Οι οικονομικές επιδόσεις της Κίνας ήταν εξαιρετικές τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, με τη χώρα να καταγράφει μια αξιοσημείωτη και επίμονη υψηλή ανάπτυξη που έχει μετατρέψει την οικονομία χαμηλού εισοδήματος σε οικονομία μεσαίου και υψηλού εισοδήματος (upper-middle-income). Με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες της αγοράς, το ΑΕΠ της Κίνας ήταν 18,3 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2022, ποσό που αντιστοιχεί στο 73% του ΑΕΠ των ΗΠΑ και είναι 10 φορές μεγαλύτερο από το 7% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, στο οποίο αντιστοιχούσε το 1990.

Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας είναι σήμερα κοντά στα 13.000 δολάρια, αντιστοιχώντας περίπου στο 17% του κατά κεφαλήν εισοδήματος των ΗΠΑ – το αντίστοιχο ποσοστό το 1990 ήταν χαμηλότερο του 2%. Κατά τα τελευταία 15 χρόνια, η Κίνα υπήρξε ο κύριος μοχλός της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, αντιπροσωπεύοντας το 35% της παγκόσμιας ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ, ενώ οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν το 27%.

Η Κίνα το πέτυχε αυτό χωρίς πολλά χαρακτηριστικά που οι οικονομολόγοι προσδιορίζουν ως ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη, όπως το καλά ρυθμισμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το ισχυρό θεσμικό πλαίσιο, ο προσανατολισμός της οικονομίας στην αγορά και το δημοκρατικό και ανοικτό σύστημα διακυβέρνησης. Μέχρι την αναστάτωση που προκάλεσε η πανδημία του COVID-19, η κινεζική οικονομία είχε περάσει περιόδους εγχώριων και παγκόσμιων αναταραχών που την είχαν αφήσει φαινομενικά αλώβητη.

Ομως, οι επικριτές της υποστηρίζουν εδώ και καιρό ότι η οικονομική κατάρρευση της Κίνας είναι επικείμενη, επισημαίνοντας πολυάριθμες αδυναμίες. Η ανάπτυξη της χώρας τροφοδοτήθηκε από επενδύσεις σε φυσικό κεφάλαιο, ιδίως σε ακίνητα, οι οποίες χρηματοδοτήθηκαν από ένα αναποτελεσματικό τραπεζικό σύστημα. Με τα επίπεδα του εγχώριου χρέους στα ύψη και με αυξητικές τάσεις, την αγορά ακινήτων να διαλύεται και το εργατικό δυναμικό να συρρικνώνεται, ορισμένοι αναλυτές λένε ότι η ημέρα της κρίσης έχει επιτέλους φτάσει.

Ωστόσο, μάλλον κάνουν λάθος. Αναγνωρίζοντας ότι το μοντέλο ανάπτυξής της ήταν αναποτελεσματικό και οικονομικά επικίνδυνο, η κινεζική κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο την επανεξισορρόπηση της οικονομίας. Αυτό σημαίνει: (α) τη μείωση της εξάρτησης από την ανάπτυξη που βασίζεται στις επενδύσεις και ανάδειξη της κατανάλωσης των νοικοκυριών ως βασικό παράγοντα αύξησης του ΑΕΠ, (β) τη δημιουργία μεγαλύτερης ανάπτυξης από τον τομέα των υπηρεσιών παρά από τη μεταποίηση με χαμηλή ειδίκευση και χαμηλούς μισθούς και (γ) την απομάκρυνση από την ανάπτυξη έντασης φυσικού κεφαλαίου με τρόπο που να βελτιώνει την αύξηση της απασχόλησης.

Αν και η πορεία προς αυτή την κατεύθυνση δεν είναι ομοιόμορφη, έχει υπάρξει σημαντική πρόοδος προς τον στόχο της επανεξισορρόπησης της ανάπτυξης, με την κατανάλωση των νοικοκυριών να γίνεται ο βασικός μοχλός ανάπτυξης και τον τομέα των υπηρεσιών να αποκτά μεγαλύτερη σημασία από τη μεταποίηση.

Ο Eswar Prasad είναι καθηγητής Διεθνούς Εμπορικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Cornell (ΗΠΑ) και ανώτερος ερευνητής στο Brookings Institution. Το άρθρο αποτελεί σύνοψη εκτενέστερης ανάλυσης που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «F&D» του ΔΝΤ