Στρατής Παττακός

Καρδιοχειρουργός

«Ερωτικό (Με μια πιρόγα)»

Αλκης Αλκαίος, Θάνος Μικρούτσικος

Επιλογή ενός τραγουδιoύ; Σχεδόν αδύνατο, γιατί ο κάθε στίχος, η κάθε νότα αποτελεί ένα ζωντανό κομμάτι της ζωής μου. Ας αφήσουμε το γεγονός ότι είχα την τιμή και την ευκαιρία να γίνω φίλος με τόσους διακεκριμένους δημιουργούς και ερμηνευτές και τον Μάκη Μάτσα να μου αφηγείται κάθε στιγμή της δισκογραφίας.

Οταν μικρό παιδί στον Πολιχνίτο της Μυτιλήνης ενσωματώθηκα με ανατολίτικα και νησιώτικα βιολιά και σαντούρια, ένιωσα τη μετανάστευση μέσα στους λυγμούς του Καζαντζίδη και μπήκα στο Πανεπιστήμιο με το «Επεφτε βαθιά σιωπή» των Παπαδόπουλου – Πλέσσα. Πώς να αρνηθείς όλα αυτά;

Με Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, Θεοδωράκη στο μάξιμουμ της μουσικής δημιουργίας και το «Δεν έχει αρχή» να με σημαδεύει, παραδόθηκα στην ποιότητα της ελληνικής μουσικής. Οταν αργότερα στρατεύτηκα με το «Υπάρχω» και έφυγα στην Αμερική με την «Αλάνα» και το «7 νομά» του Ακη Πάνου, το δίλημμά μου για το τραγούδι γίνεται τέλμα.

Ακουσα πολύ παλιά την «Πιρόγα» ή «Ερωτικό» με έναν ασυνήθιστο ενθουσιασμό και πάθος. Στην αρχή δεν κατάλαβα τον λόγο. Η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου, η μοναδική ερμηνεία του φίλου μου Μανώλη Μητσιά ή οι στίχοι του «αόρατου» Αλκη Αλκαίου ήταν η αιτία;

Το τραγούδι αυτό αποτελεί κατά τη γνώμη μου ένα μουσικό επίτευγμα που όσο το μελετάς τόσο ανακαλύπτεις τη δύναμη του στίχου του. Στην αρχή δεν μπόρεσα να διαβάσω το ισχυρό μήνυμα μέσα από πολύπλοκες εκφράσεις, μέσα από Βησιγότθους, φτερά που πριονίζονται, το δράμα της Αντιγόνης και τα κλειδιά του Παραδείσου που σκουριάζουν.

Σιγά σιγά όμως εμβάθυνα, το μελέτησα, και κατέληξα στο ότι δύσκολα στίχοι ενός τραγουδιού μάς δίνουν τόσο πολύ βάθος και μήνυμα.

Μια χώρα που, παρά τη μοναδική της ιστορία, περιπλανιέται πάνω σε μια πιρόγα μέσα σε αλμυρές κακοτοπιές της Μεσογείου γυρεύοντας πάντα ένα χέρι βοηθείας από Βησιγότθους και υποθηκεύοντας το μέλλον της παιδιών της πριονίζοντας τα φτερά της.

Το ήθος και η ανθρωπιά υποχωρούν όπως η τιμιότητα της Αντιγόνης που θυσιάζεται μπροστά στη σκληρότητα του Κρέοντα. Οταν, τελικά, έρχεται η παρηγοριά από το γλυκό νερό των Δελφών, η σωτηρία έχει χαθεί γιατί το κλειδί της πόρτας του Παραδείσου έχει σκουριάσει. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε το δράμα μιας μετατροπής της Αττικής του ήλιου, του πνεύματος και του πολιτισμού σε αλλοιωμένο «φαιό νταμάρι» της παρακμής, ένα τοπίο άσκησης ξένων φαντάρων.

Μια ερμηνεία του Μανώλη που λέξη λέξη πατά πάνω στο νόημα του Αλκη – Βαγγέλη Λιάρου κατά κόσμον – και δημιουργεί ένα τραγούδι-σταθμό.

Γνώρισα τον Αλκη Αλκαίο στις τελευταίες δύσκολες στιγμές του χωρίς να μπορέσω να διεισδύσω κουβεντιάζοντας στο βάθος της κοσμοθεωρίας του. Ηταν συγκλονιστικό να βιώσω φιλικά το μεγαλείο του ανδρός. Εφυγε χωρίς δημοσιότητα, συνεντεύξεις και προβολή. Αφησε πίσω του το μεγαλείο της σκέψης του, ένα διαχρονικά ανεξίτηλο κάδρο.

Ιουλίτα  Ηλιοπούλου

ποιήτρια

«Η πεντάμορφη στον κήπο»

Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Κουρουπός

Κάποτε και τα άδηλα αισθήματά μας αναδύονται απ’ τη σιωπή, με το αιφνίδιο άκουσμα μιας μελωδίας. Ενα χαμόγελο – ή ένα αβίαστο δάκρυ – σχηματίζεται στο πρόσωπό μας.

Η σύμπλεξη μιας λέξης με τη μουσική φράση διαστέλλει τα φωνήεντα, μαζί και την έννοιά της. Τότε νιώθεις η καθημερινή και φευγαλέα λέξη να λαβαίνει ένα υλικό σχεδόν εκτόπισμα μες στην ψυχή, να αποκτά αισθητική και   αισθητηριακή αξία. Προϋπόθεση βέβαια η μουσική να μη  συνυπάρχει απλώς αλλά να συμβιώνει με τη λέξη, μέσα σε μια κοινή  ποιητική λειτουργία. Τότε το τραγούδι διατηρεί και το μέλος και την ποίηση, έτσι ο ακροατής προσλαμβάνει ως γοητευτική μονάδα το όλο.

«Αρχινώ το τραγούδι μου», λέει η Σαπφώ, «με αιθέρια λόγια και γι’ αυτό απαλά στ’ άκουσμα». Η δύναμη της τρυφερότητας, το κοφτερό μαχαίρι της αυγής, όπου όλα μετρούν τις αντοχές τους, η αναβάπτιση στην πρώτη φύση των πραγμάτων που επιτυγχάνει ο έρωτας, το δέος μπροστά στο ωραίο, η ακρίβεια της στιγμής, η πολλαπλότητα των εικόνων, των συλλαβών, των μέτρων και των ρυθμών για να προβληθεί ανάγλυφα το μέγα θαυμαστικό της ζωής, όλα τους με σοφία και θάρρος  λειτουργούν, ωσάν αυθόρμητα, σ’ ένα τραγούδι. Στο έξοχο τραγούδι του Γιώργου Κουρουπού, σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, «Η πεντάμορφη στον κήπο».

Ενα τραγούδι που επιμένει με την επωδό «Ω τι ωραία που είσαι!» να συμπυκνώνει, σ’ αυτή τη θαυμαστική επίκληση, τον έρωτα των αισθήσεων, τον έρωτα του ωραίου, τον ίδιο τον έρωτα της ζωής. Μία ανάσα και μόνη του ποιητή, του συνθέτη, του ερμηνευτή παίρνει τα φωνήματα και τα μετατρέπει σε μελωδικούς φθόγγους, σε ιδανική επικοινωνία με τον ακροατή.  Οσο κι αν έχει σήμερα κακοποιηθεί η έννοια του τραγουδιού, όσο  κι αν έχει συχνά περιοριστεί σε μια βασανιστική επανάληψη λέξεων και ρυθμών, δεν παύει η Τέχνη να καλλιεργεί τους σπάνιους καρπούς της. Από εμάς εξαρτάται εάν θελήσουμε να τους γευτούμε!

Γιώργος Αμυράς

βουλευτής

«Ο τρελός λαγός –

με όλη του την κρέμα»

Μίλτος Σαχτούρης, Μιχάλης Σιγανίδης

Τον Δεκέμβριο του 1995 ένας φίλος μού έκανε δώρο για τα γενέθλιά μου ένα CD με ένα περίεργο εξώφυλλο που έμοιαζε με παιδική ζωγραφιά κι έδειχνε ένα λούνα παρκ, ένα καρουζέλ, δυο συγκρουόμενα κι ένα τρενάκι με ασύνδετα βαγόνια. «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησα και μου απάντησε δείχνοντάς μου τον τίτλο του CD, «Το τραίνο-φάντασμα φίλος», του Μιχάλη Σιγανίδη. Δεν ασχολήθηκα για μέρες κι ούτε καν ενδιαφέρθηκα να βγάλω το δισκάκι απ’ τη συσκευασία γιατί δεν άκουγα καθόλου ελληνική μουσική έως τότε και δεν μ’ άρεσε κιόλας, και λογάριαζα να το πάω για αλλαγή και να πάρω τίποτα deep house ή trance που έπαιζαν ολημερίς κι ολονυχτίς χωρίς διακοπή στα ηχεία του σπιτιού μου. Κάποια στιγμή είπα να προκαλέσω την τύχη μου κι έβαλα το CD να παίξει, έτσι για να δοκιμάσω τις αντοχές μου. Επαθα πλάκα! Αμέσως κόλλησα με το πρώτο κομμάτι του άλμπουμ που λεγόταν «Ο τρελός λαγός – με όλη του την κρέμα», σε μουσική του Σιγανίδη, που ήταν μια περίεργη και τρελή μείξη τζαζ κι αυτοσχεδιασμού γύρω από το κυρίως πιάτο του τραγουδιού, το γνωστό ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη «Ο τρελός λαγός». Το άλτο σαξόφωνο και το φλάουτο κυρίευσαν τ’ αφτιά μου και τους έβαζαν ιδέες ασύνδετες και περιποιημένες μαζί, που μπλέκονταν με τον καταιγισμό των φωνών του τραγουδιού και τα πισωγυρίσματα του λαγού που γύριζε στους δρόμους, ξέφευγε απ’ τα σύρματα, έπεφτε στις λάσπες, στάζαν αίμα οι καρδιές κι έφεγγε ο κόσμος!

Το CD είχε κι άλλα καταπληκτικά κομμάτια σε ποίηση Ανδρέα Εμπειρίκου, Ομάρ Καγιάμ, Πολ Ελιάρ, Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, Σάμουελ Μπέκετ, όλα δεμένα με πολύ ιδιαίτερη σύνθεση και στίχους του Σιγανίδη που φρόντιζαν να κάνουν φευγάτο κι υπερρεαλιστικό το αποτέλεσμα. Αυτό ήταν! Από τότε και μετά άνοιξα τ’ αφτιά μου στην ελληνική μουσική κι ανακάλυψα διαμάντια σύνθεσης, στίχου και μουσικής εκτέλεσης που με κάνουν χαρούμενο κι ευτυχισμένο κάθε φορά που τα ακούω. Φυσικά δεν υπάρχουν CD πια, καθόλου δεν με ενοχλεί αυτό, ίσα ίσα, προτιμώ μακράν την άυλη και ψηφιακή μορφή της μουσικής, ωστόσο έχω κρατήσει το CD του Σιγανίδη και για το υπέροχο, εικαστικά, εξώφυλλο αλλά και για να το τιμάω που με πήρε  ξαφνικά απ’ τ’ αφτί και με οδήγησε σε έναν κόσμο μουσικής που αγνοούσα και ίσως να μη γνώριζα ποτέ!

Παναγιώτης Δουδωνής

βουλευτής

«Παράξενη κοπέλα»

Μανώλης Χιώτης

Η «Παράξενη κοπέλα» του Μανώλη Χιώτη είναι για μένα το πιο ξεχωριστό ελληνικό τραγούδι – και αυτό γιατί είναι υποδόρια ερωτικό, δεν το δείχνει με το πρώτο άκουσμα. Αλλά αλήθεια, αν το σκεφτούμε καλά καλά, ποια λέξη θα μπορούσε να δηλώσει πιο καίρια το ανεξήγητο σάστισμα του ερωτευμένου από αυτό το «παράξενη»; Από μόνο του το επίθετο δηλώνει μια παραίτηση από την προσδοκία πως μπορεί η έλξη να εξηγηθεί, μια παράδοση άνευ όρων στην παρατήρηση των ενεργειών και στο ανεξήγητο της ουσίας, κάτι σαν την αποφατική θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, ιδίως εμφανή όταν η «παράξενη κοπέλα» μετατρέπεται στο «μυστήριο κορίτσι» της δεύτερης στροφής. Η παραίτηση αυτή, η είσοδος στο μυστήριο που δίνεται και με το «τσάκισμα» της φωνής της Ελένης Τσαλιγοπούλου στη διασκευή του Φοίβου Δεληβοριά, εξειδικεύεται σε καθεμία από τις τρεις στροφές για να κορυφωθεί στους δύο τελευταίους στίχους που φτάνουν μέχρι το σημείο να δώσουν τη ρομαντική αγάπη ως σωτηρία από ψευδοδιακινδύνευση. «Πάψε πλέον τις ταβέρνες το κρασί/Σου το λέω πως στην ψάθα θα πεθάνεις». Κίνδυνος ζωής μάλλον δεν υφίσταται αλλά υφίσταται μια διάθεση εκ βάθρων αλλαγής των πάντων στη ζωή κι έτσι το πράγμα φτάνει μέχρι έναν άρρητο – και για αυτό πιο ντελικάτο – ρομαντισμό. «Παράξενη» η κοπέλα αλλά παράξενο και το συναίσθημα που προκαλεί –  να όλα τα στοιχεία ενός ελληνικού τρόπου να αγαπά κανείς. Σας συστήνω ανεπιφύλακτα να το ζητάτε χωρίς χρονοτριβή σε κάθε ρεμπετάδικο όπου πηγαίνετε, το τραγούδι αυτό είναι ένα Αλεφ της ελληνικής μουσικής, ένα τραγούδι που ξεκλειδώνει όλα τα τραγούδια, ξεκλειδώνοντας τους λόγους για τους οποίους γράφονται και τραγουδιούνται για αιώνες σε αυτή την τόσο ξεχωριστή χώρα μας.

Πέμη Ζούνη

ηθοποιός

«Ο ακροβάτης»

Δηµήτρης Αποστολάκης

Το όνειρό μου ήταν να γυρίζω τον κόσμο ως μέλος ενός τσίρκου. Ακροβάτης κατά προτίμηση, εκεί ψηλά στην αιώρα. Φυσικά δεν τόλμησα να το αρθρώσω ως σοβαρό αίτημα στην οικογένεια. Αλλά ήταν πραγματική λαχτάρα. Το λέω ακόμα κατά καιρούς.

Νόμιζα ότι ήξερα τους λόγους. Ηταν προφανές. Η μποέμικη ζωή, η ευκαιρία να ταξιδεύεις, το ρίσκο που σε κάνει γενναιότερο από τους πολλούς – πάντα με προκαλούσε το θέμα της γενναιότητας, μάλλον γιατί δεν είμαι γενναία.

Χρόνια μετά ήρθε ξαφνικά στη ζωή μου ένα τραγούδι που με έκανε να κλαίω. Κάθε φορά που το άκουγα. Κάθε φορά που το ακούω. «Ο ακροβάτης» του αγαπημένου Δημήτρη Αποστολάκη, τραγουδισμένο μοναδικά από τον Γιάννη Χαρούλη. Κάποιοι στίχοι:

Για ιδέστε τον ακροβάτη που κι όταν πέφτει γελά

και ποτέ δεν κλαίει, ποτέ δεν κλαίει

Για ιδέστε που ‘χει το ερημοπούλι αίμα στο φτερό

πετά κι ας το ‘βρε θανάτου βόλι, κόντρα στον καιρό

Για ιδέστε όλοι δέστε και μένα άλλο δε ζητώ

που ‘χω στους ώμους φτερά σπασμένα και ακροβατώ

Τότε κατάλαβα ότι η λαχτάρα αυτή του παιδιού συνηχούσε με κάτι πιο βαθύ, πιο πυρηνικό. Συνειδητοποίησα ότι αν κάτι με συγκλονίζει είναι η αξιοπρέπεια τη στιγμή της πτώσης. Η περηφάνεια. Αυτή είναι η γενναιότητα.

Εχω ένα βιβλιαράκι ταλαιπωρημένο από τον καιρό. Οι σελίδες του γεμάτες υπογραμμίσεις με μολύβι, από τα εφηβικά μου χρόνια. «Ο σκοινοβάτης» του Ζ. Ζενέ. Μάλλον δεν είναι σύμπτωση. Γράφει κάπου:

«Αλλά τον εαυτό σου τον πλησιάζεις και τον συλλαμβάνεις μόνο μια στιγμή, πάντα σε τούτη τη θανάσιμη λευκή μοναξιά».

Μαριάννα Κάλμπαρη

καλλιτεχνική διευθύντρια

του Θεάτρου Τέχνης

«Ελα πάρε μου τη λύπη»

Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις

Αγαπημένο τραγούδι…; Είναι πάρα πολλά τα τραγούδια που αγαπώ. Τραγούδια που έχω συνδέσει – όπως όλοι και όλες μας – με πρόσωπα, στιγμές, μνήμες αλλά και παραστάσεις. Τραγούδια ελληνικά και ξένα, δημοτικά, ποπ, λαϊκά, ροκ, ελαφρολαϊκά, ρεμπέτικα και «έντεχνα» (πόσο δε μου αρέσει αυτός ο όρος), ντουέτα και άριες του λυρικού θέατρου… Υπάρχει όμως είναι η αλήθεια ένα τραγούδι ,που είναι συνδεδεμένο μέσα μου όχι μόνο με μια, αλλά με πολλές διαφορετικές στιγμές της ζωής μου: θυμάμαι τον εαυτό μου να το πρωτοακούει μικρή και να συγκινείται χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς γιατί, θυμάμαι και ως έφηβη τη στιγμή που το ίδιο τραγούδι απροσδόκητα μου προκάλεσε ένα τελείως διαφορετικό συναίσθημα. Πάνω απ’ όλα όμως θυμάμαι τι ένιωσα – νέα ακόμα – όταν το πρωτοάκουσα ως θεατής σε μια παράσταση του Γιάννη Κοντραφούρη στο Θησείο, στο «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» του Τενεσί Γουίλιαμς. Μέχρι τότε εκείνο το τραγούδι το λογάριαζα «δικό» μου. Και ξαφνικά, συνδεδεμένο με εκείνη την παράσταση, με μια συγκεκριμένη στιγμή της παράστασης, μέσα από τα μάτια εκείνου του ταλαντούχου καλλιτέχνη που χάθηκε τόσο νωρίς, σαν να «άνοιξε» το τραγούδι μου ακόμα περισσότερο. Σαν να έγινε ο ύμνος μιας ολόκληρης εποχής που έφευγε, πετούσε. Ο ύμνος της νιότης (μας;).

Ο ύμνος μιας ελπίδας για «κάτι» υπέροχο που σίγουρα θα ερχόταν. Ο ύμνος μιας παράλογης νοσταλγίας για ό,τι δεν ζήσαμε αλλά θα θέλαμε να ζήσουμε ή ζήσαμε μόνο στα όνειρά μας. Το τραγούδι αυτό είναι το πρώτο που τραγούδησα – σαν «ξεσηκωτικό» νανούρισμα – και στα δύο παιδιά μου. Δεν θα ξεχάσω τα μάτια και των δύο – μηνών ακόμα – να ανοίγουν διάπλατα με μια απέραντη προσμονή στο άκουσμά του. Σαν να μου έλεγαν «Ελα πάρε μου τη λύπη» του Μάνου Χατζιδάκι. Με τους στίχους του Νίκου Γκάτσου. Ή μήπως «έλα δωσ’ μου τη χαρά;».

Σταύρος Ζουμπουλάκης

Πρόεδρος του Εφορευτικού Συµβουλίου

της Εθνικής Βιβλιοθήκης

«Με γέλασαν μια χαραυγή της άνοιξης τ’ αηδόνια»

δηµοτικό

Τη μουσική την ακούω πια κατά μόνας, στο κελί μου. Το ραδιόφωνο είναι μόνιμα σχεδόν ανοιχτό στο Τρίτο: καλή συντροφιά. Το ίδιο ακούω και τα τραγούδια, πότε το ένα και πότε το άλλο, ανάλογα με την ψυχική διάθεση. Υπάρχουν όμως και οι σταθερές αγάπες και ανάγκες: οι μεγάλοι ψάλτες μας και τα ψαλσίματά τους. Τη λεγόμενη βυζαντινή μουσική είναι αλλιώς να την ακούς στην εκκλησία και αλλιώς μόνος σου: τα τροπάρια που στην εκκλησία σε κατανύσσουν, στο ταμείον σου μπορεί να σε μερακλώσουν. Ενα τέτοιο τροπάριο που έχω ακούσει εκατοντάδες φορές είναι το εωθινό δοξαστικό «Ιδού σκοτία και πρωί». Οταν πάλι πάνε να με σκάσουν διάφοροι με διάφορα, τους σβήνω εντελώς και τους εξαφανίζω, βάζοντας να ακούσω δυο τρεις φορές το οκτάηχο δοξαστικό του εσπερινού της Κοίμησης «Θεαρχίω νεύματι» του Ιακώβου πρωτοψάλτου (18ος αι.), από τη μεγάλη φωνή του διακο-Διονύσιου Φιρφιρή (1912-1990), με εκείνη την ανεπαίσθητη μελαγχολία στο βάθος της. Μια όμως που η πρόταση εδώ είναι για ένα μόνο αγαπημένο τραγούδι, διαλέγω το δημοτικό «Με γέλασαν μια χαραυγή της άνοιξης τα αηδόνια» (ίσως για να ξορκίσω το κακό, καθώς φέτος έχασα τρεις φίλους, συνομήλικους). Το τραγούδι υπάρχει σε πολλές παραλλαγές. Προτιμώ την εξής:

Με γέλασαν μια χαραυγή της άνοιξης τ’ αηδόνια

Με γέλασαν και μου είπανε ο Χάρος δε με παίρνει.

Τι να κάνω, τι να κάνω σα σκεφτώ πως θα πεθάνω;

Και βγαίν’ ο μαύρος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια

Βλέπω το Χάρο να ‘ρχεται στο άλογο καβάλα

– Μη με παίρνεις, Χάρε, μη με παίρνεις, γιατί δε με ξαναφέρνεις.

Το τραγούδι τραγουδιέται ή και χορεύεται διαφορετικά από τόπο σε τόπο. Αν και Μοραΐτης, το προτιμώ στη ρουμελιώτικη εκδοχή του ως κλέφτικο. Οταν λέω ότι διαλέγω αυτό το τραγούδι, εννοώ ότι το διαλέγω μόνο όπως το τραγούδησε η Γεωργία Μηττάκη (1911-1977). Οταν την ακούς να το ερμηνεύει, κυριολεκτικά, με τη φωνή της, καταλαβαίνεις για άλλη μία φορά πόσο λειψή είναι η προσέγγιση των δημοτικών τραγουδιών απλώς και μόνο ως κειμένων, μέσα στις ανθολογίες και τις συλλογές. Ο τρόπος ειδικά που λέει τον στίχο «Μη με παίρνεις, Χάρε, μη με παίρνεις, γιατί δε με ξαναφέρνεις» είναι συγκλονιστικός, χωρίς ίχνος κλαψιάρικου τόνου, μια δωρική ικεσία!

Νικήτας Κακλαμάνης

Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων

«Ανθρωποι μονάχοι»

Γιάννης Καλαµίτσης, Γιάννης Σπανός

Χρειάστηκε κάποτε μόνο μια φωνή και μια κιθάρα για να περάσει στην Ιστορία μια κορυφαία στιγμή του νεότερου ελληνικού τραγουδιού. Και δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς. Η αίσθηση της απέραντης ερημιάς που συνοδεύει την εκκωφαντική μοναξιά δεν συμβαδίζει με περίτεχνες ενορχηστρώσεις. Ετσι απλά και δωρικά οι παντοτινοί μου φίλοι, Βίκυ Μοσχολιού και Κώστας Νικολόπουλος με την απαράμιλλη δεξιοτεχνία του, που θα ζήλευε και ο Αντρές Σεγκόβια, χάραξαν στην ψυχή μια ανεξίτηλη εικόνα. Και όλα αυτά τυχαία, ένα βράδυ του 1977, χάρη στους στίχους του Γιάννη Καλαμίτση που ντύθηκαν λιτά από τη μελωδία του Γιάννη Σπανού, για να φέρουν στο φως – και μάλιστα πρίμα βίστα – ένα απογυμνωμένο, αλλά συνάμα τόσο πλούσιο συναισθηματικό φορτίο.

Για μένα το τραγούδι αυτό δεν είναι απλώς ο ήχος της ανθρώπινης μοναξιάς, αλλά κυρίως ο ύμνος της. Και αυτό γιατί για πρώτη φορά η ευλογημένη αυτή σύμπραξη ανθρώπων έφερε στην επιφάνεια μια ανθρώπινη κατάσταση που υπάρχει είτε ως φόβος είτε ως βεβαιότητα, αλλά παραδόξως αντιμετωπίζεται ως ταμπού. Η ερμηνεία της Βίκυς τόλμησε να πει τα ανείπωτα, σηκώνοντας αφενός μεν το ειδικό βάρος κάθε λέξης, αφετέρου δε το ψυχικό βάρος από τους ώμους κάθε αποσυνάγωγου της ζωής. Πρόκειται επί της ουσίας για ένα τολμηρό συναισθηματικό μανιφέστο, έναν θρίαμβο αποδοχής της ανθρώπινης φύσης.

«Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι». Ξανά και ξανά, ανάμεσα στις λέξεις, επανέρχεται η πεισματική αυτή υπενθύμιση για να καταλήξει στη μία και μόνη αλήθεια: «σαν εσένα, σαν εμένα…». Το συγκλονιστικό τέλος, που έχει τραγουδηθεί από τη Μοσχολιού ως και στα αποσιωπητικά του ακόμα, σφραγίζει την ανθρώπινη ευαισθησία και συνθηκολογεί με τον βαθύτερο, ευάλωτο εαυτό μας. Αλήθεια, κάθε, μα κάθε φορά που ακούω το τραγούδι αυτό βουρκώνω… Οπως ακριβώς ένα βράδυ του ’77 βούρκωσε και ο Γιάννης Σπανός μέσα στο στούντιο, υποκλινόμενος στη μεγαλοσύνη της Βίκυς Μοσχολιού, ύστερα από τη μία και μοναδική ηχογράφηση του τραγουδιού, που έμελλε να μείνει στην Ιστορία και κυρίως στις καρδιές μας για πάντα.

Γιώργος Μπαμπινιώτης

φιλόλογος, γλωσσολόγος

«Ομορφη και παράξενη

πατρίδα»

Οδυσσέας Ελύτης, Δηµήτρης Λάγιος

«Σαν έτοιμος από καιρό» ήμουν στο να απαντήσω στην ερώτηση που μού ετέθη από τον φίλο Θανάση Νιάρχο για ένα (το πιο;) αγαπημένο μου τραγούδι: Έσπευσα και προφορικά αμέσως να απαντήσω ότι είναι το τραγούδι «Όμορφη και παράξενη πατρίδα» από τη συλλογή τού Οδυσσέα Ελύτη «Ο ήλιος ο Ηλιάτορας», το οποίο μελοποίησε ο αξέχαστος Δημήτρης Λάγιος.  Το τραγούδι αυτό το θαυμάζω ως στίχο και ως μελωδία, με συγκινεί σ’ αυτό η ποιητική και μουσική αποτύπωση των ιδιαιτεροτήτων τής πατρίδας μας, ποιητικά δοσμένων, και ενίοτε τολμώ να το σιγοταγουδώ μαζί με… τον Γιώργο Νταλάρα στην έξοχη ερμηνεία του (ευτυχώς δεν με ακούει ο αγαπητός Γιώργος για να με αποθαρρύνει ευγενώς από τέτοιο ιερόσυλο εγχείρημα).

Έχοντας ασχοληθεί με την ποίηση τού Ελύτη, όταν μίλησα κάποτε στον ποιητή για μια γλωσσική ανάλυση στίχων που χρησιμοποιούσα από αυτή την συλλογή στην διδασκαλία μου («γλώσσα και λογοτεχνία») έσπευσε να μού πει ότι αυτή είναι γραμμένη για να αποτελέσει τραγούδι. Και πράγματι αυτό είναι αισθητό στο συγκεκριμένο τραγούδι. Οι στίχοι ρέουν ακώλυτα μαζί με την μουσικότητα τού ρ των λέξεων που κυριαρχεί ηχητικά (όμορφη, παράξενη, πατρίδα, ρίχνει, ψάρια, φτερωτά, καράβι, νερά, δρόμους, αντρειεύεται, πάρει, πέτρα, επαρατά, βαρκάκι, γυρεύει, τυράννους) και λιγότερο του λ που ακολουθεί (‘λαχε, κλαίει, φιλεί, σκαλίσει). Στηρίζεται όμως κυρίως στις εικόνες που δημιουργούν οι έντονες αντιθέσεις ως «παραξενιές» που αποτελούν την ιδιοπροσωπία τής πατρίδας μας περνώντας στην γοητεία τού θαύματος. Πόσο δύσκολο είναι να παντρέψεις τον απαιτητικό στην σύλληψη και έκφρασή του στίχο τού Ελύτη με την μουσική που θα τον αναδεικνύει και θα τον καταξιώνει! Προϋποθέτει μια τέχνη αλλά και μια τεχνική που φαίνεται ότι ο προικισμένος Δημήτρης Λάγιος κατείχε εις βάθος, προτού τον πάρει πρώιμα από κοντά μας η τραγική μοίρα των ανθρώπων.

Ελένη Αρβελέρ

Ιστορικός – βυζαντινολόγος

«Ασπρη μέρα»

Νίκος Γκάτσος, Σταύρος Ξαρχάκος

Προς τιμήν του Νίκου Γκάτσου που το έγραψε και του Σταύρου Ξαρχάκου που το μελοποίησε, αντιγράφω ως συμβολή στο αφιέρωμά σας όλους τους στίχους του τραγουδιού «Ασπρη μέρα». Πρόκειται για το τραγούδι που συχνότερα από οποιοδήποτε άλλο το αισθάνομαι να επανέρχεται μέσα μου και σε καλές και σε δύσκολες στιγμές. «Θα ποτίσω με ένα δάκρυ μου αλμυρό / Τον καιρό πικρά καλοκαίρια / Εμαθα κοντά σου να περνώ / Νεκρά περιστέρια / Γέμισε η αυγή τον ουρανό / Θα γυρίσω λυπημένη Παναγιά / Εχε γεια μην κλαις το μαράζι / Μάθε φυλαχτό να μην κρεμάς / Να λες δεν πειράζει / Θα ‘ρθει η άσπρη μέρα και για μας».