Πριν από λίγες μέρες, ένας «φίλος» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τίμησε (σύμφωνα με τα νέα διαδικτυακά ήθη) την επέτειο του θανάτου του πατέρα του. Ανάμεσα στις δυο τρεις φωτογραφίες, την προσοχή μου τράβηξε μια από εκείνες που τραυματίζουν τη δική μου τουλάχιστον εθνική συνείδηση. Μια φωτογραφία πλήθους στην οποία δύσκολα αναγνωρίζεις πρόσωπα, καταγράφεται όμως η απόλυτη κτηνωδία («κάπου εκεί, ανάμεσα στο πλήθος βρίσκεται και ο πατέρας μου» γράφει ο «φίλος»).

Ηταν μία φωτογραφία από το τι έγινε το Σάββατο 11 Ιουλίου 1942 στη Θεσσαλονίκη. Τότε που η Γενική Διοίκηση της γερμανοκρατούμενης Μακεδονίας κάλεσε να συγκεντρωθούν στην Πλατεία Ελευθερίας όλοι οι άρρενες Ισραηλίτες ηλικίας 18 έως 45 ετών. Στην ανακοίνωση μάλιστα, έγραφε διευκρινιστικά: «Ισραηλίτης λογίζεται πας ο ανήκων εις την ισραηλιτικήν φυλήν, αδιαφόρως εις ποίαν θρησκείαν ανήκει σήμερον». Ετσι μαζεύτηκαν 9.000 Εβραίοι, τους οποίους οι Γερμανοί, με πρόφαση ότι θα επέλεγαν άνδρες για τα τάγματα εργασίας, υποχρέωσαν να κάνουν, κάτω από τον καυτό ήλιο, ασκήσεις γυμναστικής. Στην πραγματικότητα τους υπέβαλαν σε ένα δημόσιο εξευτελισμό που μάλιστα φωτογράφιζαν και κινηματογραφούσαν γελώντας. Ηταν η αρχή του τέλους, ένα δείγμα από τα πόσα επρόκειτο να υποστούν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης και ολόκληρης της χώρας. Και όλης της Ευρώπης.

Δεν θυμάμαι να μας είπαν κάτι γι’ αυτό στο σχολείο (το «δεν θυμάμαι» είναι, βέβαια, κατ’ ευφημισμό). Στο σχολείο, άλλωστε, δεν συνέδεσαν ποτέ τους Ελληνες Εβραίους με τον Πόλεμο και την Κατοχή. Σαν να μην πέρασαν όσα πέρασαν. Ή, ακόμη πιο βολικά, σαν να μην υπήρχαν. Ναι, ξέραμε για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά από το «Μαουτχάουζεν» του Καμπανέλλη και το «Ημερολόγιο της Αννας Φρανκ», ελάχιστα από το σχολείο. Οσο για το «Ολοκαύτωμα», γνωρίζαμε βέβαια τη λέξη αλλά όχι το ιστορικό της αποτύπωμα. Αυτό το μάθαμε το 1979 από το ομώνυμο σήριαλ με τη Μέριλ Στριπ.

Τα τελευταία χρόνια, είναι αλήθεια ότι έχουν αρχίσει να διαλύονται οι σκιές που, εδώ και δεκαετίες και όχι τυχαία, κρατούσαν στο περιθώριο τις περιπέτειες των Ελλήνων Εβραίων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπάρχει όμως πολύς δρόμος ακόμα για τη συμπερίληψή τους στα κιτάπια της εθνικής μας μνήμης. Ρώτησα αρκετούς αν τους λέει κάτι το «Μαύρο Σάββατο» της Θεσσαλονίκης. Ελάχιστοι ήξεραν κάτι. Και αυτό που, σίγουρα, δεν ήξεραν είναι ότι όταν οι ελάχιστοι διασωθέντες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης Θεσσαλονικιοί Εβραίοι γύρισαν στην πόλη τους, διαπίστωσαν ότι και οι Ελληνες γείτονές τους είχαν φροντίσει να τους σβήσουν από τον χάρτη.

Ο «τρελοσυνταγματάρχης»

Μια κορυφαία μορφή του ελληνοϊταλικού πολέμου που μόνο τα τελευταία χρόνια απόκτησε μια σχετική αναγνώριση, είναι ο ελληνοεβραίος συνταγματάρχης Μορδοχαίος Φριζής, ο πρώτος ανώτερος αξιωματικός του ελληνικού στρατού που έχασε τη ζωή του στο αλβανικό μέτωπο. Παιδί πολύτεκνης οικογένειας από τη Χαλκίδα, είχε πάθος με τον στρατό. Δεν κατόρθωσε να περάσει στη Σχολή Ευελπίδων (λέγεται ότι τον έκοψαν λόγω της εβραϊκής του καταγωγής), μπήκε όμως στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Πήρε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην εκστρατεία στην Ουκρανία εναντίον της εισβολής των Μπολσεβίκων και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Τον συνέλαβαν οι Τούρκοι οι οποίοι, ωστόσο, ήταν πρόθυμοι να τον απελευθερώσουν αφού δεν ήταν χριστιανός, εκείνος όμως προτίμησε να μείνει αιχμάλωτος και να επιστρέψει στην Ελλάδα το 1923 με την ανταλλαγή.

Πριν ακόμη την κήρυξη του πολέμου είχε αναλάβει την οργάνωση του μετώπου της Ηπείρου. Απελευθέρωσε την Κόνιτσα, κατέλαβε την Πρεμετή, συνέβαλε καθοριστικά στην επέλαση του ελληνικού στρατού. Στις 5 Δεκεμβρίου 1940 ο Φριζής και οι άνδρες του δέχθηκαν αεροπορική επίθεση από τους Ιταλούς. Ο συνταγματάρχης τους διέταξε να πέσουν στο έδαφος για να μη δίνουν στόχο. Ο ίδιος έμεινε έφιππος – «Σιγά μην τους φοβηθώ» λένε ότι ήταν τα τελευταία του λόγια. Και έτσι, σκοτώθηκε «όρθιος» από τις εχθρικές βολές.