Είχα διαβάσει προ ετών «Το Χαμένο Νόμπελ» του Κώστα Αρκουδέα. Είχα μείνει άναυδος με τις μηχανορραφίες στις οποίες επεδίδοντο επί σειρά ετών ορισμένοι «πνευματικοί άνθρωποι» ου μην αλλά και κρατικοί λειτουργοί – διπλωμάτες, διευθυντές υπουργείων – προκειμένου να στερήσουν από τον Νίκο Καζαντζάκη το ύψιστο λογοτεχνικό έπαθλο. Ως τη Στοκχόλμη είχε ταξιδέψει ο Σπύρος Μελάς – εξαιρετική πένα πλην απαίσιος τύπος –, προκειμένου να διαφωτίσει τους εκεί ακαδημαϊκούς σχετικά με το ποιόν του «Νικολάι Καζάν» όπως τον αποκαλούσε, μην τύχει και παρασυρθούν και τον τιμήσουν. Είχαν μάλιστα και αντιπρόταση για την περίπτωση που οι Σουηδοί το είχαν βάλει αμέτι μουχαμέτι να βραβεύσουν Ελληνα. Γεώργιος Βουγιουκλάκης ονομαζόταν ο εκλεκτός τους. Συγγραφεύς μυθιστορημάτων ασήμαντης απήχησης και ευτράπελου μάλλον περιεχομένου, εάν κρίνουμε από τους τίτλους τους. «Το Φιδίσιο Βλέμμα», «Η μαντάμ Εύα». Μπορεί ο Βουγιουκλάκης να μην κέρδισε τον θαυμασμό, το στοιχειώδες καν ενδιαφέρον των ξένων, ο σκοπός ωστόσο του Σπύρου Μελά επετεύχθη. Ο Καζαντζάκης πέθανε ανομπέλιστος.

«Σιγά τα αβγά!» θα καγχάσετε με όλο σας το δίκιο. Ο «Ζορμπάς» δεν έχει σταματήσει να διαβάζεται σχεδόν όπου γης, σχεδόν σε κάθε γλώσσα. Αναφορικά δε με τα βραβεία, ας θυμηθούμε ότι ο έτερος Ελληνας που άφησε ίχνος βαθύ με τα γραπτά του διεθνώς, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ένα παράσημο δευτέρας τάξεως είχε αξιωθεί να λάβει. Κι εκείνο από τη δικτατορία του Παγκάλου.

Ο,τι συνέβαινε πριν από ογδόντα χρόνια, κάλλιστα θα μπορούσε να επαναληφθεί και σήμερα. Διόλου δεν θα με εξέπληττε εάν κάμποσοι ντόπιοι κινηματογραφιστές, κριτικοί, διανοούμενοι γενικώς και αορίστως, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους – ακόμα και βουντού που λέει ο λόγος –, ώστε να μη δοθεί στον Γιώργο Λάνθιμο ούτε ένα Οσκαρ. Θα ισχυρίζονταν πως είναι ζήτημα γούστου – «δεν με ψήνει ο τύπος… δεν αντέχω να δω ταινία του ολόκληρη… δεν έχω το δικαίωμα να το πω; ας έμενε στα βιντεοκλίπ που γύριζε μικρός για τη Βανδή και τον Ρουβά…».

Στην περίπτωση Καζαντζάκη, οι υπονομευτές του έφερναν ως άλλοθι το αντεθνικό και αντιχριστιανικό τάχα περιεχόμενο των έργων του, που τον είχε αποκλείσει – μαζί με τον Σικελιανό – κι από την Ακαδημία Αθηνών. Από τον Λάνθιμο τους χωρίζει απλώς αισθητική άβυσσος. Η καλλιέργεια, η βαθιά τους γνώση του σινεμά δεν τους επιτρέπει να θαμπωθούν από τα φτηνά του κόλπα. Από τα φιγουρατζίδικα πλάνα του. Οι ίδιοι πάνω-κάτω άνθρωποι κατηγορούσαν τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, που μετά θάνατον αποθεώνουν, πως παραήταν μουντός και μακρόσυρτος.

Φθόνος λέγεται. Και αφθονεί στον τόπο μας. Μικρό χωριό, κακό χωριό; Ουδείς προφήτης δεκτός εν τη πατρίδι αυτού – όπως είχε πει ο Ιησούς όταν πήγε να διδάξει στη Ναζαρέτ και οι συντοπίτες του τού γύρισαν την πλάτη; Συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα ή και αλλού;

Βγαίνει πάντως και σε αστεία παραλλαγή. Η μάνα του μεγαλομαφιόζου δεν εντυπωσιάζεται ποσώς ούτε από την κουρσάρα που οδηγεί ούτε από το όπλο και τους μπράβους του ούτε καν από το διαμαντένιο δαχτυλίδι που της φέρνει δώρο. Τον γραπώνει από το αφτί και τον σέρνει στο μπάνιο – «φτιάξε μου το καζανάκι που στάζει!» τον διατάζει. «Εγώ υδραυλικός σε έστειλα να γίνεις στη Νάπολη!»

Το ίδιο ίσως να λέει και η μητέρα – ή μητριά – πατρίδα μας στα πιο προικισμένα παιδιά της. «Για δάσκαλο σε προόριζα, Νικολή μου. Αντε να ορνιθοσκάλιζες τα ντέρτια σου, να τα τύπωναν στις φυλλάδες, να τα διάβαζε ο κοσμάκης στο αποχωρητήριο. Σου είχα ζητήσει εγώ ποτέ «Ασκητικές» κι «Αναφορές στον Γκρέκο»;.. Για βιντεοκλιπά σε σπούδασα, Γιωργάκη, στη σχολή Σταυράκου. Ας σκηνοθετούσες και κάνα σίριαλ, από εκείνα που χαζεύω τα απογεύματα. Το Χόλιγουντ πώς σου κατέβηκε, ρε κερατά;».

«Γιατί μαμά; Δεν σε κάνουμε περήφανη;».

«Καμαρώνω, μωρέ, και παρακαμαρώνω… Κρυφά εννοείται, από μέσα μου. Φοβάμαι όμως μην παραψηλώσετε. Και δεν χωράτε να περάσετε από την πόρτα. Να μπείτε στο σπίτι μας».