H Αννα Κολίν Λεμπέντεφ είναι μια ρωσογαλλίδα καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ, ειδική στις μετασοβιετικές κοινωνίες.

Μπαίνοντας, την περασμένη Παρασκευή, στα κοινωνικά δίκτυα, είδε στη ροή της δύο διαφορετικούς κόσμους.

Από τη μια πλευρά, οι ρώσοι φίλοι της, εμβρόντητοι, περίλυποι, συντετριμμένοι από την είδηση του θανάτου του Αλεξέι Ναβάλνι στην πολική σωφρονιστική αποικία όπου τον είχε κλειδώσει ο ρωσικός κατασταλτικός μηχανισμός.

Πορτρέτα του Ναβάλνι, φωτογραφίες τραβηγμένες στα αυτοσχέδια μνημεία που έστηναν μερικοί θαρραλέοι στη Ρωσία για να τον τιμήσουν.

Από την άλλη, οι ουκρανοί φίλοι της, εξουθενωμένοι από την ανησυχία και την κούραση, γεμάτοι οργή, μοιράζονταν ειδήσεις από το μέτωπο, τιμούσαν τους αμάχους και τους στρατιώτες που είχαν σκοτωθεί από τις ρωσικές επιθέσεις, συνέλεγαν χρήματα για την αγορά drone ή στρατιωτικού εξοπλισμού.

Κανένα ίχνος του Αλεξέι Ναβάλνι σε αυτά τα μηνύματα, με εξαίρεση, από καιρό σε καιρό, κάποιο ειρωνικό σχόλιο για τον θάνατό του, με αυτό το μαύρο και σκληρό χιούμορ που βοηθά τους Ουκρανούς να αντέξουν τον πόλεμο.

Αυτό το χάσμα δεν ήταν τυχαίο.

Αναδεικνύει την πολυπλοκότητα των σχέσεων ανάμεσα στους Ουκρανούς και τον Ναβάλνι, παρά τον κοινό εχθρό τους, το Κρεμλίνο.

Οι Ουκρανοί δεν ξέχασαν ποτέ τις καταβολές του στο ρωσικό εθνικιστικό κίνημα, εκείνες τις παλιές, υποτιμητικές του δηλώσεις για καθετί μη ρωσικό, και κυρίως δεν ξέχασαν ποτέ πώς αντέδρασε όταν η Ρωσία προσάρτησε παράνομα την Κριμαία, το 2014: όπως και το 88% των Ρώσων.

Ο Ναβάλνι είχε μεν αναγνωρίσει μια κατάφωρη παραβίαση των διεθνών κανόνων, δηλώνοντας εντούτοις πως η Κριμαία ήταν πλέον και θα παρέμενε στο ορατό μέλλον «κομμάτι της Ρωσίας».

Με τον καιρό, βέβαια, άμβλυνε τη θέση του, το 2017 δήλωσε πως αν εκλεγόταν πρόεδρος, θα οργάνωνε ένα «δίκαιο δημοψήφισμα» στην Κριμαία προσπαθώντας να αναμείξει σε αυτό την Ουκρανία και την ΕΕ· στο μεταξύ, ήδη από το 2015 έλεγε πως «η Ρωσία πρέπει να αποσύρει τα στρατεύματά της από το Ντονμπάς»· και τάχθηκε ξεκάθαρα, από την αρχή της ολομέτωπης ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, εναντίον του πολέμου, επιρρίπτοντας όλες τις ευθύνες για αυτόν στον Βλαντίμιρ Πούτιν.

«Εμείς – η Ρωσία – θέλουμε να είμαστε ένα ειρηνικό έθνος. Δυστυχώς, λίγοι θα μας αποκαλέσουν έτσι σήμερα. Αλλά ας μη γίνουμε ένα έθνος φοβισμένων σιωπηλών ανθρώπων.

Δειλών που κάνουν ότι δεν βλέπουν τον επιθετικό πόλεμο κατά της Ουκρανίας που εξαπέλυσε ο ξεκάθαρα τρελός τσάρος μας» έγραφε, μέσα από τη φυλακή πια, τον Μάρτιο του 2022, σε μήνυμα που ανέβασαν συνεργάτες του στο Instagram, καλώντας τους Ρώσους να βγουν στους δρόμους ώστε να σταματήσουν τον πόλεμο.

Το ίδιο μήνυμα θα έστελνε ξανά και ξανά μέσα από τα πουτινικά γκουλάγκ, καταγγέλλοντας «αυτόν τον ανόητο πόλεμο», προβλέποντας «μια ιστορική ήττα» σε αυτόν για τον Πούτιν – παραμονές της πρώτης επετείου της εισβολής, μάλιστα, τάχθηκε υπέρ της επιστροφής της Ουκρανίας στα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα του 1991, που συμπεριλαμβάνουν φυσικά την Κριμαία, καθώς και μιας μελλοντικής αποζημίωσης του Κιέβου για τον πόλεμο, με τα έσοδα από τις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Παρ’ όλα αυτά, για πολλούς Ουκρανούς, ο Αλεξέι Ναβάλνι δεν έπαψε να θεωρείται συνυπεύθυνος για την ολομέτωπη ρωσική εισβολή, ένας από εκείνους που συνετέλεσαν ώστε να νομιμοποιηθεί, στη Ρωσία, η ιδέα και η υποκείμενη ιδεολογία της.

Στον θάνατό του, όπως φαίνεται και από τις επίσημες δηλώσεις, είδαν απλώς μια ακόμα απόδειξη ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι επικεφαλής ενός δολοφονικού καθεστώτος και ότι η Ουκρανία δεν μπορεί, δεν πρέπει, να διαπραγματευτεί μαζί του.

Πολλοί τρίτοι παρατηρητές, ωστόσο, είδαν στη δολοφονία του πιο διάσημου ηγέτη της ρωσικής αντιπολίτευσης ένα ιδιαίτερα δυσοίωνο σημάδι για την Ουκρανία.

Γιατί να τον στοχοποιήσει τώρα ο Πούτιν; αναρωτιόταν τις προάλλες στην «Guardian» η Ολγκα Τσιρ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, ειδικός στην πολιτική βία και τα κατασταλτικά καθεστώτα. Με τον Ναβάλνι κλεισμένο σε μια αρκτική φυλακή, θύμιζε, η απειλή που εκπροσωπούσε έμοιαζε πια πολύ περιορισμένη.

Η εξόντωσή του δεν θα είχε νόημα αν ο Πούτιν σκόπευε να συνεχίσει μια-από-τα-ίδια έπειτα από τις ήδη προδιαγεγραμμένες προεδρικές εκλογές του Μαρτίου.

Για την ίδια, μόνο μια εξήγηση υπάρχει. Ο Πούτιν είναι σε θέση ισχύος επί του παρόντος και ξέρει πως αυτή είναι η ώρα να προετοιμάσει το έδαφος για μια μεγάλη μελλοντική κίνηση – με σκοπό να καταλάβει επιτέλους την Ουκρανία.

Εχει αρχίσει να βαριέται να περιμένει να μειωθεί, εξαιτίας της κόπωσης και πολιτικών υπολογισμών, η δυτική στήριξη του Κιέβου, να αναλάβουν την εξουσία σε Ευρώπη και ΗΠΑ περισσότερο ευνοϊκές προς τον ίδιο πολιτικές δυνάμεις.

Θέλει τα χέρια του ελεύθερα, ώστε να μπορέσει να κάνει ό,τι χρειάζεται: να κηρύξει πλήρη επιστράτευση, να αυξήσει περαιτέρω τη στρατιωτική παραγωγή, ακόμη και με το τίμημα μιας οικονομικής συρρίκνωσης και τον κίνδυνο αναζωπύρωσης της εγχώριας αντιπολίτευσης.

Και όταν το κάνει αυτό, δεν θέλει χαρισματικούς ηγέτες όπως ο Ναβάλνι να αποδυναμώνουν το πολιτικό του έρεισμα, έστω και με περιορισμένο τρόπο.

Από αυτή την έννοια, η δολοφονία του Αλεξέι Ναβάλνι, μόλις μία εβδομάδα πριν από τη σημερινή, δεύτερη επέτειο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, μπορεί να είναι, για τη Δύση, το τελευταίο προειδοποιητικό καμπανάκι πριν να είναι, πια, πολύ αργά.

Ο χρόνος που έχει ώστε να στηρίξει, χωρίς ναι μεν αλλά, την Ουκρανία εξαντλείται.

Και ας είμαστε ειλικρινείς: εδώ που έχουμε φτάσει, η μεγαλύτερη ελπίδα της Ρωσίας για ένα φιλελεύθερο μέλλον είναι να ηττηθεί στην Ουκρανία ο Πούτιν.