Μετά το αμερικανικό «χαστούκι» στην Τουρκία του Ερντογάν, με την απόφαση του πρώτου Αμερικανού προέδρου στην ιστορία να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων, τεράστια αίσθηση προκαλούν οι προτάσεις προς τον Τζο Μπάιντεν, για την στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει απέναντι στην Τουρκία, από το Εβραϊκό Ινστιτούτο Εθνικής Ασφάλειας της Αμερικής (JINSA).

Ειδικότερα, την αλλαγή στρατηγικής των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο βλέπει η νέα αμερικανική διοίκηση την κυβέρνηση Ερντογάν, αναδεικνύει η πρόσφατη έκθεση (Μάρτιος 2021) του Ινστιτούτου JINSA, με τίτλο «Όχι πια πολύτιμη; Μια αμερικανική στρατηγική για μια μοναχική Τουρκία» («Precious No More? A U.S. Strategy for a Lonely Turkey»).

Στην έκθεση, η Τουρκία του Ερντογάν παρουσιάζεται ως δύναμη αποσταθεροποίησης στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, που είτε πρέπει να υποχωρήσει από την επιθετικότητά της έναντι των ΗΠΑ και των συμμάχων της, είτε να πληρώσει ακριβό τίμημα, που θα περιλαμβάνει κυρώσεις αλλά και την περιθωριοποίησή της εντός του ΝΑΤΟ.

Δικαιολογημένες οι ανησυχίες Ελλάδας-Κύπρου

Αξιοσημείωτη είναι η σαφής αναφορά στην ανάγκη η Ουάσιγκτον να διαδραματίσει ρόλο συντονιστή, ώστε να αντιληφθούν όλοι οι εταίροι πως οι ανησυχίες της Ελλάδας και της Κύπρου για την τουρκική επιθετικότητα είναι δικαιολογημένες και ρεαλιστικές.

Είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη παραίνεση προς την αμερικανική κυβέρνηση αποτελεί σαφή αιχμή για τη στάση που κρατούν ορισμένοι Ευρωπαίοι εταίροι έναντι των ελληνικών και κυπριακών ανησυχιών – για παράδειγμα, η γερμανική κυβέρνηση Μέρκελ – «χαϊδεύοντας» την τουρκική κυβέρνηση και παραπέμποντας διαρκώς στις καλένδες τις όποιες ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Τουρκίας.

Είμαι εδώ για να βοηθήσω

Η ψυχρή στάση του Τζο Μπάιντεν απέναντι στην Τουρκία φάνηκε από νωρίς. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι… «έστησε» τον Ερντογάν στο τηλέφωνο για περίπου τρεις μήνες, αλλά και η ανοιχτή στήριξη του Αμερικανού προέδρου στην Ελλάδα και την κυβέρνηση.

Συγκεκριμένα, ο Μπάιντεν, το βράδυ της 25ης Μαρτίου, με αφορμή της Επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης, που γιορτάζεται πανηγυρικά κάθε χρόνο και στο Λευκό Οίκο, σε τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, αφού τον προσκάλεσε να επισκεφθεί τις ΗΠΑ, του είπε χαρακτηριστικά: «Εάν χρειαστείς κάτι, να με πάρεις τηλέφωνο. Είμαι εδώ για να βοηθήσω».

Τα καψόνια Μπάιντεν στον Ερντογάν

Σαν να μην έφτανε στον Ερντογάν η ψυχρολουσία της αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Αρμενίων, που του ανακοίνωσε τηλεφωνικώς ο πρόεδρος Μπάιντεν, όπως φαίνεται, συνεχίζονται τα καψόνια της αμερικανικής κυβέρνησης στον «σουλτάνο».

Στο…περίμενε έχουν εδώ και τρεις μήνες οι ΗΠΑ το νέο Τούρκο πρέσβη, Χασάν Μουράτ Μερτζάν, ο οποίος στις 24 Φεβρουαρίου διορίστηκε από τον Ερντογάν πρέσβης στην Ουάσινγκτον, σύμφωνα με την τουρκική αντιπολίτευση.

Μάλιστα, φαίνεται ότι θα καθυστερήσει ακόμα περισσότερο η υποβολή των διαπιστευτηρίων του νέου πρέσβη της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον, καθώς ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, έχει ξεκαθαρίσει πως μέχρι οι S-400 να φύγουν από την Τουρκία, δεν θα προχωρήσει τίποτα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις!

Ανειλικρινής ο Ερντογάν

Ένα σημαντικό στοιχείο της έκθεσης του Εβραϊκού Ινστιτούτου είναι ότι η πρόσφατη προσπάθεια του Ερντογάν για επανεκκίνηση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες χαρακτηρίζεται ως «ανειλικρινής», καθώς υπαγορεύεται, όπως διευκρινίζεται, από την πολιτική πίεση που δέχεται στο εσωτερικό του και όχι από την ανάγκη ανασχεδιασμού της εξωτερικής του πολιτικής.

Επισημαίνεται ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να επιδιώξει μια πολιτική που, από τη μία, θα προχωρεί σε μια νέα συνεργασία με την Άγκυρα, από την άλλη, όμως, θα προστατεύει τις ΗΠΑ από τη μονομερή εξωτερική πολιτική που ακολουθεί η Τουρκία. Για την επίτευξη αυτού του διπλού στόχου, απαιτείται – σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης – ο συντονισμός ανάμεσα στους διατλαντικούς και μεσογειακούς εταίρους που έχουν συμφέροντα που αλληλοεπικαλύπτονται έναντι της Τουρκίας και, κυρίως, να δοθεί στην Τουρκία ένα συγκεκριμένο δίλημμα, ώστε να κατανοήσει πως αν δεν αλλάξει συμπεριφορά, θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις.

Οι προτάσεις προς τον Μπάιντεν: Δεν είναι «απαραίτητος» εταίρος η Τουρκία

Έξι σημαντικές προτάσεις κάνει το Ινστιτούτο JINSA προς την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν, αναφορικά με την στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσει απέναντι στην Τουρκία.

Πρώτον, επισημαίνεται στην έκθεση, η σχέση ΗΠΑ – Τουρκίας πρέπει «να μπει στη σωστή διάσταση».

Εν ολίγοις, η Τουρκία «δεν θα πρέπει να ενθαρρύνεται, ώστε να συνεχίσει να πιστεύει ότι είναι «απαραίτητος» εταίρος για τις ΗΠΑ», υπογραμμίζουν οι συντάκτες της έκθεσης, για να καταλήξουν χαρακτηριστικά: «Σε αυτό το πλαίσιο, οι επαφές σε επίπεδο Μπάιντεν είναι σωστό να μειωθούν».

Δεύτερον, είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός συνασπισμού. Η Ουάσιγκτον οφείλει να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους της, ότι το ζήτημα των S-400 είναι τεράστιας σημασίας για το σύνολο του ΝΑΤΟ.

Επίσης, πρέπει να συντονίσει την προσπάθεια ανάδειξης των ελληνικών και κυπριακών ανησυχιών για την τουρκική επιθετικότητα. Προκειμένου να εξασφαλίσει μια κοινή προσέγγιση, η Ουάσιγκτον πρέπει να είναι προετοιμασμένη να προσθέσει στην ατζέντα ζητήματα που δεν την αφορούν ευθέως, όπως η μετανάστευση, που ενδιαφέρει τους Ευρωπαίους.

Απορρίψτε τους ισχυρισμούς των Τούρκων περί αναλογίας κτήσης S-300 από τους Έλληνες

Τρίτον, αναφέρεται στην έκθεση, πρέπει να δοθεί μία ξεκάθαρη επιλογή προς την Τουρκία. Ένας τέτοιος συνασπισμός θα πρέπει να δώσει στην Τουρκία την ευκαιρία είτε να βελτιώσει τις σχέσεις της με όλους, είτε να διακινδυνεύσει την αποξένωση όλου του συνασπισμού.

Σε αυτό το πλαίσιο, διευκρινίζεται, θα πρέπει να δοθούν οι εξής επιλογές: Συνεργασία εναντίον της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα και εγκατάλειψη των S-400 από την Τουρκία. Συμπερίληψη σε σχέδια όπως η μεταφορά φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο προς την Ευρώπη, σε αντάλλαγμα για τον τερματισμό της επιθετικότητας στη θάλασσα ή την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ και αραβικά κράτη, με αντιστάθμισμα την εγκατάλειψη της υποστήριξης των Αδελφών Μουσουλμάνων και ισλαμιστικών κινημάτων.

Ως προς τους S-400, οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν ότι η ΗΠΑ θα πρέπει «να απορρίψουν τους αποπροσανατολιστικούς ισχυρισμούς των Τούρκων περί αναλογίας κτήσης S-300 από τους Ελληνες», καθώς αυτό συνέβη διότι οι πύραυλοι αγοράστηκαν από την Κύπρο και με αίτημα των ΗΠΑ μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα, «αφότου οι Τούρκοι απείλησαν να τους βομβαρδίσουν, προτού ακόμα συναρμολογηθούν».

Μέτωπο για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα

Τέταρτον, να δημιουργηθεί ένα μέτωπο για τη δημοκρατία. Να τεθεί από τις ΗΠΑ η ανησυχία για την κατάσταση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία.

Και ο Ερντογάν, πρέπει να καταλάβει ότι αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί μόνο με συμβολικές χειρονομίες.

Αν η Τουρκία δεν συμμορφωθεί, «να αποκλειστεί» από τη Σύνοδο των Δημοκρατιών.

Πέμπτον, λύση στη Συρία. Η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να «συμφιλιώσει» τη συνεχιζόμενη αμερικανική υποστήριξη των συριακών κουρδικών δυνάμεων με τους τουρκικούς φόβους. Πρέπει να κάνει την Άγκυρα να αντιληφθεί ότι η αμερικανική παρουσία στη βορειοανατολική Συρία είναι τελικά προς όφελος της Τουρκίας.

Έκτον, σχέδιο για περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων. Με δεδομένη την πιθανότητα ότι εσωτερικοί και άλλοι παράγοντες θα ωθήσουν την Τουρκία προς μια αυξανόμενα επιθετική και ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, τα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας, υπό την καθοδήγηση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, πρέπει με τρόπο ορατό να δημιουργήσουν εναλλακτικά σχέδια, τα οποία θα πρέπει να περιλαμβάνουν:

• Μετεγκατάσταση των αεροπορικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ από τη βάση του Ιντσιρλίκ σε νέες τοποθεσίες.

• Μηχανισμούς για την περιθωριοποίηση της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, αν παρεκκλίνει από τα κοινά συμφέροντα της Συμμαχίας.

• Περαιτέρω περιορισμούς στη δυνατότητα της Τουρκίας να αποκτά αμερικανικά όπλα για τη στρατιωτική ενίσχυσή της.

• Επιβολή περαιτέρω οικονομικών κυρώσεων, αν η Τουρκία επιμείνει με τους S-400.

Το τουρκολιβυκό μνημόνιο αγνόησε πλήρως τις ελληνικές διεκδικήσεις

Ιδιαίτερη αναφορά κάνει το Ινστιτούτο JINSA στο τουρκολιβυκό μνημόνιο. Όπως υπογραμμίζεται, στο τέλος του 2019, η Άγκυρα υπέγραψε με την κυβέρνηση της Τρίπολης μια συμφωνία που «σκόπευε να οριοθετήσει» τις ΑΟΖ των δύο χωρών, «αγνοώντας πλήρως τις διεκδικήσεις της Ελλάδας στα ίδια ύδατα».

Επίσης, αναφέρεται, τουρκικά πλωτά γεωτρύπανα έκαναν γεωτρήσεις και έρευνες μονομερώς σε ύδατα «που από τη διεθνή κοινότητα θεωρούνται ως ύδατα που ανήκουν στην Κύπρο». Η συγκεκριμένη εξέλιξη έφερε την Τουρκία σε σύγκρουση με χώρες της ΕΕ και ειδικά με τη Γαλλία.

Η Τουρκία υποστηρίζει ισλαμιστές εξτρεμιστές

Στην έκθεση τονίζεται, όπως είναι φυσικό, η τουρκική επιθετικότητα απέναντι στο Ισραήλ, αλλά και την Αίγυπτο, ενώ τονίζεται πως η Άγκυρα υποστηρίζει ισλαμιστές εξτρεμιστές εναντίον αυτών των δύο χωρών.

Παράλληλα, υπενθυμίζεται ότι το περασμένο καλοκαίρι ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ χαρακτήρισε την Τουρκία ως «μεγαλύτερη απειλή από το Ιράν».

Επιπλέον, αναφέρεται ότι η Τουρκία επιτέθηκε σε Κούρδους στο έδαφός της, στην Συρία και στο Ιράκ, υπό το πρόσχημα της τρομοκρατίας, ενώ συγκρούστηκε με την Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, κυρίως λόγω της στήριξης της Άγκυρας στους Αδελφούς Μουσουλμάνους.

Ως «αμφιλεγόμενη» περιγράφεται, όμως, και η σχέση της Τουρκίας με τη Μόσχα, καθώς οι δύο χώρες υποστηρίζουν διαφορετικές πλευρές στο Ιντλίμπ, στη Λιβύη, στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και στην Ουκρανία.

Στην έκθεση, υπάρχει σαφής αναφορά στη χρήση των μη επανδρωμένων αεροσκαφών UAV Bayraktar, που έχει χρησιμοποιήσει η Τουρκία στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και στη Λιβύη, αλλά και ο σχεδιασμός της «Γαλάζιας Πατρίδας» για ένταξη ακόμα 23 πλοίων στον τουρκικό στόλο έως το 2023.

Ενισχύθηκε η σχέση Ελλάδας-Ισραήλ

Επισημαίνεται η ενίσχυση των δεσμών της Ελλάδας με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ και αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «η ταχεία επέκταση των δεσμών ασφάλειας και άμυνας τόσο με τις ΗΠΑ, όσο και με το Ισραήλ, έλαβε χώρα υπό την ηγεσία του ακροαριστερού κόμματος ΣΥΡΙΖΑ», ενώ η σχέση Ελλάδας-Ισραήλ βελτιώθηκε μετά την κατάρρευση της συνεργασίας Ισραήλ – Τουρκίας.

Η τριμερής Ελλάδας, Κύπρου και Αιγύπτου κρίνεται ως σημαντική από το Ινστιτούρο, ενώ γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο «επίτευγμα» του καθορισμού ΑΟΖ με την Αίγυπτο, καθώς και στις στενές σχέσεις Ελλάδας – Σαουδικής Αραβίας (σ.σ. στρατιωτικές ασκήσεις) και Ελλάδας – Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.

Η απομόνωση της Τουρκίας και η διπλωματία των κανονιοφόρων

Η απομόνωση της Τουρκίας περιγράφεται αναλυτικά από τους συντάκτες της έκθεσης, οι οποίοι τονίζουν πως η τουρκική προκλητικότητα έναντι όλων αιτιολογείται ως νόμιμη αυτοάμυνα, ενώ υπενθυμίζουν ότι, από το 2016, ο Ερντογάν συνεργάζεται με υπερεθνικιστές, περιλαμβανομένης της φράξιας των Ευρασιανιστών που διάκεινται θετικά στη Μόσχα.

Επιπλέον, η Τουρκία αποτελεί την κύρια βάση για τους εξόριστους Αδελφούς  Μουσουλμάνους από την Αίγυπτο, καθώς φιλοξενούνται στην Τουρκία 30.000 στελέχη, τα οποία, από την Τουρκία, συνεχίζουν να καλούν σε αντίδραση εναντίον της κυβέρνησης Αλ Σίσι.

Ως προς την Ανατολική Μεσόγειο, όπως αναφέρεται στην έκθεση, η Τουρκία, αντί να πιέζει προς μια κατεύθυνση επίλυσης των μακροχρόνιων διαφορών, έχει καταφύγει στη «διπλωματία των κανονιοφόρων».

Το τουρκικό ναυτικό αναπτύχθηκε αρκετές φορές, ώστε να διώξει ερευνητικά πλοία από τα ύδατα που αμφισβητεί, ενώ η Άγκυρα έστειλε τα δικά της γεωτρύπανα στην κυπριακή ΑΟΖ, όχι μόνο για να παρενοχλήσει τις κυπριακές έρευνες, αλλά και για να εδραιώσει τις δικές της διεκδικήσεις. Επιπλέον, γίνεται αναφορά και στην κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο, με τη συστηματοποίηση παραβιάσεων του εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων της Ελλάδας.

ΕΕ – Τουρκία

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επισημαίνεται στην έκθεση, Ελλάδα, Κύπρος και Γαλλία έχουν ενώσει τις ανησυχίες τους για την Τουρκία.

Η Ιταλία και η Ισπανία, ωστόσο, έχουν αντισταθεί στη σύγκρουση με την Τουρκία. Η Ισπανία, μάλιστα, περιγράφεται ως ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της Τουρκίας στην ΕΕ.

Όσο για τη Γερμανία, προσπαθεί να εξισορροπεί την κατάσταση ανάμεσα στις πλευρές, αφού η χώρα έχει σχεδόν 5 εκατ. κατοίκους τουρκικής καταγωγής και υπέστη πολιτικές επιπτώσεις μετά τη μεταναστευτική κρίση του 2015. Γι’ αυτό, άλλωστε, όπως αναφέρεται, οι Γερμανοί ηγέτες επιδιώκουν συμφωνίες για τη μετανάστευση με τον Ερντογάν.