Από σήμερα το βράδυ, ο προϋπολογισμός του 2024 αναμένεται να αποτελεί νόμο του κράτους, ακολουθούμενος από μια σειρά αβεβαιοτήτων για την πορεία εκτέλεσής του, με την κυβέρνηση δείχνει υπεραισιόδοξη σε πολλές περιπτώσεις και παρά τις ρεαλιστικές συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί.

Αν και το τελικό κείμενο περιλαμβάνει μέτρα στήριξης προς δημοσίους υπαλλήλους (αυξήσεις μισθών), συνταξιούχους (αυξήσεις συντάξεων) και σε κάποιους εργαζομένους (τριετίες και κατώτατος μισθός), εντούτοις τίθεται το ερώτημα του κατά πόσο επαρκούν, καθότι ο πληθωρισμός αναμένεται να «τρέξει» με 2,6%, κάτι που σημαίνει ότι η επόμενη χρονιά θα συνοδευτεί από νέα άνοδο της ακρίβειας, κάτι που οδηγεί σε μειώσεις τα πραγματικά εισοδήματα των πολιτών.

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση προχώρησε σε νομοθέτηση φορεπιβάρυνσης προς τους ελεύθερους επαγγελματίες, η οποία θα εισφέρει στα κρατικά ταμεία ένα ποσό λίγο κάτω από 600 εκατ. ευρώ, κάτι που κρίθηκε ότι θα ενισχύσει την προσπάθεια επίτευξης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2,1% από 1,1% φέτος, δημιουργώντας ανάγκες άνω των 2 δισ. ευρώ. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου από το OT FORUM, αναφορικά με την ανάγκη μείωσης του δημοσίου χρέους, μέσω συνεχόμενης παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων

Από εκεί και πέρα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να ανέλθει σε 2,4% το 2023 και 2,9% το 2024. Σε ονομαστικούς όρους αναμένεται να αυξηθεί από 206,6 δισ. ευρώ το 2022 σε 222,8 δισ. ευρώ το 2023 και 233,8 δισ. ευρώ το 2024. Ο πληθωρισμός  αναμένεται σε 4,1% έναντι 4,5% που προβλεπόταν στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για το 2023 και να αποκλιμακωθεί σε 2,6% για το 2024. Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά 7,1% κατά το τρέχον έτος και ακόμη περισσότερο κατά 15,1% το 2024, ενώ η ανεργία αναμένεται να μειωθεί από 11,2% το 2023 σε 10,6% το 2024.

Οι αποφάσεις για το Σύμφωνο Σταθερότητας

Παράλληλα, η Ελλάδα βρίσκεται εν αναμονή και των αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σχετικά με το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, με την ελληνική κυβέρνηση να προσδοκά βάσιμα ότι θα επιτευχθεί εξαίρεση των αμυντικών δαπανών. Όπως είναι προφανές, όλα τα παραπάνω επηρεάζουν άμεσα και την Ελλάδα.

Πέραν του παραπάνω, η πρόταση της Κομισιόν που έχει δει το «φως της δημοσιότητας» αφορά και την αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών που αναμένεται να αποτελεί το νέο μέτρο δημοσιονομικής πειθαρχίας που περιλαμβάνουν οι αρχικές προαναφερόμενες προτάσεις της Κομισιόν. Ο ελληνικός προϋπολογισμός του 2024 καλύπτει προς το παρόν και τους παλιούς κανόνες, αφού το έλλειμμα θα είναι μόλις 1,1% του ΑΕΠ (όριο το 3% του ΑΕΠ), ενώ θα υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ.

Ωστόσο, το παραπάνω δε θεωρείται δεδομένο για τα επόμενα χρόνια, εφόσον δεν υπάρξει συμφωνία μέχρι το τέλος του 2023 και παραμείνουν οι κανόνες του παλιού Συμφώνου Σταθερότητας. Σε μια τέτοια περίπτωση θα απαιτούνται συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2,5% του ΑΕΠ σε σταθερή βάση, κάτι που μπορεί να καταστεί ιδιαιτέρως προβληματικό για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Κλιματική Κρίση

Σε κάθε περίπτωση, μερίδα οικονομολόγων προειδοποιεί ότι παρά τον μεταρρυθμιστικό ζήλο των Βρυξελλών, οι μελλοντικοί κανόνες για το χρέος της Ευρώπης αγνοούν έναν «τεράστιο ελέφαντα στο δωμάτιο»: την κλιματική αλλαγή. Σε αυτό το θέμα αναφέρθηκε και ο διοικητής της ΤτΕ τόσο στο OT FORUM όσο και σε μετέπειτα ειδική εκδήλωση παρουσίασης μελέτης που εκπόνησε η Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) της ΤτΕ, επισημαίνοντας τους κινδύνους.

Mε την κλιματική αλλαγή να «στοιχίζει» 2,2 δις. ευρώ ετησίως στην ελληνική οικονομία, περίπου 1% του ΑΕΠ σε σημερινές αξίες, καθίσταται σαφές πως η άμεση λήψη μέτρων προς την κατεύθυνση περιορισμού των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα καθίσταται επιτακτική ανάγκη για να μετριαστούν οι επιπτώσεις του κλιματικού Αρμαγεδδώνα σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο κ. Στουρνάρας.

Σχετικά με το κόστος της Κλιματικής Αλλαγής, ο κ. Στουρνάρας είπε ότι η ΤτΕ (ίσως και πρώτη διεθνώς όπως είπε) εκτίμησε ως νούμερο τα «700 δισεκατομμύρια χωρίς συντελεστή προεξόφλησης αλλά με έναν συντελεστή προεξόφλησης 2% που θεωρούμε ότι είναι κατάλληλος για κλιματική αλλαγή είναι περίπου 200 δισεκατομμύρια μέχρι το 2100, είναι ένα ΑΕΠ. Είναι περίπου 2,2 δισεκατομμύρια τον χρόνο».

Μάλιστα, πρόσθεσε: «Για τον ευρωπαϊκό νότο και σας λέω μετά λόγου γνώσεως τον υπολογισμό, μην εκπλαγείτε αν το κόστος ανέρχεται σε 1% του ΑΕΠ τον χρόνο για τα επόμενα χρόνια και αν πάρουμε μέτρα ελάφρυνσης της κλιματικής αλλαγής, για παράδειγμα να θωρακίσουμε τα σπίτια μας, να κάνουμε δίκτυα ούτως ώστε να ενισχύσουμε την πράσινη ενέργεια, αυτό το μεγάλο κόστος θα μειωθεί κατά 30%. Θα μείνει όμως κάτι. Θα ζήσουμε με αυτό».

Η «τρύπα» των επενδύσεων

Πάντως, υπάρχουν και μια σειρά από ζητήματα, τα οποία δημιουργούν πολύ σημαντικά ερωτήματα. Για παράδειγμα, βασικό ζήτημα αλλά και ζητούμενο είναι οι επενδύσεις, με το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών να έχει θέσει έναν υπερφίαλο στόχο για επενδυτικές δαπάνες 12,17 δισ. ευρώ το 2024, σε επίπεδα δηλαδή πρωτόγνωρα για την ελληνική οικονομία ακόμα και τον καιρό πριν από τα μνημόνια. Σύμφωνα με το κείμενο του προϋπολογισμού, οι επενδύσεις θα πρέπει να αυξηθούν κατά περισσότερο από 15,1% και την επόμενη χρονιά.

Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι και ο προϋπολογισμός του 2023 προέβλεπε επενδύσεις της τάξης του 15,5% και τελικά η εκτέλεση φτάνει μόλις το 7% τελικά, όντας υποδιπλάσιες. Με το παραπάνω συνδέεται και η πορεία που θα έχει η απορρόφηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Πάντως, οι προβλέψεις για φέτος είναι ότι θα υπάρξει μια υποεκτέλεση της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ, κάτι που μόνο ενθαρρυντικό δεν είναι.

Πόλεμοι και επιτόκια

Σημαντικοί κίνδυνοι σχετίζονται με τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις και συγκεκριμένα με την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία και αλλά και εκείνου στη Γάζα. Οι συγκεκριμένες εξελίξεις μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη διεθνή οικονομική δραστηριότητα, ιδίως μέσω των τιμών της ενέργειας.

Ακόμη, πέραν της εξέλιξης των δύο πολέμων και της πιθανότητας αναβίωσης της ενεργειακής κρίσης, επιπλέον παράγοντες κινδύνου και αβεβαιότητας εντοπίζονται στην πολιτική νομισματικής σύσφιγξης, που ακολουθείται διεθνώς με σκοπό την καταπολέμηση των πληθωριστικών πιέσεων. Συγκεκριμένα, υφίσταται σημαντική αβεβαιότητα ως προς το πότε (και αν) θα ξεκινήσουν οι μειώσεις των επιτοκίων, αλλά και ως προς την ταχύτητα με την οποία η αύξηση του κόστους του χρήματος θα επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα και ως προς την επίδρασή της στην καταναλωτική συμπεριφορά των νοικοκυριών και στην επενδυτική ζήτηση. Πάντως, ο προϋπολογισμός προβλέπει ότι η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να επιβραδυνθεί το 2024. Από το 2,9% του 2023 προβλέπεται αύξηση μόλις 1,3%. Αυτό σημαίνει επιβράδυνση κατά 55%. Από την άλλη, μείωση κατά 1,6% προβλέπεται και για τη δημόσια κατανάλωση.

Το «κακό» σενάριο

Στον κρατικο προϋπολογισμό παντως  υπάρχει και το «κακό» σενάριο. Αν, σε απόλυτους όρους, μειωθεί  κατά 1,0% ο ονομαστικός ρυθμός μεγέθυνσης αυτό θα οδηγούσε σε επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση της τάξης του 1,13 δισ. ευρώ. Η παρούσα ανάλυση ευαισθησίας αποσκοπεί στο να εκτιμήσει την πορεία των κύριων δημοσιονομικών μεταβλητών κάτω από διαφορετικές παραδοχές περί του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας κατά το 2024.

Στο πλαίσιο, λοιπόν,  της ανάλυσης ευαισθησίας έχει εκτιμηθεί η επίδραση στο εκτιμώμενο δημοσιονομικό αποτέλεσμα για το 2024 από μία μείωση του ρυθμού ονομαστικής μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά 1,0% σε σχέση με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο του προϋπολογισμού.

Σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο, η μείωση του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης κατά 1,0% σε σχέση με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο συνεπάγεται ότι το ΑΕΠ του 2024 (σε τρέχουσες τιμές) θα διαμορφωθεί σε 231,5 δισ. ευρώ από 222,8 δισ. ευρώ το 2023, έναντι ονομαστικού ΑΕΠ ύψους 233,8 δισ. ευρώ το 2024 σύμφωνα με το βασικό σενάριο.

Η επίπτωση

Μία τέτοια μεταβολή του επιπέδου του ονομαστικού ΑΕΠ θα οδηγούσε σε επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος κατά 0,5% του ΑΕΠ σε σχέση με το σενάριο του προϋπολογισμού 2024.

Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης κατά ESA θα διαμορφωνόταν σε -1,6% του ΑΕΠ έναντι -1,1% του ΑΕΠ, ενώ το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα κατά ESA θα διαμορφωνόταν σε +1,7% του ΑΕΠ έναντι +2,1% του ΑΕΠ. Σε απόλυτους όρους, ο μειωμένος κατά 1,0% ονομαστικός ρυθμός μεγέθυνσης θα οδηγούσε σε επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση της τάξης του 1,13 δισ. ευρώ.

Πηγή: OT