Κλισέ, αλλά εν προκειμένω απαραίτητο: υπάρχουν παράξενες ταινίες που ή δέχεσαι αμέσως να μπεις στον κόσμο τους και τις ακολουθείς ευλαβικά ή σε αποκλείουν αμέσως από τον κόσμο τους και δεν τις ακολουθείς καθόλου.

Η ταινία «Ο Μπο φοβάται» (Beau is afraid, ΗΠΑ / Φινλανδία / Καναδάς, 2022) ανήκει νομίζω ακριβώς σε αυτή την «κατηγορία» διχασμού. Εξαιρετικά δυσάρεστη, εξαιρετικά δυσνόητη, εξαιρετικά χαοτική αλλά και… εξαιρετική ταινία, η καλύτερη του Αρι Αστερ, ενός πραγματικά ταλαντούχου νεαρού αμερικανού σκηνοθέτη που έγινε πολύ γνωστός πριν από μερικά χρόνια με το παγανιστικό θρίλερ (και όχι μόνο) «Μεσοκαλόκαιρο».

Εδώ, βρίσκεται στην καλύτερη ως σήμερα, στιγμή του. Ενας αγνώριστος Χοακίν Φίνιξ, παχύς, με αραιά λευκά μαλλιά και ένα αγωνιώδες βλέμμα καθόλη τη διάρκεια της ταινίας, υποδύεται το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, τον Μπο, που όντως φοβάται τους πάντες με πρώτο τον εαυτό του.

Το «ταξίδι» του, ταξίδι στην κυριολεξία, είναι σαν να βλέπεις την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» ακούγοντας στη διαπασών Black Sabbath με ακουστικά. Τα προφανή είναι ότι ο Μπο πνίγεται στις ενοχές του σε σχέση με όλα.

Τα μη προφανή, είναι βεβαίως τα γιατί και ο Αστερ σκαλίζει την ψυχή του Μπο μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο για να τα βρει. Με μια δημιουργική ελευθερία που κυριολεκτικά βγάζει μάτι ξεπερνώντας τα όρια της αυθαιρεσίας, ο σκηνοθέτης μεταφέρεται στον χρόνο, «παίζει» με τη φαντασία και την πραγματικότητα, βάζει στο ίδιο μίξερ το ονειρικό και το αληθινό και φτιάχνει κάτι πέρα για πέρα πρωτότυπο, ευφάνταστο μα και… εξουθενωτικό.

Και μέσα σε όλα αυτά σχολιάζει δεκάδες φαινόμενα της εποχής μας, από την άνευ λόγου βία μέχρι την απεραντοσύνη της μοναχικότητας, από την οπτικοακουστική τρέλα που συνδέεται με την κινητή τηλεφωνία μέχρι τις οικογενειακές αξίες που δείχνουν ανύπαρκτες.

Το «Ο Μπο φοβάται» δεν είναι ταινία, είναι εμπειρία και ως τέτoια μπορεί κανείς, με την ίδια όρεξη, να παρακολουθήσει και τα 178 λεπτά διάρκειάς της. Αρκεί να αφήσει κι αυτός ελεύθερο τον εαυτό του και να μπει στον μυστήριο αλλά και αληθινό κόσμο της.

Ωμή κινηματογράφηση

Στην πραγματικότητα, ένα ντοκιμαντέρ για τον χορό δεν θα μπορούσε παρά να αφορά αποκλειστικά και μόνο όσους ασχολούνται μαζί του, όμως σε αυτό ακριβώς το σημείο πετυχαίνει διάνα ο δημιουργός της ταινίας «Διορθώσεις» (Ελλάδα, 2022), Θοδωρής Σκριβάνος (που είναι μάλιστα η πρώτη μεγάλου μήκους δημιουργία του).

Με παράδειγμα τον ίδιο μου τον εαυτό μπορώ με το χέρι στην καρδιά να πω ότι οι «Διορθώσεις» έχουν τη δυνατότητα να κεντρίσουν την περιέργεια του καθενός. Γιατί; Διότι ο Σκριβάνος κινηματογραφεί τη στιγμή, το τώρα. Και μάλιστα πολύ καλά. Δόξα τω Θεώ, εδώ δεν θα βρούμε δεκάδες ειδικούς να αναλύουν βαρετά τα περί χορού και να μην τους καταλαβαίνει κανείς πέρα από τους ειδικούς. Για την ακρίβεια, δεν θα βρούμε κανέναν να μιλά προς τον φακό.

Τι θα δούμε; Θα δούμε ΜΟΝΟ ωμή κινηματογράφηση. Εθνική Λυρική Σκηνή, πρόβες, πόνος, χαρά, λύπη, ενθουσιασμός, απογοήτευση, ομαδικότητα, εγωισμοί, πρησμένα δάχτυλα ποδιών, τρομακτικοί κάλοι, ράφτρες, κλωστές, σιδερώστρες, πουέντ, συσκέψεις, πρακτικά προβλήματα, διλήμματα, λήψεις αποφάσεων, ο Κωνσταντίνος Ρήγος να συμβουλεύεται ή να διατάζει, ο Γιώργος Κουμεντάκης να ακούει με ψυχραιμία ζητήματα όπως το άθλιο δάπεδο της ΕΛΣ και να ηρεμεί τα πνεύματα, σκηνογράφοι, εκπαιδευτές, επιλογή έργων, ιστορίες ανάμεσα σε χορευτές, κάλτσες, κολάν, κορδόνια, καδρόνια, ζωντάνια.

Είναι σχεδόν ανακουφιστικό που δεν υπάρχει λέξη αφήγησης, θα κατέστρεφε την ομορφιά και τη γνησιότητα της κινηματογραφικής «γύμνιας», θα ήταν ξένο σώμα στην ταινία.

Τα πρόσωπα που βλέπουμε στην οθόνη φέρονται σαν να μην υπάρχει μπροστά τους κάμερα οπότε το αποτέλεσμα, και να ήθελε ο Σκριβάνος, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο φυσικό. Είτε το θέλησε είτε όχι, αυτός ο μάγκας σκηνοθέτης πέτυχε κάτι που θεωρητικά μοιάζει ακατόρθωτο σε ένα τέτοιο εγχείρημα: σασπένς. Ποτέ δεν θα φανταζόμουν ότι παρακολουθώντας ένα ντοκιμαντέρ για τον χορό θα ένιωθα αγωνία για το τι θα γίνει παρακάτω. Ομως ένιωσα.

Αντισυμβατικό πνεύμα

Με την «Ευλογία» (Benediction, Αγγλία, 2021), ο διανοούμενος, τρομερά καλλιεργημένος, ανοιχτά ομοφυλόφυλος και βετεράνος πλέον στον κινηματογράφο, 78χρονος Βρετανός Τέρενς Ντέιβις («The Neon Bible», «Ηρεμο πάθος») μας συστήνει την παράξενη, αδιαμφισβήτητα ενδιαφέρουσα αλλά εντέλει στενάχωρη περίπτωση του βρετανού ποιητή Ζίγκφριντ Σασούν.

Πνεύμα αριστοκρατικό αλλά συγχρόνως αντισυμβατικό, θαρραλέο και διαρκώς ανήσυχο, ο Σασούν τόλμησε, ως αξιωματικός του βρετανικού στρατού, να γράψει άρθρο σε βρετανική εφημερίδα όπου κατέθετε τις απόψεις του για την αναγκαιότητα της απομάκρυνσης της πατρίδας του από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ αυτός μαινόταν. Λόγος για τον οποίο ο στρατός απομάκρυνε τον Σασούν από τα καθήκοντά του στέλνοντάς τον σε ψυχιατρικό ίδρυμα.

Ο Ντέιβις αγαπά την ομορφιά των καλοζυγισμένων πλάνων, την ομορφιά του φυσικού τοπίου και του εκλεπτυσμένου ντεκόρ, όπως και την ομορφιά των σύνθετων, ασυνήθιστων λέξεων, εκείνων που πολλές φορές σε κάνουν να ανατρέξεις σε λεξικό.

Η ταινία πλημμυρίζει από όλα αυτά και ιδιαίτερα η ετοιμολογία του Σασούν (Τζακ Λόουντεν) είναι απολαυστική, είτε τις συζητήσεις με έναν ψυχίατρο ή με τους πολλούς εραστές του. Ακόμα και όταν ήταν πια ηλικιωμένος, πικραμένος και πολύ χολωμένος για πολλά θέματα, χαίρεσαι να νιώθεις να εκφράζει με λέξεις την τοξικότητά του (μεγάλο τον υποδύεται ο Πίτερ Καπάλντι).

Ωστόσο από κάποια στιγμή και μετά η ομοφυλοφυλία του Σασούν όπως και οι θυσίες που έκανε εξαιτίας της (η ομοφυλοφυλία που κάποτε και για πολλά χρόνια θεωρούνταν ποινικό αδίκημα στο Ηνωμένο Βασίλειο τον οδήγησε στον γάμο με μια γυναίκα που του ήταν μάλλον αδιάφορη) γίνεται εμμονικά το βασικό θέμα της ταινίας και εκεί ο Ντέιβις δεν καταφέρνει να αποφύγει τον πλατιασμό.

Η σεφ και οι μετανάστες

Στις αμέτρητες πλέον ταινίες που μοιάζουν να εκμεταλλεύονται την τηλεοπτική πέραση που έχει εδώ και μερικά χρόνια η μαγειρική, προστίθεται και η συμπαθητική γαλλική παραγωγή «Μάλιστα σεφ!» («La brigade», Γαλλία, 2022), της οποίας το ατού είναι ότι αφουγκράζεται ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα, αφού η κεντρική της ηρωίδα, η Κατί Μαρί, μια σεφ που δεν κατάφερε ποτέ να γίνει διάσημη ενώ θα μπορούσε, αναλαμβάνει την κουζίνα ενός κέντρου μεταναστών στα περίχωρα του Παρισιού.

Η ίδια η Κατί Μαρί είναι το πιο μαγνητικό στοιχείο της ιστορίας χάρη στην πηγαία ενέργεια με την οποία την υποδύεται η Οντρέ Λαμί (το πρόσωπο της οποίας ασκεί κάτι από την «τριγωνική» γοητεία εκείνου της Στεφάν Οντράν που συμπτωματικά έπαιξε επίσης μια σεφ στο αριστούργημα του Γκάμπριελ Αξελ «Η γιορτή της Μπαμπέτ»).

Ενταγμένη σε ένα περιβάλλον όπου η ποσότητα μετρά περισσότερο από την ποιότητα, η Κατί Μαρί, με τον τρόπο της, αυστηρή αλλά συγχρόνως ανθρώπινη, θα σταθεί αφορμή έτσι ώστε αυτά τα άτυχα παιδιά που ταΐζει, να αρχίσουν να σκέφτονται διαφορετικά, να αποκτούν σκοπό στη ζωή τους, να πιστεύουν ότι τα οράματά τους μπορούν να γίνουν πραγματικότητα.

Κινηματογραφικά μιλώντας, ο Ζαν Λουί Πετί μας δίνει μια συμβατικά γυρισμένη καθόλου εντυπωσιακή ταινία, από την οποία όμως δεν λείπουν η ψυχή και οι βοηθητικοί ρόλοι, όπως του Φρανσουά Κλουζέ που υποδύεται τον κουρασμένο αλλά επίμονο διευθυντή του κέντρου.

Δάσκαλος στα Ιμαλάια

Αμέτρητες όμως είναι και οι ιστορίες ανάμεσα σε δασκάλους και μαθητές που έχουν τροφοδοτήσει τον κινηματογράφο, όπως συμβαίνει στη «Λουνάνα, ένα γιακ μέσα στην τάξη» (Lunana, 2019) μια ταινία από το Μπουτάν, που μάλιστα υπήρξε υποψήφια για το Οσκαρ Διεθνούς Ταινίας 2022 – κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν με ταινία από αυτή τη χώρα. Εδώ, ένας νεαρός δάσκαλος που διαρκώς δηλώνει ότι δεν αγαπά καθόλου το επάγγελμά του καθώς ανέκαθεν προτιμούσε τη φήμη ενός ποπ σταρ, θα αρχίσει να αλλάζει στάση από τη στιγμή που θα βρει θέση στον μικρόκοσμο ενός χωριού των Ιμαλαΐων στο οποίο για να φτάσει κανείς από τον κοντινότερο σταθμό «πολιτισμού» θα πρέπει να περπατήσει ημέρες. Πάνω σε αυτή την αλλαγή του κεντρικού ήρωα είναι κτισμένο το σενάριο της ταινίας που σκηνοθέτησε ο Πάου Τσόινινγκ Ντόρχι γυρίζοντάς την εξ ολοκλήρου στο πραγματικό χωριό Λουνάνα, όπου ο δάσκαλος δεν θα βρει τίποτα υλικό που να θυμίζει πολιτισμό (έχουν πάρει ειδικά για αυτόν χαρτί τουαλέτας διότι για τους κατοίκους τα φύλα των δέντρων είναι αρκετά). Αν και κάπως προβλέψιμη στην εξέλιξή της και γεμάτη από συναισθήματα που περιμένεις να νιώσεις, η ταινία επιτυγχάνει τον στόχο της που είναι να μας κάνει να γευτούμε την αγνότητα ενός εντελώς παρθένου εσωτερικού πολιτισμού, πολύ ανώτερου από τον δικό μας, ο οποίος παρά τα πολλά προβλήματα που τον ζώνουν αποδεικνύει με τη στάση του πόσο λίγα τελικά χρειάζονται όσοι αναζητούν την ποιότητα ζωής.

Επίσης στις αίθουσες

«Στα ίχνη του δολοφόνου» (To catch a killer, ΗΠΑ, 2023). Ποιο το νόημα να τρέχεις στον κινηματογράφο να δεις μια ταινία της οποίας το στυλ, το στόρι, η δομή, η κινηματογράφηση και το μοντάζ «πατούν» πλήρως στο μοντέλο που έχει τα τελευταία χρόνια αναπτυχθεί σε ανάλογες τηλεοπτικές σειρές ή σειρές που γυρίζονται για ψηφιακές πλατφόρμες; Σαν επεισόδιο μιας τέτοιας σειράς είναι το «Στα ίχνη του δολοφόνου». Ο κινηματογράφος, αν θέλει να υφίσταται, οφείλει να ξεφεύγει από το τηλεοπτικό κατεστημένο, όχι να το κοπιάρει όπως ακριβώς συμβαίνει σε αυτό το κατά τα άλλα συμπαθές b movie στo οποίo μια ομάδα αστυνομικών (Μπεν Μέντελσον, Σάιλιν Γούντλεϊ) προσπαθεί να ανακαλύψει τα… ίχνη ενός δολοφόνου.

«Κάτσε στ’ αβγά σου» (Little eggs, Μεξικό, 2021). Νέες περιπέτειες για τον κόκορα, την πουλάδα και τα δυο τους αβγά σε μια animation ταινία των Γκαμπριέλ και Ροντόλφο Ρίβα Παλάσιο Αλατρίστε που τους δημιούργησαν. Καταλήγουν στο Κονγκό όπου διοργανώνονται μυστικά γεύματα για εκατομμυριούχους. Η σωτηρία των αβγών δεν θα είναι εύκολη υπόθεση αλλά πέρα από το χιούμορ και τα πολλά απρόβλεπτα η ταινία κάτι έχει επίσης να πει για το περίφημο ζήτημα της σωστής διατροφής. Με άλλα λόγια, αφήστε τ’ αβγά στην ησυχία τους!