Έφυγε από τη ζωή μετά από μάχη με τον καρκίνο ο σπουδαίος ελληνιστής Πίτερ Μάκριτζ.

Ο Πίτερ Μάκριτζ υπήρξε προσωπικότητα με σημαντική προσφορά στις νεοελληνικές σπουδές καθώς αφιέρωσε μεγάλο μέρος της έρευνάς του στην ελληνική γλώσσα.

Πριν από λίγο καιρό, o σπουδαίος Βρετανός ελληνιστής, είχε λάβει τιμητικά την ελληνική υπηκοότητα.

«Είμαι περήφανος που είμαι Έλληνας»

Ο Πίτερ Μάκριτζ είχε μιλήσει τον Μάρτιο του 2022 στα ΝΕΑ για την τιμητική ελληνική ιθαγένεια που είχε λάβει.

«Εδώ και 50 χρόνια θεωρώ την Ελλάδα δεύτερη πατρίδα μου. Μέχρι χθες όμως αυτή η έκφραση ήταν μόνο μεταφορική. Από σήμερα ισχύει στην κυριολεξία. Ηταν όνειρο ζωής. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο όμορφα αισθάνομαι».

Ερωτεύτηκα την Ελλάδα από την πρώτη στιγμή

«Ερωτεύτηκα την Ελλάδα από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου εκεί, το 1962. Στους αναγνώστες των «ΝΕΩΝ» θέλω να πω ότι είμαι πάρα πολύ περήφανος που έγινα ένας δικός σας. Ανυπομονώ να επισκεφθώ τη νέα μου πατρίδα» τόνισε ο 76χρονος ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στο οποίο δίδαξε από το 1981 έως το 2003.

Στην ερώτηση του Γιάννη Ανδριτσόπουλου αν είχε στα σκαριά κάποιο νέο βιβλίο για την Ελλάδα, ο ίδιος είχε απαντήσει: «Θα ήθελα πάρα πολύ, αλλά δεν έχω τη δύναμη. Είμαι πολύ άρρωστος. Εχω καρκίνο. Δεν θα προλάβω» λέει.

Ο βαθύτερος γνώστης της νέας ελληνικής

Ο Μάκριτζ θεωρείται ο βαθύτερος γνώστης της νέας ελληνικής γλώσσας, λογοτεχνίας και φιλολογίας στη Βρετανία, έχοντας εκδώσει πλήθος συγγραμμάτων και μελετών, αρκετά από τα οποία διδάσκονται σε πανεπιστήμια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Κορυφαία έργα του θεωρούνται η μονογραφία «Γλώσσα και εθνική ταυτότητα στην Ελλάδα 1766-1976» (Εκδόσεις Πατάκη, 2013) και η περιγραφική ανάλυση της κοινής νεοελληνικής με τίτλο «Η νεοελληνική γλώσσα» (Εκδόσεις Πατάκη, 1990). Αξιομνημόνευτη είναι η έρευνά του για τις διαλέκτους της νέας ελληνικής και το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα.

Μελέτησε ενδελεχώς τον νεολληνικό διαφωτισμό

Ο Μάκριτζ γεννήθηκε το 1946. Στην Ελλάδα βρέθηκε για πρώτη φορά σε ηλικία 16 ετών. Από τότε άρχισε να ερευνά μανιωδώς την ελληνική λογοτεχνία. Σπούδασε Νέα Ελληνική και Γαλλική Φιλολογία στην Οξφόρδη και από το 1969 έως το 1972 έζησε στην Αθήνα, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του για το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα του Μεσοπολέμου. Από το 1973 έως το 1980 δίδαξε Νεοελληνική Φιλολογία στο Κινγκς Κόλετζ του Λονδίνου.

Μελέτησε ενδελεχώς τον νεοελληνικό διαφωτισμό και εντρύφησε στο έργο του Σολωμού, του Καβάφη, του Σεφέρη, του Πολίτη, του Πρεβελάκη και του Ταχτσή. Επίσης, μετέφρασε στα Αγγλικά έργα του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη και άλλων ελλήνων λογοτεχνών.

Η τελετή πολιτογράφησής του είχε γίνει στις 16 Μαρτίου στην ελληνική πρεσβευτική κατοικία στο Μέιφερ του Κεντρικού Λονδίνου (άλλοτε γραφείο και κατοικία του Σεφέρη), παρουσία της – ελληνίδας πλέον – συγγραφέως Βικτόρια Χίσλοπ και των πανεπιστημιακών Ρόντρικ Μπίτον και Γκόντα φαν Στιν.

Είχε προηγηθεί πρόταση από τέσσερις καθηγητές του ΑΠΘ την οποία αποδέχθηκε η Κατερίνα Σακελλαροπούλου, αναγνωρίζοντας την προσφορά του διακεκριμένου βρετανού πανεπιστημιακού και συγγραφέα στη βαθύτερη κατανόηση του νεοελληνικού πολιτισμού και την προβολή του στη διεθνή κοινότητα.