζουν με γέρους και γέρους που δεν μεγάλωσαν ποτέ.

Τι φοβούνται σήμερα οι γυναίκες;

Εχουν σοβαρούς λόγους να φοβούνται τα πάντα. Με την έννοια ότι πολύ βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, που κατακτήθηκαν με κόπο και που στη Δύση τουλάχιστον θεωρούνταν δεδομένα, αρχίζουν ξανά να αμφισβητούνται από κυβερνήσεις ημίτρελων μοναρχών. Υπάρχει μια πολύ διεστραμμένη επιστροφή σε παλιότερα μοντέλα συμμόρφωσης. Η λογοτεχνία δεν είναι μανιφέστο αλλά μπορεί να οργανώσει το κοινό ασυνείδητο, μπορεί να παραγάγει ένα συμφωνικό έργο που θα οδηγήσει σε κάποιο είδος επανάστασης, σε μια μορφή κάθαρσης. Εγώ προσπαθώ να αντιγράψω τις μεθόδους του δοκιμίου, της έρευνας και της καθαρής μυθοπλασίας για να οδηγήσω το μυθιστόρημά μου σε αυτό τον υβριδικό χώρο μεταμόρφωσης, κατασκευάζοντας ένα αλμανάκ της γυναικείας εμπειρίας ανά τους αιώνες.

Το αίτημα της ανεξαρτησίας και της ισότητας πόσο έχει επηρεάσει τον ψυχισμό των σύγχρονων γυναικών;

Ελπίζω πως τις έχει κάνει αγωνίστριες. Με την έννοια ότι παλεύεις και για τον εαυτό σου και αναδρομικά για τη μαμά και τη γιαγιά σου, οι οποίες έζησαν σε κοινωνίες που δεν αναγνώριζαν τα αιτήματά τους. Ή που δεν ήξεραν καν ότι τα όνειρά τους ήταν νόμιμα αιτήματα. Οταν προσπαθώ να εξηγήσω στην εικοσάχρονη κόρη μου πώς ζούσαμε, ποιες ήταν οι επιταγές της δικής μας νεότητας, το περιφερόμενο θέατρο της γυναικείας κατάστασης, σταματάω και σκέφτομαι πόσο χειρότερα ήταν για τη δική μου μητέρα, στη δεκαετία του ’60, με τους κορσέδες και τις ματωμένες φτέρνες από τα τακούνια. Οι γυναίκες επιμορφώνονται εντατικά στο να αρέσουν, να είναι ήσυχες, ευχάριστες και χαμογελαστές. Ο θυμός και η διεκδίκηση ανήκαν ανέκαθεν στον ανδρικό κόσμο, μια γυναίκα που ήθελε να επιτελεί σωστά τον ρόλο της ήταν εργαζόμενη μητέρα και καλή νοικοκυρά, που λέει και το τραγούδι. Ο θυμός της γυναίκας ονομαζόταν υστερία, ο ίδιος θυμός που σε έναν άνδρα ήταν αρρενωπότητα και γόητρο.

Τι έχει αλλάξει στις σημερινές νέες γυναίκες;

Το MeToo άλλαξε πολλά. Δημιουργήθηκε μια αίσθηση μαχητικής αλληλεγγύης, το νέο λεξιλόγιο έφερε και νέα επίγνωση. Η λέξη «γυναικοκτονία», σε αντίθεση με τη λέξη «ανθρωποκτονία», τη χρήση της οποίας προσπάθησαν πολύ καιρό να επιβάλουν τα κοινωνικά δίκτυα της ανδρόσφαιρας, μετατόπισε τον άξονα της συζήτησης. Στο βιβλίο μου περιλαμβάνω συζητήσεις με τη μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη και με μια αμερικανίδα συγγραφέα της οποίας η μητέρα δολοφονήθηκε όταν ήταν οχτώ χρονών. Αλλά και με μια δεκάχρονη Αφγανή, τη νέα γενιά κοριτσιών, που μεγαλώνει τώρα ως απόκληρη, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Στο «Μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη» έχω εντάξει κι ένα γράμμα της κόρης μου, την κριτική της για το βιβλίο που έγραψα. Ηθελα τη φωνή της, τη γλώσσα της, όχι μόνο για λόγους ύφους και συμπερίληψης, αλλά και γιατί με βοήθησε ουσιαστικά στην επιμέλεια του βιβλίου, με βοήθησε να διορθώσω αυτό που έγραψα ακούγοντας τον αντίλαλο της γενιάς της.

Υπάρχουν γέφυρες ή χάσματα ανάμεσα σε γυναίκες διαφορετικών γενεών;

Αυτό προσπαθώ να καταλάβω στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, εξ ου και το αλφαβητάριο ιστοριών, οι αφηγήσεις που άκουσα από άλλες γυναίκες. Ή το ετυμολογικό λεξικό όπου γυναίκες από την Αφρική ως την Ιαπωνία μου στέλνουν λέξεις της γλώσσας τους γύρω από ζητήματα αναπαραγωγής και τεκνοποίησης. Πιστεύω στις γέφυρες, όχι στα χάσματα. Γιατί κάθε χάσμα είναι μια ευκαιρία να περάσεις απέναντι, να καταλάβεις. Ας πούμε: γιατί αποκλείστηκαν ως αιρετικά τα απόκρυφα ευαγγέλια; Ασφαλώς επειδή δεν βοηθούσαν στη δημιουργία ενός ανδροπρεπούς συστήματος σκέψης που απέκλειε αφηγηματικά και ουσιαστικά τις γυναίκες. Αλλά και επειδή εκείνα τα ρηξικέλευθα ποιητικά κείμενα παρουσίαζαν θηλυκά με παράξενες δυνάμεις, μάγισσες κάθε είδους, πολύ μακριά από το πρότυπο της γυναίκας που γεννάει και σιωπά σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας ώσπου να πεθάνει ο γιος της και να αρχίσει ο θρήνος. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ασχολούμαι πολύ με τον χριστιανισμό, με το σύνδρομο μάνας – πόρνης που επινόησε για να καθυποτάξει τις γυναίκες. Ταυτόχρονα δεν μπορώ να μη νιώσω δέος μπροστά στην τρομερή πειθώ της χριστιανικής αφήγησης. Το λέω και στις πρώτες σελίδες του βιβλίου: «κάθε δόγμα, ένα επιτυχημένο μυθιστόρημα».

Και οι άνδρες βρίσκουν χώρο ανάμεσά μας ή τους αποκλείσαμε;

Αν ενδιαφερθούν για τη ζωή των γυναικών, αν δεχτούν την παύση προνομίων που συνεπάγεται η πραγματική ισότητα, θα νιώθουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, που λένε και τα παραμύθια. Η ηρωίδα μου λέει πως ο κόσμος θα αλλάξει μόνο αν οι άνδρες διαβάσουν για τη ζωή των γυναικών με την ίδια φυσικότητα που διάβαζαν ανέκαθεν οι γυναίκες για τη ζωή των ανδρών. Πριν από αυτό όμως χρειάζεται άνδρες και γυναίκες να αναγνωρίσουν πόσο ύπουλη είναι η πατριαρχία, σε τι αδιέξοδο μας οδήγησε. Και να παίξουν νοερά το παιχνίδι mother resort που έχω συσσωματώσει στο βιβλίο, ένα επιτραπέζιο για τον τρόπο που αγιοποιούμε τις μητέρες σήμερα.ς