Ο «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι είναι μια μορφή αγνότητας και αλήθειας σε έναν κόσμο διαφθοράς. Πώς μεταφράζεται αυτή η ιδέα στο σήμερα μέσα από το έργο σας;
Η σπουδή μου πάνω στον Ντοστογιέφσκι είναι ένα υπέροχο ρίσκο, ένα στοίχημα να δοκιμάσουμε να γίνουμε κι εμείς ηλίθιοι. Επιδιώκω να νηστεύω από πολλά πράγματα: δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν παίζω τζόγο, δεν λέω ψέματα, δεν κρύβομαι πίσω από βολικούς κανόνες που παρουσιάζουμε ως δήθεν προσωπικές εξαιρέσεις.
Πώς αντιλαμβάνεστε την αγαθότητα και την ευθύνη στη σημερινή κοινωνία;
Αλίμονο αν μετατρέψουμε την αγαθότητα, την αφθονία και την έγνοια σε μια άτακτη ενόρμηση, γιατί τότε δικαιολογούνται συμπεριφορές που μπορεί να είναι ακόμη και απαίσιες. Κουβαλάς το βάρος της όμορφης ευθύνης, της συνεχούς εισροής της πληροφορίας του άλλου ανθρώπου. Η διαύγεια της συνείδησης φέρει μέσα της το άπειρο του βίου. Δεν υπάρχει ο πραγματικός και ο ψεύτικος εαυτός. Υπάρχει το μανιφέστο συνείδησης με το οποίο πορεύεσαι στους επιμέρους ρόλους της ζωής σου.
Ο «Ηλίθιος» είναι απλώς ένας θεατρικός χαρακτήρας ή κάτι βαθύτερο για εσάς;
Για μένα, ο «Ηλίθιος» δεν είναι ένα σκηνικό ύφος ή μια τάση. Είναι η εξερεύνηση του μανιφέστου της ευθύνης της πιο ελεύθερης και αγαθής συνύπαρξης. Το έργο συνομιλεί με τα υλικά που κάνουν έναν δραματικό ήρωα ενδιαφέροντα και άξιο. Θεωρώ πως είναι ίσως το πιο προσωπικό έργο του Ντοστογιέφσκι. Ο πυρήνας του συγγραφέα βρίσκεται σε αυτόν τον ασθενικό, ενάρετο άνθρωπο. Ο «Ηλίθιος» συνομιλεί και με το «Ονειρο ενός γελοίου», όπου σε δέκα σελίδες κρύβεται όλη η φιλοσοφία του συγγραφέα.
Πόσο προσωπικά βιώνετε αυτόν τον ρόλο;
Ο «Ηλίθιος» είναι για μένα ο πιο άξιος ήρωας ώστε να τον ερμηνεύω καθ’ ολοκληρίαν, 24/7 στη ζωή μου. Να γίνω «ηλίθιος» γιος, εραστής, φίλος, συνεργάτης, καλλιτέχνης, πολίτης, πολιτικός, γείτονας, συνεπιβάτης στο τρένο. Αυτά τα υλικά άρχισα να τα εξερευνώ μετά τα τριάντα, βγαίνοντας από αχρείαστες καταχρήσεις, εξαρτήσεις, ακρότητες που συχνά μοιάζουν καλλιτεχνικές, ερωτικές, ποιητικές, ωραίες, αλλά πίσω τους κρύβουν την ανάγκη για μια άγκυρα, για μια παιδική αγάπη, για την «ηλίθια» σύνδεση με τον συνάνθρωπο. Αρα, να αντέχεις να πλήττεσαι.
Κάνατε αναφορά στην περίοδο της ζωής που συνδέεται με εξαρτήσεις. Ποια είναι αυτή;
Σε κάποιο στάδιο της ζωής κάθε ανθρώπου γίνεται μια πύκνωση. Αλλοι μπορούν να το ζήσουν και στη μεταεφηβεία. Για μένα, το παραθυράκι της πιθανότητας άνοιξε γύρω στα 30.
Τι εννοείτε με τον όρο «παραθυράκι της πιθανότητας»;
Είναι μια φάση που έχει έναν πυρήνα καλλιτεχνικό και πατριαρχικό. Την απόστροφο του εν δυνάμει Δον Ζουάν. Οταν βρίσκεσαι σε μια κοινωνία που τα πάντα είναι χρηματιστηριακή εμπορία – π.χ. πέντε παραστάσεις να δεις, οι τρεις καλύτεροι ανερχόμενοι – και σε αυτήν την αέναη συγκριτικότητα, μπορεί να προκληθεί ένας κλονισμός.
Πώς σχετίζεται αυτό με το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσατε;
Εγώ μεγάλωσα μέσα σε μια ελευθεριακή ασφάλεια, με ορθό λόγο, αποδοχή, κατανόηση και εμπιστοσύνη. Ωστόσο, όταν μπαίνεις στις ενήλικες σχέσεις – ερωτικές, επαγγελματικές – οι φόβοι, οι ενοχές και τα απωθημένα πυκνώνουν. Ηταν η στιγμή που έπρεπε να αποφασίσω ποιος θέλω να είμαι και τι θέλω.
Πότε συνέβη αυτό;
Οταν ήρθα αντιμέτωπος με τον αμετάκλητο, ισόβιο, άφθαρτο έρωτα. Ηταν στιγμές που έκανα βαθιές εξομολογήσεις, που ταπεινώθηκα, που απολογήθηκα για όσα ενδεχομένως είχα κάνει. Τότε, μετά τα τριάντα, βίωνα πίεση, θυμό, φόβο, συνεξαρτήσεις.
Τι έπαιξε τον πιο καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή σας;
Η ερωτική σύνδεση. Η ευθύτητα να μπορείς να πεις «εγώ μπορώ τόσο και μέχρι εδώ». Αυτό μπορεί να μην «πουλάει», αλλά είναι ουσιαστικό και απαραίτητο. Συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να έχω «και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο». Το κατάλαβε πρώτα το σώμα και η ψυχή. Οταν άρχισα πρώτα να δέχομαι και μετά να πράττω κακοποιητικές συμπεριφορές. Να μιλάω άσχημα, να είμαι επιθετικός. Μέχρι τα τριάντα μου αυτά δεν υπήρχαν στη ζωή μου. Ηταν μια σταδιακή «ντοστογιεφσκική» αποσάθρωση. Αγωνία για την καριέρα, για την ερωτική αποδοχή. Εκεί κουμπώνει και το «τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια».
Υπήρχε κάποιο στοιχείο του εαυτού σας που δεν περιμένατε να αναδυθεί;
Νιώθω ότι πάντα είχα μέσα μου ένα πατρικό και ένα μητρικό στοιχείο. Βρέθηκα, όμως, να κοινωνώ έναν ρόλο που δεν τον είχα επιζητήσει.
Πώς ξεκίνησε η μετατόπισή σας;
Διά της ταπείνωσης. Ημουν ευλογημένος γιατί συνέβη σε έγκαιρα στάδια. Δεν έζησα κάτι που να μην έχει γυρισμό.
Ζητήσατε βοήθεια;
Ναι. Οταν επικαλέστηκα το πρόσωπο αναφοράς μου, έκλαψα στην αγκαλιά της μητέρας μου και του πατέρα μου και είπα «θέλω βοήθεια, έχω χάσει τον εαυτό μου».
Υπήρξε κάποια στιγμή που σας συγκλόνισε ιδιαίτερα;
Την εποχή που έκανα όλες μου τις εξομολογήσεις, έλαβα ένα μήνυμα από έναν άνθρωπο που θεωρώ ότι αδίκησα, το οποίο έλεγε: «Ησουν ο κακοποιητής μου». Αυτά τα λόγια με αποσάθρωναν καθημερινά για δύο χρόνια.
Πώς καταφέρατε να προχωρήσετε;
Αυτό που με απελευθέρωσε ήταν η αναγνώριση της γυναικείας μου φύσης. Η αποδοχή του γεγονότος ότι, όπως η μάνα κατανοεί και αγκαλιάζει τη γήινη, αέναη σύνδεση, έτσι κι εγώ έπρεπε να αγκαλιάσω και να κατανοήσω τον ψυχισμό του άλλου.
Αισθανθήκατε ποτέ ότι διαψεύσατε τις προσδοκίες των γονιών σας;
Μόνο τις δικές μου. Και το έχει πει ωραία ο ψυχίατρός μου: «Το ξεθώριασμα του Εβερεστ». Είναι η στιγμή που αποδέχεσαι ότι μπορεί να μην πάρω Οσκαρ, να μην γίνω πρωθυπουργός. Οτι μπορεί να είμαστε πιο μέτριοι, πιο κανονικοί, αλλά υπέροχοι, μοναδικοί, ξεχωριστοί άνθρωποι. Αυτό είναι η καθημερινή μου ασκητική. Δεν τελειώνει ποτέ.
Μεγαλώσατε σε ένα πολιτικό περιβάλλον αλλά ακολουθήσατε τον δικό σας δρόμο. Σε αυτόν τον αγώνα που κάνετε, ποιος ήταν ο ρόλος της μητέρας σας και ποιος του πατέρα σας;
Είμαι ευλογημένος που μεγάλωσα με αυτόν τον πατέρα (σ.σ. τον Μίμη Ανδρουλάκη), που με άφηνε να μουτζουρώνω πάνω στα βιβλία και τις σημειώσεις του. Μεγάλωσα σε ένα ελεύθερο γήπεδο, αλλά είχα την αίσθηση του μέτρου ως παιδί. Ως ενήλικος, τη στιγμή που την έχασα, έπρεπε να την ξαναβρώ από την αρχή.
Και η μητέρα σας;
Το πολιτικό μου πρότυπο είναι η μητέρα μου. Αν ήμουν ο κολλητός της φίλος όταν μεγάλωνα, θα της έλεγα: «Μην αφήσεις τον ρόλο της μάνας να βιώνει τον ανταγωνισμό με τα “θέλω” της γυναίκας».