Πώς συνδέονται για εσάς καλλιτεχνικά ή θεματικά η μουσική παράσταση στο Vox και το «Blue Train», το έργο που γράψατε και παίζεται στο θέατρο Αλμα;
Η παράσταση με τη Νατάσσα και τον Θέμη (σ.σ.: Μποφίλιου, Καραμουρατίδης) αποτελεί το δεύτερο μέρος του δίσκου μας «Κάτι καίγεται». Παράλληλα, παίζεται και το «Blue Train», σε σκηνοθεσία Γιώργου Σουλεϊμάν. Ξέρεις, θεωρώ τον εαυτό μου πρωτίστως θεατρικό συγγραφέα. Η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να γράφω κυρίως μικρά θεατρικά μονόπρακτα. Ξεκίνησα από το θέατρο – ήταν η αγάπη μου, το καταφύγιό μου. Κάποια στιγμή, δύο φίλοι μού έφεραν τη μουσική στη ζωή μου, κι έτσι άρχισα να ενσωματώνω τον θεατρικό λόγο στα τραγούδια. Όμως, στην πραγματικότητα, όλο αυτό ήταν μια προετοιμασία για να επιστρέψω στο θέατρο. Ηταν μονόδρομος. Η σχέση μου με το θέατρο είναι πιο ζωντανή, πιο καθοριστική – ζήτημα ταυτότητας. Η Νατάσσα συχνά με μαλώνει όταν το λέω αυτό, αλλά είναι η αλήθεια. Δεν θεωρώ, όμως, ότι το θέατρο και η μουσική συγκρούονται. Η ουσία της τέχνης είναι να μας κάνει ευάλωτους με έναν λυρικό τρόπο.
Η λυρικότητα είναι μια εσωτερική ανάγκη του δημιουργού ή κάτι που πρέπει να καλλιεργείται συνειδητά σε μια εποχή που συχνά την απορρίπτει;
Για μένα, είναι καταφύγιο, πανοπλία και ομορφιά. Ακόμα και στα πιο τρομακτικά πράγματα της ζωής πρέπει να αναζητάς την ομορφιά. Να ξυπνάς κάθε πρωί έχοντας ως κίνητρο κάτι όμορφο. Πάντα ψάχνω αυτό που θα μου δώσει παρηγοριά μέσα στη μέρα.
Αλήθεια, ποια είναι για εσάς η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στη στιχουργία και την ποίηση;
Είναι ξεκάθαρο το πότε γράφει κάποιος στίχους και πότε ποίηση. Η ποίηση δίνει άλλες ελευθερίες – δεν βασίζεται στην ερμηνεία άλλων, παρά μόνο στη σχέση του ποιητή με τον αναγνώστη του. Είναι ευθύνη του να ανοίξει έναν άμεσο διάλογο, χωρίς να χρειάζεται έναν συνθέτη ή έναν ερμηνευτή. Είναι επίσης διαφορετική η πρόθεση. Θέλω ο ακροατής που θα ακούσει τους στίχους μου να μη νιώσει ότι τον κοροϊδεύω, τον κανακεύω ή ότι γράφω κάτι επιπόλαιο. Βρήκα τη φωνή μου, είχα τις εμπειρίες, τα βιώματά μου, σιγά σιγά μεγαλώνω, ωριμάζω.
Τι σας βοήθησε να βρείτε τη φωνή σας;
Το γεγονός ότι είχα δημιουργήσει ένα ασφαλές πλαίσιο δημιουργίας με τους φίλους μου, τη Νατάσσα και τον Θέμη. Μεγαλώναμε μαζί, οπότε δεν χρειαζόταν να τους εξηγήσω ή να προσαρμόσω πράγματα για να με καταλάβουν. Ήμουν 100% ο εαυτός μου.
Είστε, όμως, τρεις διαφορετικοί άνθρωποι, τρεις καλλιτέχνες με ενδεχομένως διαφορετικά αιτήματα. Πώς μπορεί να υπάρξει ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα αιτήματα;
Νομίζω ότι στο παρελθόν αυτή η προσπάθεια συμβίωσης μας έφερε και σε ρήξη. Η ρήξη ήρθε όταν άρχισε να μας πνίγει η αποκλειστικότητα. Το πρόβλημά μας ήταν η ιδρυματοποίηση· όταν αποφασίσαμε να βρει ο καθένας τα πατήματά του, να αισθανθεί ασφάλεια ως μονάδα, τότε ξαναβρήκαμε την ισορροπία μας. Για να είναι κάποιος 100% γοητευτικός και ελεύθερος, πρέπει ο άλλος να σέβεται ό,τι τον συγκινεί και τον γοητεύει. Είμαστε μαζί όταν αισθανόμαστε την ανάγκη να είμαστε μαζί και απολύτως ελεύθεροι όταν το επιθυμούμε.
Τι σας έχει στερήσει την ελευθερία σας;
Πήρα πολύ νωρίς στη ζωή μου μια απόφαση: να μην επιτρέψω σε τίποτα να με καταπιέσει. Βέβαια, το λέω αυτό κάπως εκ του ασφαλούς, καθώς η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να μπορώ να διεκδικώ την ελευθερία μου με μεγάλη ευκολία, να διαμορφώνω τη ζωή μου με τους δικούς μου όρους. Αν οι συνθήκες ήταν έστω και λίγο διαφορετικές και δεν μπορούσα να συντηρήσω αυτή την ελευθερία – η οποία έχει τεράστιο τίμημα, από το να έχεις ανθρώπους γύρω σου που μπορούν να την υποστηρίξουν και να την υπερασπιστούν μέχρι να έχεις την οικονομική δυνατότητα να τη διατηρήσεις –, τότε το ζητούμενο θα ήταν πολύ πιο δύσκολο.
Την απολαμβάνετε περισσότερο σε αυτή τη ζωή που έχετε κατακτήσει;
Το γεγονός ότι ξυπνάω το πρωί και δεν βλαστημάω επειδή πρέπει να χτυπήσω κάρτα κάπου που δεν θέλω, ότι μπορώ να φτιάχνω το πρόγραμμά μου χωρίς να καταπιέζομαι, είναι για μένα μια τεράστια πολυτέλεια. Και δεν θέλω να το ξεχνάω. Το ότι μπορώ να μιλάω για όσα θέλω, να εκφράζομαι ελεύθερα, είναι κάτι ανεκτίμητο.
Για τι καιγόσασταν – και καίγεστε – για να μιλήσετε;
Αυτό που εξακολουθεί να υπάρχει: το ποιοι είμαστε, πού πηγαίνουμε και με ποιους πορευόμαστε. Δεν θα βρούμε ποτέ οριστικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Όσο μπορούμε να ρωτάμε, είμαστε ζωντανοί – ψάχνουμε, ερωτευόμαστε, παρατηρούμε τον κόσμο γύρω μας.
Είστε από εκείνους που μίλησαν ξεκάθαρα για τη σεξουαλική ταυτότητα. Πώς φτάσατε σε αυτό;
Όταν αποφάσισα πως το μόνο που έχει σημασία είναι η ειλικρίνεια και η έκθεση. Θα μπορούσα να κάνω τέχνη με δικλίδες ασφαλείας, αλλά αυτό δεν θα ήταν τέχνη – θα ήταν απλώς ένα διακοσμητικό στοιχείο. Ίσως ακόμα και από έναν άνθρωπο που κρύβεται να γεννηθούν όμορφα πράγματα, γιατί μπορεί να τα εκφράσει με έναν τρόπο κρυπτικό, εστέτ. Εγώ, όμως, είμαι ένα λαϊκό παιδί που μεγάλωσε στον Κορυδαλλό, και όταν κάτι φλεγόταν μέσα μου, έπρεπε να το καταθέσω με έναν τρόπο αληθινό.
Ένα παιδί από τον Κορυδαλλό πώς μπορεί να μιλήσει τόσο ανοιχτά για τη σεξουαλική του ταυτότητα σε ένα τέτοιο περιβάλλον;
Αυτό ταυτίζεται απόλυτα με την ανάγκη μου να είμαι ο εαυτός μου. Ήταν μια συνειδητή απόφαση να ζήσω όλα όσα μου επεφύλασσε η ζωή και να βρω συνοδοιπόρους σε αυτή την πορεία.
Φτάσατε εύκολα σε αυτή την απόφαση ή υπήρχαν πράγματα που σας κρατούσαν πίσω;
Βρήκα ένα πολύ ασφαλές καταφύγιο: τα τραγούδια. Όταν κατάλαβα ότι οι άνθρωποι συνδέονται με την τέχνη μέσα από τον παιδικό τους εαυτό – με την αγνότητα και την ευαισθησία τους –, ένιωσα πως μέσα από τα τραγούδια μου απευθυνόμουν ως παιδί σε άλλα παιδιά. Σαν να τους έλεγα: «Κι εγώ φοβάμαι». Όταν κυκλοφόρησε το «Εν λευκώ», ένα τραγούδι απόλυτης έκθεσης, ήξερα πως έλεγα πράγματα που δεν είχαν γυρισμό.
Το «δεν έχει γυρισμό» αφορά την έκθεσή σας στον κόσμο ή και στο οικείο σας περιβάλλον;
Και τα δύο συνέβησαν ταυτόχρονα. Από την οικογένειά μου βρήκα αγάπη και αποδοχή – και νιώθω πολύ τυχερός, γιατί αυτό δεν είναι πάντα αυτονόητο.