Ποιο είναι το μεγάλο κέρδος από την τέχνη σας;

Με τα θέματα που έρχεσαι αντιμέτωπος και καλείσαι να ερμηνεύσεις, σου δίνεται η ευκαιρία να διερευνήσεις πτυχές του εαυτού σου που δεν εκδηλώνονται άμεσα στη ζωή. Είτε τις είχε εντοπίσει και απωθήσει, είτε τις είχες παρακάμψει. Στο θέατρο κάνω πρόβα για τη ζωή.

Μου δίνετε ένα παράδειγμα;  

Ενα πρόσφατο από την παράσταση του Δημήτρη Καραντζά «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» όπου υποδύομαι τον Καπουλέτο και που η βία είναι στο κόκκινο: είτε στη μορφή της πατριαρχικής εξουσίας, είτε ακόμη και στις στιγμές της χαράς. Καλούμαι λοιπόν κάθε βράδυ να σπρώχνω τη Ρένη Πιττακή ή να χαστουκίζω την Ηρώ Μπέζου, πράξεις που είναι πολύ μακριά από μένα.

Οπότε τι ανακαλύψατε για εσάς μέσα από αυτές τις ακρότητες;

Οτι έστω σαν σκέψη, έστω και σαν επιθυμία, έστω και σαν ελάχιστη τάση, σου έρχεται να το κάνεις στη ζωή. Στη σκηνή λοιπόν το συναντάς βιωματικά. Αλλωστε καλώς ή κακώς το θέατρο λειτουργεί και ψυχοθεραπευτικά για μας τους ηθοποιούς, όταν η προσέγγιση είναι ουσιαστική, το κείμενο δυνατό, έρχεται η κάθαρση. Η εμπειρία μάς κάνει πιο πλούσιους. Αντιλαμβάνεσαι ότι στοιχεία που φωτίζει μια παράσταση – ο τυχοδιωκτισμός, η υπερβολή, το ψέμα, η υποκρισία, η πονηριά – τελικά δεν ωφελούν.

Ετσι όπως το αφηγείστε, θα έλεγε κανείς ότι όλοι οι ηθοποιοί έπειτα από μια παράσταση γίνονται καλύτεροι άνθρωποι.

Μπορούν να γίνουν. Τους δίνεται μια ευκαιρία. Ορίζω την τέχνη ως τη δεύτερη ευκαιρία. Κάτι που έχεις απολέσει, με κάποιον τρόπο να το ανακτήσεις.

Συγκεκριμένα πού αναφέρεστε;

Μέσα από έναν σημαντικό ρόλο, παίζω για μένα, για το κοινό φυσικά, για τους συναδέλφους, αλλά πιο πολύ παίζω για τους κεκοιμημένους. Είναι παρόντες. Και αυτή είναι μια ευλογημένη στιγμή. Βέβαια θα ήταν υπερβολή να πω ότι το θέατρο λειτούργησε σωτήρια. Θα μπορούσα να ζήσω και χωρίς το θέατρο. Οχι όμως χωρίς το παιχνίδι και τη φανταστική συνθήκη που δημιουργείται μέσα από αυτό.

Τι σας οδήγησε στο θέατρο; Ησασταν των θετικών επιστημών.

Μεγάλωσα στην Αθήνα και ένα μικρό διάστημα στον Βόλο, διότι ο μπαμπάς μου ήταν μαθηματικός και μετατέθηκε εκεί. Με την τέχνη ασχολείτο ο αδελφός της μητέρας μου, ο τραγουδιστής Σώτος Παναγόπουλος. Από μικρός διάβαζα, παράλληλα με τα μαθηματικά, λογοτεχνία, ποίηση, ιδιαίτερα δημοτική. Μάθαινα ολόκληρα ποιήματα απ’ έξω. Αγαπώ επίσης πολύ τον Καβάφη. Τελειώνοντας όμως το Λύκειο έδωσα ταυτόχρονα εξετάσεις στο Φυσικό Αθηνών, αλλά και στο Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο του Λεωνίδα Τριβιζά. Ηταν μια καινούργια πολλά υποσχόμενη σχολή με σπουδαίους καθηγητές όπως η Μάγια Λυμπεροπούλου, η οποία μόλις είχε έρθει από το Παρίσι, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Πέτρος Μάρκαρης. Επίσης ο Λευτέρης Βογιατζής ο οποίος, πριν συνεργαστούμε, υπήρξε καθηγητής μου. Τον θεωρώ μέντορά μου. Εκείνη την εποχή έπαιξα και στην πρώτη μου παράσταση, στα δεκαεπτά μου, «Τίμων ο Αθηναίος» στο Ηρώδειο με τον Δημήτρη Χορν.

Πώς αντιλαμβανόσασταν σε εκείνη την τόσο τρυφερή ηλικία αυτό που βιώνατε;

Δεν καταλάβαινα αλλά απορροφούσα τρομερά πράγματα. Ηταν συγκλονιστικό, για παράδειγμα, να βλέπεις τον Χορν να κάνει πρόβα, σε χαμηλούς τόνους, αλλά απολύτως συγκεντρωμένος. Ο στόχος ήταν η ίδια η εμπειρία. Το βέβαιο είναι ότι δημιουργήθηκε μέσα μου ανησυχία: τι συμβαίνει στις καθημερινές στιγμές, πώς γεννιούνται τα πράγματα, κυρίως στις σχέσεις ανθρώπων. Αυτό με απασχολεί και ως ηθοποιό και ως σκηνοθέτη.

Ευγενείς αναζητήσεις, πώς αντιδρά όμως το οικογενειακό σας περιβάλλον όταν τις εκδηλώνετε – διότι εγκαταλείπατε σιγά σιγά την επιστήμη σας.

Οι γονείς μου είχαν χωρίσει. Ο πατέρας μου είχε μείνει στον Βόλο. Η ιστορία του πατέρα μου είναι μεγάλη, διότι είχε περάσει πάρα πολλά στη ζωή του. Η μητέρα του είχε επιλόχειο κατάθλιψη και αυτοκτόνησε ενώ εκείνος ήταν ακόμη μωρό. Γνώρισε μετά μια καλή και μια κακή μητριά. Παρ’ όλα αυτά, μας μετέδωσε πολλά ωραία πράγματα όπως τη χαρά της ζωής και του παιχνιδιού. Χαρτζιλίκι μάς έδινε μέσα από αινίγματα, τεστ ή γρίφους που λύναμε. Μιλάω τώρα με ευκολία για όλα αυτά, όμως ψηλαφώντας τα κατέληξα ότι το να μοιράζομαι τα τραύματά μου δεν σημαίνει ότι τα έχω ξεπεράσει. Είναι μια ψευδαίσθηση.

Το διαζύγιο των γονιών σας προκάλεσε κραδασμό.

Η μαγική λέξη για μένα είναι το «rosebud» από τον «Πολίτη Κέιν». Για μένα συμβολίζει τον αποχωρισμό, την ενηλικίωση – στη ζωή και στην υποκριτική. Το δικό μου «rosebud» ήταν η εξής σκηνή: ήμαστε όλοι σπίτι, ο πατέρας μου μελετούσε μαθηματικά, ο αδελφός μου διάβαζε, η μητέρα μου έκανε δουλειές, κι εγώ ήμουν κάτω από το τραπέζι, έπαιζα με τα στρατιωτάκια μου και ακούγαμε Θέατρο της Τετάρτης. Αυτή για μένα ήταν μια στιγμή απόλυτης ευτυχίας.

Υπάρχει μια συγκεκριμένη στιγμή που νιώσατε το ράγισμα αυτής της εικόνας;

Ερχόταν κυρίως ως μνήμη, ως νοσταλγία.

Ποιο συναίσθημα αναδύεται από αυτή τη μνήμη;

Της απώλειας, αλλά και της μετατροπής της σε κάτι γόνιμο. Η εικόνα που περιέγραψα παραπάνω, η οποία συνοδευόταν και με ήχους από το Θέατρο της Τετάρτης, ίσως να μου έδειξε τον δρόμο του Θεάτρου. Επιστρέφοντας στην άνεση που έχω να μιλάω για τα τραύματα κάποια στιγμή – επειδή μου αρέσει να αυτοαναλύομαι – διαπίστωσα ότι υπάρχουν ανοιχτά θέματα.

Οπως;

Ενα από αυτά που με καίει ακόμα είναι το πώς είχα τοποθετηθεί απέναντι στους γονείς μου. Εχει αλλάξει αυτή η ισορροπία. Παρότι η μητέρα μας ήταν πάντα κοντά μας, μας φρόντισε και μας στήριξε, μας ενέπνευσε και κάτι άλλο το οποίο μπορώ να πω ότι δεν της το έχω συγχωρέσει: είναι ο φόβος.

Φόβος για τι;

Για τη ζωή, για τις δυσκολίες. Ενώ ήταν αμέριστη η φροντίδα και η αγάπη της, υπήρχε μέσα σε αυτό και ο φόβος. Αυτός ο φόβος δεν με κάνει καλλιτέχνη. Δεν θεωρώ ότι είμαι καλλιτέχνης με την πραγματική έννοια του όρου. Κατά την άποψή μου είναι ελάχιστοι. Ακούγεται ακραίο – σαν να προκαλώ κάποιον να μου πει «όχι μωρέ, είσαι κ.λπ.». Ομως πραγματικά το πιστεύω.

Πότε θα θεωρήσετε τον εαυτό σας καλλιτέχνη;

Είναι δύσκολη ερώτηση. Για μένα καλλιτέχνης είναι εκείνος που ξεπερνά κάτι μεγάλο. Δεν μπορείς να αντιμετωπίζεις τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας και την ίδια στιγμή να θεωρείς ότι ζεις μ’ έναν τρόπο καλλιτεχνικό.

Τι σας σώζει από αυτή την αγωνία σας;

Το ίδιο το παιχνίδι, η χαρά να ανακαλύπτω κάτι σε ένα έργο ή σε μια ερμηνεία που μετά θέλω να το μοιραστώ. Αυτή η διαδικασία είναι απολαυστική.

Ολα αυτά τα ακανθώδη ζητήματα που σας απασχολούν, φαντάζομαι πως επηρεάζουν τη δημιουργία σας – ως ηθοποιού ή σκηνοθέτη. Θα ήθελα να σας ρωτήσω μέχρι πού θεωρείτε ότι μπορεί να φτάσει η παρέμβαση του δημιουργού – για παράδειγμα, στον Ταρτούφο που σκηνοθετείτε στο Θέατρο Σταθμός;

Δεν έχω μια παγιωμένη άποψη. Κατά κανόνα προτιμώ ν’ ανέβει ακριβώς στην εποχή του και να οδηγηθούμε μόνοι μας στο συμπέρασμα πόσο σημερινό είναι κ.λπ. Τον Ταρτούφο τον γνωρίζω καλά και για πολλούς λόγους ήθελα να τον τοποθετήσω σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερο. Σ’ ένα μέλλον κοντινό που επανέρχεται το βινύλιο για παράδειγμα. Μουσικά το μέλλον περιέχει όλο το μουσικό παρελθόν. Για κάποιον λόγο, μου εντυπώθηκε να υπάρχει μέσα στο έργο ο Ελβις Πρίσλεϊ. Ο Ταρτούφος (σ.σ. τον ερμηνεύει ο Μάνος Καρατζογιάννης) χρησιμοποιεί αυτόν τον θρύλο της μουσικής ως μέσο αποπλάνησης. Η μουσική – ό,τι πιο όμορφο – μπορεί στα χέρια ενός σατανικού τύπου να χρησιμοποιηθεί για κακό σκοπό. Για μένα αυτό που αγγίζει μέσα μας η μουσική δεν μπορεί να το αγγίζει άλλη τέχνη. Στην παράσταση εκτός από το τραγούδι της αποπλάνησης «It’s now or never» ακούγεται και το «Crying in the chapel» το οποίο ο Ταρτούφος το βάζει στον Οργκόν για να του δείξει την αφοσίωσή του.

Αρα το στοιχείο του γέλιου το διατηρείτε.

Βέβαια, αλλά όχι με κωμικοφανείς καταστάσεις. Το γέλιο είναι λυτρωτικό και το επιδιώξαμε. Μέχρι την τρίτη πράξη κινείται απογειωτικά και μετά αγριεύει.

Πότε έχετε τη βεβαιότητα ότι το σύμπαν που οραματίζεστε αποτυπώνεται σε αυτό που κάνετε;

Από τα σχόλια του κοινού και των ανθρώπων που εμπιστεύεσαι. Αλλά πολλές φορές ακόμη και αν έρθει αυτή η επιβεβαίωση, εσύ να μη μείνεις ευχαριστημένος. Το ζητούμενο είναι να αισθανθείς ότι βρίσκεσαι στη σωστή κατεύθυνση.