Οι «Υπερβολές», η παραγωγή του Θεάτρου Τέχνης που πρωτοπαρουσιάστηκε στο τέλος της περσινής σεζόν με αξιοσημείωτη επιτυχία, επιστρέφει στη σκηνή της Φρυνίχου από τη Δευτέρα 9 Οκτωβρίου.

Πρόκειται για μια πρωτότυπη σύνθεση και συνθήκη, όπου τρεις δημιουργοί, οι Μαριάννα Κάλμπαρη, Βασίλης Μαυρογεωργίου και Γιάννης Καλαβριανός, με τη διπλή ιδιότητα συγγραφέα και σκηνοθέτη, κλήθηκαν να εξερευνήσουν ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί τα όρια της φανερής αλλά και της κρυμμένης, υπόγειας βίας που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις σήμερα. Έτσι δημιουργήθηκαν ειδικά για την παράσταση, τρία νεοελληνικά μονόπρακτα, τρεις διαφορετικές ιστορίες που ερμηνεύονται από τρεις ηθοποιούς τους Κατερίνα Λυπηρίδου, Άγγελος Μπούρας και Δέσποινα Γιαννοπούλου. Αυτό που τα ενώνει είναι η έντονη διάθεση για χιούμορ, η έμπνευση από τη σύγχρονη πραγματικότητα και η επιλογή των δημιουργών τους να κινηθούν σε ψυχικά τοπία όπου η βία αγγίζει όρια αμφιλεγόμενα, σκοτεινά και περίπλοκα. Όπως η εποχή μας.

Η Δέσποινα Γιαννοπούλου

«Υπερβολές!» συνηθίζουμε να λέμε για ό,τι θεωρούμε ότι ξεπερνά τα όρια του «κανονικού», του «φυσιολογικού». Τι θεωρείται όμως σήμερα «κανονικό» ή «φυσιολογικό» και ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι σε θέση να τα ορίσει; Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για βία «κανονική» ή για συναισθήματα «υπερβολικά»; Για όλα αυτά, η Δέσποινα Γιαννοπούλου μιλάει στα «Νέα».

Μοιάζει να ζούμε, ειδικά τους τελευταίους μήνες στη χώρα, σε ένα καθεστώς διάχυτης βίας. Σε ποιο είδος βίας εστιάζει το έργο «Πρώτη φορά συναντούσα άνθρωπο που μιλούσε σαν τρένο» που ερμηνεύετε;

Το έργο μας μιλά για την αδιόρατη, ύπουλη βία που ο καθένας μας έχει σίγουρα συναντήσει, αντιμετωπίζοντας το γραφειοκρατικό χάος και την αδιάφορη, απαξιωτική συμπεριφορά σε μια οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία. Αυτή είναι όμως μόνο η εκκίνηση, γιατί η αδιαφορία, η ακηδία κάποιου υπεύθυνου που δεν έκανε σωστά την δουλειά του, μπορεί να οδηγήσει στην απόλυτη βία του θανάτου. Ζούμε, τον τελευταίο καιρό, τη σοκαριστική διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου που λέει, παίρνω το τρένο και θεωρώ δεδομένο ότι οι υπεύθυνοι έχουν φροντίσει να φτάσω, τουλάχιστον ζωντανός. Ζούμε τη βία του «πάμε κι όπου βγει».

Μιλάει για τις «Υπερβολές»

Πόσο δύσκολο ήταν να αποδώσετε στο σανίδι μια μητέρα ενός θύματος των Τεμπών ελάχιστους μήνες μετά το τραγικό συμβάν; Είχατε ενστάσεις ή σας κέρδισε εξαρχής το κείμενο του Γιάννη Καλαβριανού;

Πριν να δω το κείμενο, είχα εμπιστοσύνη στην πρόθεση του Γιάννη Καλαβριανού, όταν μου είπε ότι έγραφε γι αυτό το θέμα. Το κείμενο απλώς επιβεβαίωσε την ευαισθησία, τη διακριτικότητα και το βάθος με το οποίο ήξερα ότι θα το διαχειριζόταν. Από κει και πέρα ήταν για μένα μεγάλη η φόρτιση, το βάρος του πόνου που είναι τόσο διάχυτο στην κοινωνία, το άγχος για τους ανθρώπους που το βιώνουν, ήταν και είναι μια παράσταση που με σημαδεύει. Έχουμε όμως με τον Γιάννη, τον διακαή

πόθο να μην ξεχαστεί αυτή η ιστορία, να συνεχίσει ν’ απασχολεί την κοινωνία, να υπάρξει δικαίωση. Υπάρχουν, λοιπόν και σημερινές τραγωδίες για τις οποίες το θέατρο πρέπει και μπορεί να μιλήσει.

Υποδύεται μια μητέρα θύματος στα Τέμπη

Είδαμε την άνοιξη στο πρώτο ανέβασμα ότι η παράσταση συγκινούσε αλλά και προκαλούσε απίστευτο πικρό γέλιο στους θεατές. Πως το εξηγείτε αυτό; Είναι αντίφαση ή μια φυσική εναλλαγή;

Αναμφίβολα το να καυτηριάζεις αρνητικές συμπεριφορές που όλοι αναγνωρίζουν, προκαλεί το γέλιο. Το γέλιο και το δάκρυ, βγαλμένα απ’ το ίδιο πηγάδι, όχι απλώς είναι φυσικό να εναλλάσσονται, αλλά είναι και το πιο γνήσιο αποτύπωμα ζωής και αλήθειας. Η εναλλαγή αυτή αποτελεί, άλλωστε, χαρακτηριστικό όλων των έργων του Γιάννη Καλαβριανού. Επιπλέον είναι για την παράσταση, ευτυχής ένδειξη επικοινωνίας, με το κοινό.

Τι τη δυσκόλεψε

Πιστεύετε ότι η κοινωνία μας έχει διαβρωθεί από τη βία; Και αν ναι, υπάρχουν αντισώματα σε αυτή την πανδημία (βίας); Θα μπορούσε να είναι το χιούμορ κάτι τέτοιο;

Η κοινωνία μας έρχεται πια τόσο συχνά αντιμέτωπη με σοκαριστικά βίαια γεγονότα, που δεν προλαβαίνει να τ’ αφομοιώσει και ν’ αναπτύξει αντισώματα. Γι αυτό χρειάζεται μεγαλύτερη επαγρύπνηση, δυνατά αντανακλαστικά, αφύπνιση του νου και θωράκιση ψυχής, για να μην θεωρούμε το ακραίο ως κανονικό. Τ’ αντισώματα έρχονται από την αλληλεγγύη και τη συνειδητότητα. Το χιούμορ μπορεί να λειτουργήσει ως αποσυμπίεση σε προσωπικό επίπεδο, υπάρχουν άλλωστε, έρευνες που λένε, ότι ενισχύει το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Σε κοινωνικό επίπεδο όμως, ούτε η τραγωδία, ούτε η φάρσα πρέπει να γίνονται η καθημερινότητα μας.