Μια οποιαδήποτε Παρασκευή του Ιουλίου – προ κορωνοϊού – γύρω στις 16.15 άρχιζε η τελετουργία αναχώρησης προς Επίδαυρο. Τελευταίος έλεγχος ώστε να μη λείπει τίποτα από τη συνοδευτική τσάντα που έχει κάθε τακτικός θεατής των παραστάσεων του αρχαίου θεάτρου: πτυσσόμενα πάνινα καρεκλάκια που συγκρατούν την πλάτη και βοηθούν τη μέση να αντέξει τις μεγάλης διάρκειας παραστάσεις. Μια βεντάλια μέχρι να δροσίσουν λίγο τα λίθινα εδώλια που πυρώνουν όλη τη μέρα κάτω από τον ήλιο. Μια εσάρπα / μπουφάν / ζακέτα σε περίπτωση που ένα δροσερό αεράκι χτυπήσει τις πλάτες μας μετά τις 23.00. Αντικουνουπικό, κιάλια, σημειωματάριο και στιλό.

Στο σακίδιο «επιδαυρικής εκστρατείας» ωστόσο πλέον έχουν βρει τη θέση τους οι μάσκες και τα αντισηπτικά σε ποικίλες μορφές: υγρά, μαντιλάκια, τζελ. Η πανδημία άφησε το στίγμα της παντού. Και δεν θα μπορούσε να αφήσει άθικτη την επιδαυρική εμπειρία.

Στις 17.00 βρισκόμαστε ήδη στη θέση μας, στο λεωφορείο του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου που φέτος ευτυχώς έχει δρομολογηθεί για όσους δεν έχουν μεταφορικό μέσο ή δεν θέλουν να οδηγήσουν ως το αργολικό θέατρο, με χαμηλό εισιτήριο (10 ευρώ). Στη διαδρομή έχει προστεθεί και μια νέα, όχι και τόσο ευχάριστη, αλλά απαραίτητη παρέα: η μάσκα. Και σημειώνουμε μια απουσία: τον συνοδό θεατρολόγο που στον δρόμο μάς έδινε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την παράσταση που θα ακολουθούσε.

Το σημείο – κλειδί

Επειτα από περίπου δυόμισι ώρες το λεωφορείο φτάνει στη διασταύρωση: εκεί όπου ο δρόμος από το Λυγουριό συναντά τη ροή της Εθνικής Οδού. Κάτω από το διαφημιστικό πανό του Εθνικού Θεάτρου στέκει ένα περιπολικό για τη διευθέτηση της κίνησης. Σημείο – κλειδί για να διαπιστώσουμε αν θα υπάρχει μεγάλη προσέλευση θεατών. Ο αστυνομικός είναι χαλαρά ακουμπισμένος πάνω στο περιπολικό. Δεν προμηνύεται κοσμοσυρροή και δεν χρειάζεται να επέμβει για να τηρηθεί η τάξη. Η εποχή που αν έφτανες στις 20.30 στο πάρκινγκ του θεάτρου έπρεπε να σταθμεύσεις αρκετές εκατοντάδες μέτρα μακριά από την είσοδο μοιάζει μακρινή. Το λεωφορείο μας είναι το μοναδικό στον χώρο στάθμευσης και ο κίνδυνος που υπήρχε παλιότερα να μπερδευτείς στην επιστροφή και μέσα στο σκοτάδι να μπεις σε ένα από τα δεκάδες άλλα – εξού και βάζαμε όσα σημάδια μπορούσαμε – πλέον είναι ανύπαρκτος. «Ο κόσμος φοβάται», σχολιάζει την εικόνα μια κυρία από τα μπροστινά καθίσματα. «Και δεν έχει και λεφτά, αν σκεφτείτε πόσοι μήνες πέρασαν με τα 534 ευρώ και τις υποχρεώσεις να τρέχουν», προσθέτει ένας άλλος συνεπιβάτης.

Με μια ορατή αμηχανία, νέοι αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας θεατές συγκρατούν το βήμα τους μπροστά στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στο θέατρο. Σε καίρια θέση, μια βάση πάνω στην οποία στέκει ένα μεγάλο μπουκάλι απολυμαντικού, ως άλλος οικοδεσπότης. Ελαφρώς πιο πίσω οι ευγενικοί ταξιθέτες ζητούν από όλους τα εισιτήριά τους. Ούτε ένα χαρτί δεν βγαίνει από τις τσέπες. Ολοι ψάχνουν τα κινητά τους, όλα ηλεκτρονικά. Οσοι κάθονται στις κερκίδες από Η έως Μ θα πρέπει να πάνε δεξιά, από το μονοπάτι κοντά στις τουαλέτες. Κι αν θέλεις να δεις το πωλητήριο του Εθνικού Θεάτρου; Να πιεις καφέ στο Ξενία; Να αγοράσεις πρόγραμμα από το τραπεζάκι που βρίσκεται έξω από το κιόσκι του Φεστιβάλ; Πρέπει να το ζητήσεις και θα περάσεις, αλλά όταν φτάσεις στον έλεγχο των εισιτηρίων θα πρέπει να επιστρέψεις για να ακολουθήσεις την ενδεδειγμένη διαδρομή. Το πρωτόκολλο τηρείται κατά γράμμα.

Στον ανηφορικό δρόμο προς το θέατρο διακρίνω και δυο τρία πιτσιρίκια, γύρω στην ηλικία των 10 ετών. «Πρώτη φορά στο θέατρο;» ρωτάω. «Ναι, πιο παλιά με άφηναν στο δημιουργικό εργαστήρι και περνούσα πολύ ωραία, αλλά ούτε φέτος ούτε πέρυσι έγινε», μου απαντά πρόθυμα ο Νικόλας. Η μαμά του μού εξηγεί ότι δεν είχε κάπου να τον αφήσει και έτσι τον πήρε μαζί της. Και οι δύο δεν έκρυβαν τον ενθουσιασμό αλλά και την αγωνία τους για την αντίδραση του μικρού στην πρώτη επίσκεψη εντός του θεάτρου. «Στο εκπαιδευτικό περνούσα τέλεια», λέει και παραδέχεται ότι φοβάται μήπως βαρεθεί στην παράσταση, αλλά από το ύφος του μοιάζει να κρυφοκαμαρώνει που μεγάλωσε και θα μπει κι εκείνος στο θέατρο.

Ούτε σκαλιά, λοιπόν, ούτε χάρτινα εισιτήρια. Μόνο ανηφόρα μέχρι τον έλεγχο των εισιτηρίων, για εμάς των κερκίδων Η έως Μ πάντα ανέπαφα, με χαμόγελο και πολλά καλωσορίσματα από τους εργαζομένους στο Φεστιβάλ. Λίγο πριν από τον έλεγχο, δε, τραπέζια με δωρεάν αλλά ζεστά νεράκια (χορηγία ιδιωτικής εταιρείας) για όσους δεν φρόντισαν να προμηθευτούν.

Οι μάσκες πέφτουν

Στο πλάτωμα μπροστά από το αρχιτεκτονικό αριστούργημα του Πολυκλείτου του νεότερου, οι μάσκες πέφτουν. Τα μέτρα ξεχνιούνται για λίγο ώστε να βγουν οι γνωστές σέλφι – ή και κανονικές – φωτογραφίες με φόντο τις κερκίδες. Και ξαναμπαίνουν για τη με απόλυτη τάξη και χωρίς ίχνος συνωστισμού είσοδο στο θέατρο. Εισιτήρια (ξανά), απολυμαντικό (προαιρετικά, αλλά ξανά) και αναζητούμε τις θέσεις μας.

Μαξιλαράκια παντού – και στα πιο ψηλά διαζώματα όπου δεν υπήρχαν παλιά -, αριθμημένα και σε αποστάσεις, και οδηγίες από τους ταξιθέτες ώστε να μην τα μετακινήσουμε. Οι αποστάσεις μεταξύ μας μπορεί να ξεπερνούν και το 1,5 μ. Κάποια μαξιλαράκια είναι ενωμένα μεταξύ τους ανά δύο. Τα υπόλοιπα, μεμονωμένα. Η αίσθηση, εξαιρετική. Το είχα διαπιστώσει ήδη από πέρυσι. Μπροστά υπήρχε χώρος για να απλώσω τα πόδια μου. Μπορούσα να ακουμπήσω πίσω χωρίς να ενοχλώ αφού οι θέσεις είναι τοποθετημένες σε διαγώνια διάταξη. Στο πλάι άφησα τα πράγματά μου. Και καμία στιγμή δεν δυσφόρησα από τον ιδρώτα του άγνωστου διπλανού μπράτσου που προ κορωνοϊού ήταν κολλημένο στο δικό μου, ιδιαιτέρως στις δημοφιλείς παραστάσεις.

Οι μάσκες δεν βγήκαν – με ελάχιστες εξαιρέσεις – κατά τη διάρκεια της παράστασης, κάτι που, όπως αποδείχθηκε, ήταν κουραστικό.

Κι όταν ήρθε η ώρα της αποχώρησης, έως που αισθάνθηκα και ευγνωμοσύνη για τα μέτρα. Το θέατρο άδειασε με απόλυτη τάξη, ανά κερκίδα και ανά σειρά, χωρίς τον άνευ προηγουμένου συνηθισμένο συνωστισμό των προηγούμενων χρόνων, χωρίς τα γνωστά άλματα πάνω από τα εδώλια και σε ελάχιστο χρόνο. Ουδέν κακόν αμιγές καλού.